Ο Χρόνος της ζωής μας: ο Τόπος της συναντήσεώς μας με τον Χριστό ΜΕΡΟΣ Α'
Τι είναι ο χρόνος, φίλος ή εχθρός, ευλογία ή κατάρα; Ενώ παρουσιάζεται ως μετρητής της ζωής μας, είναι ταυτόχρονα και μετρητής του αφανισμού μας. Κάθε χρόνος είναι και ένα βήμα πιο κοντά προς το τέλος της επίγειας ζωής μας. Όμως κάθε αρχή του χρόνου είναι ευκαιρία για μας να κάνουμε έναν πνευματικό απολογισμό και να θέσουμε μια καινούργια αρχή στη ζωή μας. Κατά τον Μέγα Βασίλειο ο χρόνος είναι το «σύμπαρεκτεινόμενον τη συστάσει του κόσμου διάστημα». «Διάστημα» σημαίνει ότι έχει αρχή και τέλος. Είναι εποχή εγκεκλεισμένη μεταξύ της Δημιουργίας του κόσμου και της Δευτέρας Παρουσίας. Το ηθικό νόημα του χρόνου είναι: «ο τόπος της συνάντησής μας με το Θεό και την αιωνιότητα Του», ή: «ο καιρός κατά τον οποίο ο Θεός δημιουργεί θεούς». Το νόημα και η αξία του χρόνου στη ζωή μας δεν συνίστανται στο μήκος, ή στον αριθμό των ετών μας, αλλά μάλλον το κατά πόσον τον αξιοποιούμε σε βάθος. Το νόημα του χρόνου της ζωής μας είναι η συμφιλίωσή μας με τον Θεό. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέει ότι «η μέρα που δεν κλάψαμε, τη χάσαμε για όλη την αιωνιότητα», με την έννοια ότι θα έχουμε ευκαιρίες ξανά στη ζωή μας για δάκρυα, αλλά τη μέρα εκείνη δεν θα την ζήσουμε ξανά• θα μείνει αλύτρωτη.
Όταν εναποθέτουμε τη ζωή μας στα χέρια του Θεού, τότε ο χρόνος παύει να είναι μια απειλή για μας, γιατί Εκείνος κατέχει στην εξουσία Του όλους τους χρόνους και τους καιρούς. Ο χώρος και ο χρόνος είναι σχετικές έννοιες, αλλά όχι μόνο στην προοπτική της θεωρίας του Αϊνστάϊν, που είπε ότι ένα σώμα, όταν ξεπεράσει μια συγκεκριμένη ταχύτητα, μπορεί από ύλη να μετατραπεί σε ενέργεια. Αυτός είναι ένας νόμος που ενεργείται και με πνευματικό τρόπο στις ψυχές των Αγίων, οι οποίοι στην φορά τους προς τον Θεό, σαν να φεύγουν από τη βαρύτητα αυτού του κόσμου και γίνονται όλοι φως, όλοι ενέργεια. Όταν επιστρέφουν στον κόσμο, «εξαγγέλουν τὰς αρετὰς του εκ σκότους υμάς καλέσαντος εις τὸ θαυμαστὸν αυτού φως» (Α’ Πετ. 2,9). Γι’ αυτό και έλεγε αστειευόμενος ο Γέροντας, ότι οι χριστιανοί είμαστε «σχιζοφρενείς», γιατί ζούμε ταυτόχρονα σε δυο επίπεδα ζωής• «επί του πρόσκαιρου και επί του αιωνίου». Ο χρόνος είναι τρεπτός• δεν μένει σταθερός και ίδιος. Αλλά αυτή η τρεπτότητα σημαίνει μια συνεχή αλλαγή, που δίνει την ευκαιρία στον άνθρωπο να αλλάξει προς το καλό ή προς το κακό.
Σ’ αυτή τη ζωή την λύπη πολύ γρήγορα την διαδέχεται η χαρά και το αντίθετο. «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός και εις το πρωΐ αγαλλίασις» (Ψαλμ. 29, 5). Όμως ο αγώνας μας εξαρτάται από το πως ζούμε το παρόν. Έτσι, ο χρόνος είναι ένα άλλο δέντρο της γνώσεως του καλού ή του κακού, και γι’ αυτό είναι φίλος ή εχθρός του ανθρώπου. Ακόμα και όταν εμπληστούμε με την τρυφή της παρουσίας του Θεού, δεν παύουμε να λέμε με όλη μας την καρδιά: «Κύριε Σώσον με», γιατί όσο υπάρχει χρόνος, ελοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος της μεταπτώσεως. Ο άνθρωπος θέλει συνεχώς να αποφύγει τη φθαρτότητα που φέρνει ο χρόνος. Μάλιστα, αν μπορούσε, θα ήθελε να είναι αθάνατος στη γη, όπως φαίνεται με τις επιδιώξεις του «μετανθρωπισμού». Αλλά ο χρόνος, όπως και ο θάνατος φανερώνουν την άκρα φιλανθρωπία του Θεού. Όσο ζούμε μέσα στον χώρο και τον χρόνο, έχουμε τη δυνατότητα της μετάνοιας. Με τον θάνατο ο Θεός μας δίνει τη συναίσθηση ότι τελειώνει ο καιρός μας και ότι ανάλογα με τον προσανατολισμό που θα πάρουμε σε αυτή τη ζωή, θα εξαρτηθεί το αιώνιο μέλλον μας. Ο θάνατος θα είναι η στιγμή, όπου ο άνθρωπος πλέον θα σταθεί «γυμνός και τετραχηλισμένος ενώπιον του Θεού» (Εβρ. 4,13), με όλο το περιεχόμενο της ζωής του αποκεκαλυμμένο στο άστεκτο βλέμμα του Δημιουργού του.
Η μνήμη του θανάτου είναι η «γεύση της αιωνιότητας στην αρνητική της μορφή». Όταν ο άνθρωπος αισθανθεί την αιωνιότητα, απωθεί ὅ,τι δεν επισκιάζεται από το Πνεύμα του Θεού. Όλες οι υποθέσεις «του κόσμου τούτου» πλέον του φαίνονται «ματαιότης ματαιοτήτων» (Εκκλ. 1, 2). Αυτός ο προφητικός συσσεισμός προκαλεί τέτοια ένταση προσευχής, που μπορεί να ξεκολλήσει τον άνθρωπο τελείως από τη γη. Φτάνει εκεί, όπου δεν υπάρχει χρόνος πλέον. Τότε αρχίζει να ζει μια νέα ζωή, όπου η μετάνοια και ο πόθος για την εν Θεώ αιωνιότητα τον μεταμορφώνουν τελείως, τόσο, που μπορεί να φτάσει να πει όπως ο Απόστολος Παύλος: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός• ο δε νυν ζω εν σαρκί, εν πίστει ζω τη του Υιού του Θεού» (Γαλ. 2,20).
Στην Παλαιά Διαθήκη, τα κατ’ εξοχήν γεγονότα που ορίζουν και νοηματοδοτούν τον χρόνο είναι οι φανερώσεις του Θεού μέσα στον κόσμο. Ο χρόνος της προετοιμασίας της ανθρωπότητας για την έλευση του Χριστού έφτασε σε ένα πλήρωμα: «οτε δε ήλθεν το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν Αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. 4,4-5). Ο Θεός προστάτευε τον Ισραήλ, περιμένοντας να εμφανιστεί το κατάλληλο πρόσωπο που θα μπορούσε να συνεργήσει στο σχέδιο της Θειας Οικονομίας. Και το πρόσωπο αυτό ήταν η Παναγία• «Αύτη και των προ Αυτής αιτία», αλλά και «των μετ’ Αυτής η προστάτης και των αιωνίων πρόξενος». Το μεγαλύτερο γεγονός κάτω από τον ουρανό είναι η στιγμή που «άστρον ανατέταλκεν εκ φυλής Ιούδα»• ο άχρονος Θεός εισχώρησε μέσα στο χρόνο και έγινε Άνθρωπος.
Ο Χριστός γεφύρωσε το χάσμα ανάμεσα στην αιώνια Βασιλεία Του και σε αύτόν τον κόσμο. Και η αιωνιότητα του Θεού εισήλθε στον χρόνο, τέμνοντας σταυρικά την ευθύγραμμη οριζόντια πορεία του ιστορικού χρόνου. Ο Κύριος ονομάζεται «ο Χριστός», δηλαδή «ο κεχρισμένος» του Θεού, και ο ίδιος χρίει τον χρόνο και όλη την κτίστη με τη θεια Του ενέργεια. Ο Χριστός πλήρωσε τα πάντα με τη Θεια ενέργειά Του. Έτσι η κάθε στιγμή της ιστορίας της ανθρωπότητας και του κάθε ανθρώπου προσφέρεται ως δυνατότητα κοινωνίας εν Χριστώ με το αιώνιο. Ο Απόστολος Παύλος μας προτρέπει να εξαγοράζουμε τον καιρόν (Εφ. 5,15). Η λέξη «εξαγορά» προϋποθέτει κάποια θυσία και ένα κόστος, εφόσον και ο «Χριστός ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου» (Γαλ. 3,13) τω τιμίω αυτού Αίματι. Οι δίκαιοι εξαγοράζουν το χρόνο της ζωής τους ετοιμάζοντας μέσα τους «σκήνωμα τω Θεώ Ιακώβ» (Ψαλμ. 131,5). Η εξαγορά του χρόνου της ζωής μας γίνεται όταν παρακαλούμε τον Θεό να βάλει τη δική Του σφραγίδα σε κάθε ημέρα. Τη σημασία του χρόνου στην πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου την εκφράζει πολύ όμορφα ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μέσα σε μια φράση του: «Τα πολλαίς ικεσίαις και χρόνοις περιποιούμενα μόνιμα». Στη Λειτουργία έχουμε την πιο υψηλή συμπύκνωση του χρόνου, όπου τα παρελθόντα, τα ενεστώτα και τα μέλλοντα γίνονται ένα και κατά την ένωσή μας με το Πρόσωπο του Χριστού καταργείται ο χρόνος.
«Ημείς από του νυν ουδένα οίδαμεν κατά σάρκα• ει και εγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν, αλλά νυν ουκέτι γινώσκομεν» (Β’ Κορ. 5,16). Ο Χριστός τώρα είναι πνευματικός, επομένως η σχέση μας μαζί Του είναι πνευματική και εσωτερική. Γι’ αυτό σε αυτόν τον κόσμο τίποτε δεν μπορεί πραγματικά να μας απειλήσει, εάν τον αόρατο θησαυρό μας αποταμιεύουμε μυστικά στην καρδιά. Αρκεί να τον φυλάξουμε ασύλητο από τον εχθρό. Αν τώρα, μέσα στον χρόνο αυτής της ζωής ο άνθρωπος φέρει μια φλόγα μέσα του από τον πόθο για το Πρόσωπο του Χριστού, εκείνη την ημέρα αυτή η φλόγα θα λάμψει σαν Ήλιος και θα ανάψει όλο το σώμα του ανθρώπου. Αυτός που έχει γευθεί τη χάρη του Θεού και ζει από τον πόθο της αγάπης Του, σε αυτή τη ζωή έχει μέσα του έναν αρραβώνα, αλλά γνωρίζει ότι το πλήρωμα είναι στην άλλη ζωή. Αυτή η αίσθηση τον ελευθερώνει από τα δεσμά του χώρου και του χρόνου και διαρκώς τον παροτρύνει σε φλογερό πόθο: «ελθέτω η χάρις Σου, Κύριε, και παρελθέτω ο κόσμος».
Αρχιμανδρίτης Πέτρος, Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας
Πηγή: Πεμπτουσία