Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Έγκωμης
Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Έγκωμης Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Έγκωμης
  • Αρχική
  • Ενορία
    • Νέος Ναός
    • Παλαιός Ναός
    • Ιερατείο
    • Ιεροψάλτες
    • Επιτρόποι
    • Ανακοινώσεις
  • Άγιος Νικόλαος
    • Ομιλίες για τον Άγιο Νικόλαο
    • Ταινίες για τον Άγιο Νικόλαο
    • Βίος Αγίου Νικολάου
    • Απολυτίκιο / Κοντάκιο
    • Παρακλητικός Κανόνας
  • Κατασκηνώσεις
  • Ομιλίες
  • Δραστηριότητες
    • Χριστιανικός Σύνδεσμος Γυναικών
    • Ίδρυμα Φίλων Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους
    • Συνάξεις Νέων / Ζευγαριών
    • Πασχαλινό Εργαστήρι
    • Εκδηλώσεις
    • Εκδρομές
  • Βίοι Αγίων
  • Επίκαιρα
  • Ανθολόγιο

Επίκαιρα

Το Ύδωρ το Ζων...

Kyriaki Samareitidos 112/05/17

Η ση­με­ρι­νή πε­ρι­κο­πή, α­γα­πη­τοί μου α­δερ­φοί, πε­ρι­γρά­φει κά­τι που με τα μά­τια ε­νός αν­θρώ­που της ε­πο­χής ε­κεί­νης εί­ναι το α­πο­λύ­τως πα­ρά­δο­ξο.  Δεν υ­πάρ­χει ί­χνος λο­γι­κής στον τρό­πο με τον ο­ποί­ο συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται ο Χρι­στός δί­πλα στο πη­γά­δι του Ι­α­κώβ, μιας και ε­κεί κα­τα­λύ­ει κά­θε ί­χνος της ε­βρα­ϊ­κής πα­ρα­δό­σε­ως, έ­τσι ό­πως την αν­τι­λαμ­βα­νό­ταν έ­νας μέ­σος σο­βα­ρός άν­θρω­πος.  Η συμ­πε­ρι­φο­ρά του Χρι­στού, α­θέ­α­τη α­π' τα μά­τια των πολ­λών, ά­φη­σε μό­νο τους μα­θη­τές με την α­πο­ρί­α.  Πώς εί­ναι δυ­να­τόν να κα­τα­λύ­ει κά­ποι­ος τα ή­θη της ε­πο­χής;  Πώς εί­ναι δυ­να­τόν κά­ποι­ος που θέ­λει να αυ­το­α­πο­κα­λεί­ται δι­δά­σκα­λος να τολ­μά­ει να μι­λά­ει με μια γυ­ναί­κα, η ο­ποί­α ή­ταν και αι­ρε­τι­κή και πόρ­νη;  Πώς εί­ναι δυ­να­τόν να κα­τα­λύ­ον­ται έ­τσι τα ή­θη του Ισ­ρα­ήλ, με τό­ση πολ­λή ευ­κο­λί­α;

         Η σκη­νή εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή.  Εί­ναι με­ση­μέ­ρι, δεν εί­ναι η ώ­ρα που φυ­σι­ο­λο­γι­κά πη­γαί­νουν οι γυ­ναί­κες για να πά­ρουν νε­ρό α­πό το πη­γά­δι.  Ό­πως ξέ­ρου­με κι α­π' τα δι­κά μας τα χω­ριά οι ώ­ρες για να πά­ει κα­νείς να αν­τλή­σει νε­ρό ήταν οι πρω­ι­νές ή α­πο­γευ­μα­τι­νές, ό­ταν δεν υ­πάρ­χει ο ή­λιος ο δυ­να­τός κι έ­τσι μπο­ρεί αυ­τή η κο­πι­α­στι­κή ερ­γα­σί­α να γί­νει πιο ξεκούραστα.  Κι ε­κεί θα συ­ναν­τη­θούν, ό­πως συ­ναν­τι­όν­του­σαν τα πα­λιά τα χρό­νια οι γυ­ναί­κες να μι­λή­σουν, να πουν τα δι­κά τους, μα­κριά α­πό τ' αυ­τιά των αν­δρών.  Εί­ναι με­ση­μέ­ρι κι ο Χρι­στός περ­νά­ει α­πό ε­κεί.  Και υ­πάρ­χει αυ­τή η γυ­ναί­κα που προ­φα­νώς εί­χε πά­ει με­ση­μέ­ρι για να μην συ­ναν­τή­σει τις άλ­λες γυ­ναί­κες.  Δεν θέ­λει να εί­ναι μα­ζί τους για­τί α­πλού­στα­τα δεν την θέ­λουν και ε­κεί­νες.  Τι θα μπο­ρού­σαν να κά­νουν με μια γυ­ναί­κα που εί­χε πέν­τε άν­τρες πριν και κά­θε φο­ρά δεν ή­τα­νε ε­πί­ση­μα μνη­στευ­μέ­νη κα­τά την πα­ρά­δο­ση του Ισ­ρα­ήλ;  Το ί­διο θα έ­κα­νε και η δι­κή μας κοι­νω­νί­α.  Ας μην σκί­ζου­με τα ρού­χα μας για τους Ε­βραί­ους.

         Αυ­τή την γυ­ναί­κα, λοι­πόν, που πά­ει το με­ση­μέ­ρι να γε­μί­σει νε­ρό συ­ναν­τά­ει ο Χρι­στός.  Κι ο πα­ρα­λο­γι­σμός αρ­χί­ζει.  Της μι­λά­ει ε­νώ εί­ναι Σα­μα­ρεί­τι­δα.  Να θυ­μί­σου­με  ό­τι η Σα­μά­ρεια βρι­σκό­ταν στο κέν­τρο της Παλαιστίνης και πως οι Σαμαρείτες, επειδή κατά καιρούς είχαν δεχτεί διάφορες ειδωλολατρικές επιδράσεις πάνω σε θρησκευτικά ζητήματα, ήταν απομονωμένοι και οι Ιουδαίοι τους περιφρονούσαν.  Έ­τσι λοι­πόν δεν ήθε­λαν να έ­χουν κα­μί­α σχέ­ση μα­ζί τους.  Οι Ισ­ρα­η­λί­τες, ό­πως λέ­ει η Γρα­φή δεν έ­χουν κα­μί­α σχέ­ση με τους Σα­μα­ρεί­τες, δεν πρέ­πει να μι­λά­νε μα­ζί τους.

         Με μί­α Σα­μα­ρεί­τισ­σα, λοι­πόν, ε­πι­λέ­γει, κόντρα στην η­θι­κή της ε­πο­χής να μι­λή­σει ο Χρι­στός.  Με μία αιρετική που ή­ταν γυ­ναί­κα, με την ο­ποί­α πο­τέ δεν θα έ­πια­νες μια κου­βέν­τα θε­ολογική, γι' αυ­τό ε­ξάλ­λου και οι γυ­ναί­κες δεν μπο­ρού­σαν να μι­λή­σουν στις συ­να­γω­γές, δεν ε­πι­τρε­πό­ταν.  Ο λό­γος βέ­βαι­α κα­θό­λου θε­ο­λο­γι­κός δεν εί­ναι.  Εί­ναι δι­ό­τι σε μια τό­σο αν­δρο­κρα­τού­με­νη κοι­νω­νί­α ό­πως ή­ταν η αρ­χαί­α κοι­νω­νί­α, θε­ω­ρού­σαν ό­τι η γυ­ναί­κα ή­ταν κατώτερη από τον άνδρα, συ­νε­πώς δεν εί­χε κα­νέ­να λό­γο να μι­λά­ει.  Επιπλέον αυτή εδώ η γυναίκα ήταν αμαρτωλή, αφού εί­χε στην ζωή της πολ­λούς άν­τρες, δη­λα­δή ή­ταν στο πε­ρι­θώ­ριο της κοι­νω­νί­ας.

         Αυ­τήν λοιπόν δι­α­λέ­γει να μι­λή­σει ο Χρι­στός και να κά­νει έ­ναν α­πό τους πιο ση­μαν­τι­κούς και γνω­στούς δι­α­λό­γους του Ευ­αγ­γε­λί­ου.  Την πλη­σιά­ζει και της μι­λά­ει μα ε­κεί­νη δεν κα­τα­λα­βαί­νει.  Το πα­ρά­λο­γο συ­νε­χί­ζε­ται.  Δεν ή­ταν δι­α­νο­ού­με­νη, δεν ή­ταν δι­α­βα­σμέ­νη, δεν ή­ξε­ρε πολ­λά.  Το αν­τί­θε­το.  Της μι­λά­ει ο Χρι­στός για νε­ρό που θα της δώ­σει αι­ώ­νια ζω­ή κι ε­κεί­νη δεν κα­τα­λα­βαί­νει τί­πο­τα.  Νο­μί­ζει ό­τι εί­ναι έ­να νε­ρό συ­νη­θι­σμέ­νο.  Της μι­λά­ει για το «ύ­δωρ το ζων», το ζων­τα­νό νε­ρό, που με­τα­τρέ­πει τον άν­θρω­πο χά­ρι­τι Θε­ού σε ά­γιο και εκείνη δεν κα­τα­λα­βαί­νει.  Και στην συ­νέ­χεια, ό­ταν πεί­θε­ται ό­τι με το νε­ρό του Κυ­ρί­ου θα ξε­δι­ψά­σει για πάν­τα, αυ­τό το βλέ­πει πά­λι πρα­κτι­κά.  Ω­ραί­α, λέ­ει, ας το πι­ω αυ­τό το μα­γι­κό νε­ρό που μου λες κι έ­τσι ε­γώ θα ξε­δι­ψά­σω για πάν­τα και δεν θα χρει­ά­ζε­ται να ξα­νάρ­χο­μαι ε­δώ, να κου­ρά­ζο­μαι στο πη­γά­δι και να συ­ναν­τά­ω και τα ει­ρω­νι­κά βλέμ­μα­τα των άλ­λων γυ­ναι­κών.  Για­τί, λοι­πόν, μι­λά­ει ο Χρι­στός μα­ζί της;

         Ο λό­γος βέ­βαι­α για τον υ­πο­ψι­α­σμέ­νο στον ευ­αγ­γε­λι­κό λό­γο εί­ναι σα­φής.  Ο Χρι­στός δεν ήρ­θε για να σώ­σει κα­νέ­να δί­και­ο - ακόμα και σή­με­ρα που μι­λά­με και που εί­ναι ε­δώ α­νά­με­σά μας.  Αν κά­ποι­ος α­πό ε­μάς με πρώ­το ε­μέ­να που σας μι­λώ θε­ω­ρεί ό­τι εί­ναι δί­και­ος, ξε­χά­στε ό­τι ήρ­θε για ε­μάς.  Ήρ­θε για τους α­μαρ­τω­λούς.  Ήρ­θε για ε­κεί­νους που έ­χουν συ­ναί­σθη­ση της α­δυ­να­μί­ας τους.  Ήρ­θε για ε­κεί­νους που εί­τε εί­ναι πολ­λά χρό­νια στην πί­στη ή ε­λά­χι­στα, εί­τε για ε­κεί­νους που εί­ναι α­μαρ­τω­λοί, εί­τε για ε­κεί­νους που αι­σθά­νον­ται ή νο­μί­ζουν ό­τι εί­ναι α­να­μάρ­τη­τοι, έ­χουν ό­μως μια συ­ναί­σθη­ση: Ό­τι εί­ναι τυ­φλοί, ό­τι εί­ναι πα­ρά­λυ­τοι.

         Ο Χρι­στός ήρ­θε για κά­θε άν­θρω­πο που βα­θιά μέ­σα στην ψυ­χή του, ό,τι κι αν έ­χει κά­νει ή δεν έ­χει κά­νει, έ­χει πεί­να και δί­ψα για την α­λή­θεια.  Ού­τως ή άλ­λως για τους Πα­τέ­ρες της εκ­κλη­σί­ας η Σα­μα­ρεί­τι­δα προ­τυ­πώ­νει τον άν­θρω­πο τον πε­πτω­κό­τα.  Τον άν­θρω­πο αυ­τόν, ο ο­ποί­ος μπο­ρεί να τα έ­χει κά­νει ό­λα, να έ­χει πέ­σει πο­λύ χα­μη­λά, αλ­λά έ­χει μέ­σα του κά­τι.  Έ­χει έ­να μυ­στι­κό που δεν μπο­ρούν να το δουν οι άλ­λοι άν­θρω­ποι αλ­λά ο Θε­ός το βλέ­πει.  Ποι­ο εί­ναι αυ­τό;  Η προ­αί­ρε­ση.  Αυ­τό βλέ­πει μέ­σα στην καρ­διά της Σα­μα­ρεί­τι­δος ο Χρι­στός.  Την προ­αί­ρε­ση.  Την ε­πι­θυ­μί­α δη­λα­δή να ξε­φύ­γει α­πό αυ­τό που εί­ναι.  Να ξε­φύ­γει και ν' α­κο­λου­θή­σει τον Θε­ό.  Να υ­περ­βεί δη­λα­δή τα πα­ρα­δε­δο­μέ­να αν­θρώ­πι­να και να πά­ει ε­κεί που η ψυ­χή του αν­θρώ­που διαρκώς δι­ψά­ει.  Ό­ταν στα­μα­τή­σει να πι­στεύ­ει στα ε­πί­γεια, στα πρό­σκαι­ρα, στα μά­ται­α, στα πο­λι­τι­κά, στα κοι­νω­νι­κά, στα λε­φτά, στα υ­λι­κά.  Ό­ταν τα­πει­νω­θεί, ό­πως τα­πει­νω­νό­μα­στε ε­μείς σε τού­τη ε­δώ την ε­πο­χή και πει "ξέ­ρε­τε, δεν μπο­ρώ να εί­μαι άλ­λο έ­τσι.  Θέ­λω να ξε­δι­ψά­σω με ύ­δωρ αλ­λό­με­νον και ζω­ήν αι­ώ­νιον".

         Kyriaki Samareitidos 2Κι αν υ­πάρ­χει, να πού­με εν πα­ρεν­θέ­σει, μια με­γά­λη θλί­ψη για την ε­πο­χή μας δεν εί­ναι για­τί το ε­κλο­γι­κό σώ­μα των νε­ο­ελ­λή­νων δεν ξέ­ρει τι ψη­φί­ζει.  Που να πά­ει, ποι­ον να εμ­πι­στευ­τεί, τι να ο­νει­ρευ­τεί για το αύ­ριο.  Αυ­τά με την λο­γι­κή μπο­ρεί να το­πο­θε­τη­θού­νε κά­πως.  Εί­ναι για­τί οι Έλ­λη­νες (το λέ­με και θα το λέ­με συ­χνά) που τους δό­θη­κε α­πό τον Θε­ό να εί­ναι ο λα­ός ε­κεί­νος που με τον πο­λι­τι­σμό του υ­πο­δέ­χθη­κε τον ευ­αγ­γε­λι­κό λό­γο, που δί­ψα­σε για το ύ­δωρ το αλ­λό­με­νο και την ζω­ήν αι­ώ­νιον, τώ­ρα δεν κά­νει τί­πο­τε άλ­λο α­πό το να πο­λι­τι­κο­λο­γεί θλιμ­μέ­νος - με­τά το με­γά­λο πα­νη­γύ­ρι της κα­τα­νά­λω­σης - και να αι­σθά­νε­ται α­πελ­πι­σμέ­νος.  Και να μην ξέ­ρει τι να πι­στέ­ψει και που να πά­ει.  Για­τί έ­χα­σε τον πό­θο για το ύ­δωρ το αλ­λό­με­νον εις ζω­ήν αι­ώ­νιον και πί­στε­ψε και πι­στεύ­ει α­κό­μη σε ε­πί­γει­ους πα­ρα­δεί­σους. 

         Κι αν υ­πάρ­χει κά­τι για να στε­να­χω­ρη­θού­με πέ­ρα α­πό τα ό­σα δει­νά θα έρ­θουν κι α­κό­μα δεν τα φαν­τα­ζό­μα­στε, για­τί τα βλέ­που­με μι­κρο­πο­λι­τι­κά, εί­ναι για­τί ο μέ­σος άν­θρω­πος έ­χει φτά­σει σ' έ­να μη­δε­νι­σμό, σ' έ­να α­γνω­στι­κι­σμό, σε μια άρ­νη­ση του Θε­ού, τε­λι­κά στην άρ­νη­ση της α­λή­θειας.  Κα­νείς δεν εν­δι­α­φέ­ρε­ται για να μά­θει την α­λή­θεια.  Α­κό­μα κι ε­μείς πολ­λές φο­ρές που εί­μα­στε μέ­σα στην πη­γή δεν θέ­λου­με να πι­ού­με.  Λέ­με, «πι­στεύ­ω, ξέ­ρω, γνω­ρί­ζω, δεν χρει­ά­ζον­ται άλ­λα, τα έ­μα­θα ό­λα, δεν χρει­ά­ζον­ται πολ­λά πολ­λά».  Κα­ταρ­γού­με έτσι το ευ­αγ­γέ­λιο, το α­κυ­ρώ­νου­με.  Ζού­με στην ε­πο­χή της ψευ­δαί­σθη­σης της γνώ­σης.  Ζού­με στην ε­πο­χή της α­νο­η­σί­ας, δη­λα­δή της έλ­λει­ψης νο­ή­μα­τος.

         Να για­τί μί­α γυ­ναί­κα ε­λευ­θε­ρί­ων η­θών, θα λέ­γα­με, μας βά­ζει τα γυα­λιά. Για­τί στο τέ­λος αυ­τού του σου­ρε­α­λι­στι­κού δι­α­λό­γου ο Χρι­στός της λέ­ει τι έ­χει κά­νει στην ζωή της.  Και τό­τε α­νοί­γει η ψυ­χή της.  Κά­ποι­ος άν­θρω­πος που της μι­λά­ει, που έ­χει κύ­ρος, ε­νώ βλέ­πει ό­τι εί­ναι και γυ­ναί­κα και ε­λευ­θε­ρί­ων η­θών και Σα­μα­ρεί­τι­δα, της λέ­ει το πα­ρελ­θόν της.  Κι ε­κεί α­νοί­γει η ψυ­χή της. Δεν εί­ναι η συμ­πε­ρι­φο­ρά ε­νός μέν­τιουμ ή ε­νός μά­γου που την εν­τυ­πω­σιά­ζει. Εί­ναι κά­ποι­ος που πρώ­τ' α­π' ό­λα την τί­μη­σε.  Την τί­μη­σε με το να της μι­λά­ει. Κι ε­κεί­νη να μην κα­τα­λα­βαί­νει αλ­λά Ε­κεί­νος να της ε­ξη­γεί.  Κι ε­κεί­νη να μην κα­τα­λα­βαί­νει αλ­λά Ε­κεί­νος να ξα­να­ε­πι­μέ­νει. 

         Κι έ­τσι, λοι­πόν, ό­ταν κα­τα­λά­βει ό­τι πρό­κει­ται για έ­ναν άν­θρω­πο δι­α­φο­ρε­τι­κό τι κά­νει; Του λέ­ει αυ­τή την ε­ρώ­τη­ση: Της την χρω­στά­με στην ι­στο­ρί­α.  Ό­σοι άν­θρω­ποι θέ­λου­με να πλη­σι­ά­σου­με στον Θε­ό την χρω­στά­με στη Σα­μα­ρεί­τι­δα, ό­πως της χρω­στά­με και πολ­λά άλ­λα.  Ό­ταν έρ­θει, λέ­ει, ε­κεί­νη η ώ­ρα που θα φτά­σει ο Μεσ­σί­ας που θα προ­σκυ­νά­με;  Στον δι­κό σας το να­ό των Ισ­ρα­η­λι­τών ή στον δι­κό μας;  Οι Σα­μα­ρεί­τες εί­χαν κτί­σει έ­να να­ό στο ό­ρος Γα­ρι­ζίν, βρι­σκό­ταν στη Σα­μά­ρεια και ή­ταν α­φι­ε­ρω­μέ­νος στον Θε­ό του Ισ­ρα­ήλ.  Αυ­τό ό­μως εί­χε ε­ξορ­γί­σει τους Ε­βραί­ους.  Για­τί;  Για­τί κα­τά το νό­μο του Μω­ϋ­σέ­ως έ­νας μό­νο να­ός μπο­ρού­σε να υ­πάρ­χει για να τι­μά­ται ο Θε­ός.  Μό­νο ο να­ός του Σο­λο­μών­τος, που αρ­γό­τε­ρα ο­νο­μά­στη­κε να­ός του Η­ρώ­δη.  Ό­λα τα άλ­λα ή­ταν συ­να­γω­γές που ε­πι­τρε­πό­ταν α­πό το νό­μο.  Ο να­ός ή­ταν έ­νας.

         Kyriaki Samareitidos 3Η Σα­μα­ρεί­τι­δα, λοι­πόν, χω­ρίς να το κα­τα­λα­βαί­νει ξα­να­προ­κα­λεί τον «ε­βραί­ο» Χρι­στό.  Εί­ναι σαν να του λέ­ει "κι ο δι­κός μας ο να­ός κα­λός εί­ναι, κι ε­μείς κα­λοί εί­μα­στε".  Τι α­πάν­τη­ση θα πε­ρί­με­νε;  Να την βρί­σει προ­φα­νώς, να της μι­λή­σει ά­σχη­μα.  Να την ­πεί αι­ρε­τι­κή.  Ό­χι.  Της α­παν­τά­ει πο­λύ ψύ­χραι­μα, πο­λύ γλυ­κά.  Και δί­νει την α­πάν­τη­ση και πρέ­πει ό­λοι να θυ­μό­μα­στε.  Ού­τε ε­δώ, ού­τε ε­κεί.  Δεν προ­σκυ­νεί­ται ο Θε­ός μέ­σα σε να­ούς.  Ο Θε­ός προ­σκυ­νεί­ται εν πνεύ­μα­τι και α­λη­θεί­α.

         Κι ε­μείς με το να Τον θυ­μό­μα­στε την Κυ­ρια­κή μεταξύ 7-10 ή άλ­λοι 9-10, έ­χου­με μια πο­λύ με­γά­λη ψευ­δαί­σθη­ση.  Τον Χρι­στό δεν Τον συ­ναν­τά­με την Κυ­ρια­κή στο να­ό.  Την Κυ­ρια­κή στο να­ό συ­ναν­τά­με τους α­δερ­φούς μας και συμ­προ­σευ­χό­μα­στε ό­λοι μα­ζί κα­τά τον κα­θα­για­σμό των Τι­μί­ων Δώ­ρων και τρώ­με το Σώ­μα Του και πί­νου­με το Αί­μα Του για­τί θέ­λου­με να ζή­σου­με την ζω­ή Του.  Αν δεν Τον συ­ναν­τά­με ό­μως ό­λη την ε­βδο­μά­δα εν Πνεύ­μα­τι και Α­λη­θεί­α, ού­τε την Κυ­ρια­κή Τον συ­ναν­τά­με.  Μάλλον κο­ρο­ϊ­δευ­ό­μα­στε.

         Εν πνεύ­μα­τι και α­λη­θεί­α, της α­παν­τά.  Ά­σε τους να­ούς.  Ά­σε τον τύ­πο. Και κοί­τα έ­να πράγ­μα στην ζω­ή σου.  Εν πνεύ­μα­τι και α­λη­θεί­α να πι­στεύ­εις. Βλέ­που­με συ­νε­χώς τον Χρι­στό να το το­νί­ζει σε ό­ποι­ον συ­ναν­τά­ει.  «Εί­μαι η Ο­δός», λέ­ει, «η Α­λή­θεια και η Ζω­ή».  Κά­τι ξε­χα­σμέ­νο στις μέ­ρες μας α­κό­μα και α­πό ε­μάς τους θρη­σκευ­ο­μέ­νους.  Δεν λέ­ει, εί­μαι ο τύ­πος, ο νό­μος.  Δεν λέ­ει ο κα­θω­σπρέ­πει, ο η­θι­κός.  Εί­χαν ει­πω­θεί ό­λα αυ­τά.  Λέ­ει: «η Ο­δός, η Α­λή­θεια και η Ζω­ή».  Εί­μαι ο δρό­μος που ο­δη­γεί στην α­λή­θεια για να γί­νει η ζω­ή σας όν­τως ζω­ή.  Πό­σοι άν­θρω­ποι σή­με­ρα το θυ­μό­μα­στε αυ­τό;  Και α­πό ε­μάς τους ί­διους λέ­ω, για να μην λέ­με για τους άλ­λους.  Έ­χουν φτά­σει πά­ρα πολ­λοί άν­θρω­ποι να έ­χουν ταυ­τί­σει την Εκ­κλη­σί­α με την υ­πο­κρι­σί­α.  Να έ­χουν ταυ­τί­σει την Εκ­κλη­σί­α με το νό­μο και τον τύ­πο.  Και πολ­λές φο­ρές ε­μείς τους ε­πι­βε­βαι­ώ­νου­με αν­τί να τους δι­α­ψεύ­δου­με.  Έ­χουν φτά­σει κά­ποι­οι να θε­ω­ρούν τους αν­θρώ­πους τής Εκ­κλη­σί­ας, δη­λα­δή ε­μάς, ό­χι μό­νο τους ι­ε­ρείς, ό­λους μας, σαν να εί­μα­στε κά­ποι­οι η­θι­κο­λό­γοι που α­πλώς φω­νά­ζου­με και κραυ­γά­ζου­με και ου­σί­α δεν έ­χου­με.

         Kyriaki Samareitidos 4Εί­ναι η Ο­δός, η Α­λή­θεια και η Ζω­ή.  Αυ­τό που τό­σα χρό­νια ε­μείς το ψά­χνου­με στα κοι­νω­νι­κά συ­στή­μα­τα και κά­ποι­οι θα το ξα­να­ψά­ξουν α­π' ό­τι βλέ­που­με και το ε­πι­θυ­μούν.  Δι­α­φό­ρων ει­δών συ­στή­μα­τα.  Εί­ναι η Ο­δός, η Α­λή­θεια και η Ζω­ή.  Ό­χι ο δρό­μος προς το "κα­τα­να­λώ­νω ά­ρα υ­πάρ­χω", αλ­λά ο δρό­μος προς το "γνώ­σε­σθε την α­λή­θεια και η α­λή­θεια ε­λευ­θε­ρώ­σει υ­μάς". Αυ­τό εί­ναι το «ύ­δωρ το ζων» που ει­σά­γει στην αι­ώ­νια ζω­ή.

         Ό,τι ει­πώ­θη­κε στη Σα­μα­ρεί­τι­δα λέ­γε­ται και σ' ε­μάς ε­τού­τη την στιγ­μή. Ό,τι λέ­γε­ται κά­θε στιγ­μή στον ευ­αγ­γε­λι­κό λό­γο, θα πρέ­πει να θυ­μό­μα­στε έ­να πράγ­μα: Για ε­μάς λέ­γε­ται.  Για ό­λους μα­ζί και τον κα­θέ­να μας ξε­χω­ρι­στά.  Ό­χι για να τ' α­κού­σου­με και με­τά να κου­νή­σου­με το δά­χτυ­λο στους άλ­λους και να πού­με "κοί­τα τι α­μαρ­τω­λοί που εί­στε".   Αλ­λά για να σκύ­ψου­με το κε­φά­λι και να πού­με "αυ­τή την ο­δό την περ­πα­τά­ω;  Την α­λή­θεια την α­να­ζη­τώ;  Την ζω­ή Του την κά­νω ζω­ή μου ή εί­μαι α­πλώς έ­νας πα­θη­τι­κός τη­λε­θε­α­τής που ό,τι μου σερ­βί­ρει έ­νας δη­μό­σιος λό­γος α­νό­η­τος ε­γώ τον χά­φτω και την Κυ­ρια­κή πά­ω και στην εκ­κλη­σί­α για να έ­χω έ­να άλ­λο­θι στη συ­νεί­δη­σή μου;"

         Να α­κο­λου­θή­σου­με τον δρό­μο της Σα­μα­ρεί­τι­δας δεν εί­ναι α­στεί­α προ­τρο­πή.  Σύμ­φω­να με την πα­ρά­δο­ση, η Σα­μα­ρεί­τι­δα εί­ναι η Α­γί­α Φω­τει­νή.  Εί­ναι η γυ­ναί­κα αυ­τή που πρώ­τα ξε­σή­κω­σε το χω­ριό της.  Σκε­φτεί­τε τι πε­ρι­φρό­νη­ση θα της εί­χαν κι ό­μως την ά­κου­σαν κι έ­τρε­ξαν ό­λοι.  Πό­σο πει­θώ θα εί­χε αυ­τό που συ­νέ­βη μέ­σα της.  Και στην συ­νέ­χεια μ' αυ­τή την δύ­να­μη, μ' αυ­τό το πά­θος, με το ί­διο πά­θος που πριν ή­ταν στην α­μαρ­τί­α ρί­χτη­κε στην ι­ε­ρα­πο­στο­λή.  Σπουδαίο το συ­να­ξά­ρι της, πο­λύ με­γά­λο.  Πως έ­στρε­ψε τα παι­διά της στο Χρι­στό, πως ό­λοι μα­ζί με­τέ­στρε­ψαν πά­ρα πο­λύ κό­σμο, πως μαρ­τύ­ρη­σαν ό­λοι μα­ζί.  Να για­τί εί­ναι πα­ρά­δειγ­μα η Φω­τει­νή, η Σα­μα­ρεί­τις, η Α­γί­α Φω­τει­νή. Πα­ρά­δειγ­μα για μας τώ­ρα.  Που κα­θό­μα­στε θλιμ­μέ­νοι, στε­να­χω­ρη­μέ­νοι, μπερ­δε­μέ­νοι, θυ­μω­μέ­νοι, α­πο­γο­η­τευ­μέ­νοι και πο­λι­τι­κο­λο­γού­με με τις ώ­ρες.

         Να ποι­α εί­ναι η πο­λι­τι­κή πρά­ξη η πραγ­μα­τι­κή για τον χρι­στια­νό.   Περ­νά­ει μέ­σα α­πό την καρ­διά του, α­π' την χά­ρη του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος κι α­πό την πρά­ξη που θα έ­χει στο πε­ρι­βάλ­λον του.  Για σκε­φτεί­τε να έ­λε­γε η Α­γί­α Φω­τει­νή (δεν εί­ναι α­στεί­ο αυ­τό που θα σας πω) "θα πρέ­πει να βρού­με έ­να κόμ­μα, να το ψη­φί­σου­με, να εκ­προ­σω­πεί το Ισ­ρα­ήλ, να δι­ώ­ξει τους Ρω­μαί­ους και με­τά ό­λα θα εί­ναι ω­ραί­α και κα­λά".  Καλό είναι κι αυτό, αλ­λά εκείνη έπραξε αυ­τό που δεν κά­νου­με ε­μείς: Άρ­χι­σε πρώ­τ' α­π' ό­λα α­π' τα παι­διά της.  Α­π' το πε­ρι­βάλ­λον της.  Πιο σω­στά, άρ­χι­σε α­πό τους χω­ρια­νούς της α­κό­μα κι ό­ταν ή­ταν α­μαρ­τω­λή και κα­τά­πτυ­στη.  Και με­τά την οι­κο­γέ­νειά της.  Και κα­τά­φε­ρε κι έ­κα­νε τα παι­διά της λε­βέν­τες.  Και με­τά με­τέ­στρε­ψε κό­σμο πο­λύ.  Αυ­τή εί­ναι η πο­λι­τι­κή πρά­ξη η πραγ­μα­τι­κή.  Αν­τί να πε­ρι­μέ­νω, να σκέ­φτο­μαι, να συ­ζη­τά­ω και να περ­νά­ω τις ώ­ρες μου μπρο­στά στο χα­ζο­κού­τι, ν' αρ­χί­σω ε­δώ και τώ­ρα να αλ­λά­ζω ε­γώ και μα­ζί μου να α­κο­λου­θού­νε κι άλ­λοι.  Ει­ρή­νευ­σε ε­σύ και θα ει­ρη­νεύ­σουν και οι άλ­λοι γύ­ρω σου.  Α­γά­πα ε­σύ και θα α­γα­πή­σουν και οι άλ­λοι.  Ζή­σε ε­σύ και θα ζή­σουν και οι άλ­λοι.

         Kyriaki Samareitidos 5Ας αναζητήσουμε αυ­τό «το ύ­δωρ το αλ­λό­με­νον εις ζω­ήν αι­ώ­νιον» που υ­πο­σχέ­θη­κε ο Χρι­στός σε ό­ποι­ον Τον α­κο­λου­θεί.  Ας ζη­τή­σου­με να μας το δώ­σει.  Και εν «Πνεύ­μα­τι και Α­λη­θεί­α» να Τον α­να­ζη­τή­σου­με ό­σο σκο­τει­νό και να αι­σθα­νό­μα­στε το πε­ρι­βάλ­λον γύ­ρω μας.  Για­τί το φως ε­κεί­νο που έ­νι­ω­σε η Σα­μα­ρεί­τι­δα, που έ­βλε­παν οι Α­πό­στο­λοι και που φούν­τω­σε μέ­σα τους κα­τά την η­μέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής, για μας εί­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νο.  Φτά­νει να το θέ­λου­με.  Φτά­νει να μην εί­μα­στε σαν ε­κεί­νους τους πρω­τα­γω­νι­στές της πα­ρα­βο­λής που μοι­ά­ζου­με πο­λύ συ­χνά, που κά­θε φο­ρά που μας κα­λεί ο Κύ­ριος στη Βα­σι­λεί­α Του ε­μείς λέ­με "α­γό­ρα­σα βό­δι, έ­χω πά­ρει χω­ρά­φι, παν­τρεύ­ω το παι­δί μου".  Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι έ­τσι εί­μα­στε.

         Αλ­λά τα α­δύ­να­τα στους αν­θρώ­πους εί­ναι πο­λύ δυ­να­τά στον Θε­ό.  Κι έ­τσι, ό­πως η Σα­μα­ρεί­τι­δα, την ο­ποί­α την ο­νο­μά­ζει η Εκ­κλη­σί­α Ι­σα­πό­στο­λο (προ­σέξ­τε με­γά­λη τι­μή!), ι­σα­πό­στο­λος αυ­τή η «τι­πο­τέ­νια» γυ­ναί­κα, σε ε­μάς που εί­μα­στε βα­πτι­σμέ­νοι, που έ­χου­με στην καρ­διά μας έ­να μι­κρό σκίρ­τη­μα, αν θε­λή­σου­με να γί­νου­με κι ε­μείς σαν τη Σα­μα­ρεί­τι­δα δεν θα μας δώ­σει ο Θε­ός πα­ρα­πά­νω;  Ας το σκε­φτού­με, ας προ­βλη­μα­τι­στού­με, ας α­γα­πή­σου­με πα­ρα­πά­νω τον Χρι­στό, ας δού­με την μα­ται­ό­τη­τα του κό­σμου κι ας αλ­λά­ξου­με σή­με­ρα, τώ­ρα α­δερ­φοί μου.  Ας με­τα­νο­ή­σου­με δη­λα­δή.  Να δί­νει η χά­ρις του Θε­ού να ε­νι­σχυ­ό­μα­στε και να πο­ρευ­ό­μα­στε στην α­γί­α και με­γά­λη Πεν­τη­κο­στή.

Kyriaki Samareitidos 6

 

(Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα, http://taxiarhes.blogspot.com.cy, την Πέμπτη 17 Μαΐου 2012)

 

Περισσότερα Άρθρα …

  1. Λόγος εις την Κυριακή των Μυροφόρων
  2. Μέγα Σάββατο: Ο Νικητής του θανάτου
  3. Η Μεγάλη εβδομάδα – Το πάθος του Χριστού
  4. Η ελληνική παράδοση, ελπίδα για το μέλλον
  5. Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου (Λουκ. 1, 24-38)
  6. Κυριακή Γ΄ Νηστειών: Σταυροπροσκύνηση
  7. Β' Κυριακή Νηστειών - Αγ. Γρηγορίου Παλαμά
  8. Ἡ Ὀρθόδοξη εἰκόνα ὡς τόπος καὶ τρόπος πολλαπλῶν συναντήσεων

Σελίδα 290 από 366

  • 285
  • 286
  • 287
  • 288
  • 289
  • 290
  • 291
  • 292
  • 293
  • 294

Οι Nηστείες της Εκκλησίας

Πότε και πώς νηστεύουμε

  1. Επίκαιρα

Επικοινωνία

Διεύθυνση Μεγάλου Ναού: Δανάης 1, Έγκωμη, 2408, Λευκωσία

Διεύθυνση Μικρού Ναού: Αγίου Νικολάου 1, Έγκωμη, 2408, Λευκωσία

Τηλέφωνο: 22355300

Fax: 22590969

Email: agiosnikolaosengomis@gmail.com

Σύντομες Προσευχές

Ευχή εις τον φύλακα Άγγελον
Προσευχή του Αγίου Μακάριου του Αιγύπτιου
Προσευχή των Πατέρων της Όπτινα
Προσευχή του Όσιου Παΐσιου - Στήριξέ με Κύριε
Κύριε των Δυνάμεων
Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου
Η προσευχή της αγάπης

Υμνωδίες

Αγνή Παρθένε
Η ευχούλα
Κύριε των Δυνάμεων
Ανοίξτε μου την Εκκλησιά
Άνοιξη (ψαλτοτράγουδο)
Επιστροφή (ψαλτοτράγουδο)

Χρήσιμοι Συνδέσμοι

Εκκλησία της Κύπρου
Αποστολική Διακονία της Ελλάδος
Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού
"Νήσος Αγίων" Πύλη Εκκλησιαστικής Επικαιρότητας Κύπρου
"Παντοκράτωρ" Ιστοχώρος Διανομής Ορθόδοξου Πνευματικού Υλικού
Διαδικτυακό Περιοδικό "Πεμπτουσία"
Ι. Ν. Ζωοδόχου Πηγής, Μυτιλήνης
Ρομφαία

Copyright © 2009-2025. Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Έγκωμης. All Rights Reserved.
Powered by Νήσος Αγίων