Επίκαιρα
Ἀνάμεσα στὸν Τοῦρκο καὶ στὸν Φράγκο
Μέρες πού ’ναι τώρα, μὲ ὅσα ἐπώδυνα καὶ σκληρὰ βιώνουμε ὡς ἑλληνισμὸς στὸν τόπο τῆς ἱστορίας, μὲ τὴν πτώχευσή μας καὶ τὴ συνακόλουθη ἐξαθλίωση τῆς οἰκονομίας μας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀθλιότητα τὸν ἀμοραλισμὸ καὶ τὴ λυσσώδη ἐπιθετικότητα τῶν Εὐρωπαίων ἑταίρων μας, ἐπιστρέφω ξανὰ σὲ ἐκεῖνο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ποὺ ἔλεγε πὼς ὡς ὀρθόδοξοι Ἕλληνες εἴμαστε πάντοτε «ἀνάμεσα στὸν Τοῦρκο καὶ στὸ Φράγκο». Σκέφτομαι, λοιπόν, καὶ πάλι τὴν ἀναλγησία τῶν Δυτικῶν, ποὺ μεθόδευσαν ἄλλοτε τὴ λεηλασία καὶ τὴν παράδοση τοῦ Βυζαντίου στοὺς Ὀθωμανούς, ὕστερα ἀπὸ τὴ ληστρική τους ἐπέλαση στὴν Ἀνατολή. Σκέφτομαι τὴν ἐπαναλαμβανόμενη στὴν ἱστορία ἀθλιότητα καὶ μικρότητα μιᾶς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, ποὺ ἐξέπεσε πρὸ πολλοῦ σὲ ἕνα ἀπάνθρωπο οἰκονομικὸ μόρφωμα. Μὲ τὴν καταλήστευση καὶ τὴν ὑποταγὴ τῶν λαῶν. Μὲ τὸν ἐξευτελισμὸ καὶ τὴν ἐξαθλίωσή τους. Μὲ τὴν ἐξαφάνισή τους.
Ἡ ἱστορία, λοιπόν, ἐπαναλαμβάνεται ἐπωδύνως. Γυρίζω, ἔτσι, στὰ τοπία τῆς ἱστορίας καὶ ἀντιγράφω ὅσα ἀναφέρονται στὸν καημένο ἐκεῖνο αὐτοκράτορα Ἰωάννη Ε΄ τὸν Παλαιολόγο, ποὺ πῆρε τοὺς δρόμους τῆς Δύσεως γιὰ νὰ ἐπαιτήσει, ἴσως καὶ σώσει τὴν πατρίδα του, τὴν καταρρέουσα αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου. Ἴσως καὶ σώσει τὴν πτωχεύσασα πατρίδα μας ἀπὸ τοὺς προελαύνοντες Τούρκους. Εἰσπράττοντας, ὅμως, τὴν ἀναλγησία καὶ τὴν ἀδιαφορία καὶ τὸ χλευασμὸ τῶν Φράγκων. Διαβάζουμε, ἔτσι, γιὰ νὰ θυμόμαστε, αὐτὰ τὰ ἐλάχιστα συγκλονιστικά:
«Μετά τὴν παραίτηση τοῦ Ἰωάννη ΣΤ´ Καντακουζηνοῦ, ὁ Ιωάννης Ε´ ὁ Παλαιολόγος ξεκινᾶ τὴν αὐτόνομη διακυβέρνησή του μὲ ἐπιθετικὴ τακτική. Ἀποφάσισε ὅτι μοναδικὸς τρόπος ριζικῆς ἀντιμετώπισης τοῦ κινδύνου τῶν Τούρκων ἦταν ἡ ἐξολόθρευσή τους. Ἀρχικὰ ἀπευθύνθηκε στὸν Πάπα Ἰννοκέντιο τὸ 1355, ζητώντας στρατιωτικὴ βοήθεια, μὲ ἀντάλλαγμα τὴν ὑποταγὴ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας στὴ Ρώμη. Ἡ προσπάθειά του αὐτὴ δὲν εἶχε κανένα ἀποτέλεσμα, οὔτε ὡς πρὸς τὸ μέτωπο τῶν Τούρκων, ἀλλά οὔτε σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἐν τῷ μεταξύ, οἱ Τοῦρκοι προήλαυναν ἀκάθεκτοι στὴ Θράκη, τὴ Μακεδονία, τὴν Ἀλβανία, τὴ Σερβία καὶ τὴ Βουλγαρία.
Ὁ αὐτοκράτορας ἀποφάσισε τὸ 1364 νὰ ξεκινήσει νέα διπλωματικὴ προσπάθεια στὴ Δύση, ξεκινώντας ἀπὸ τὸ Λουδοβῖκο τῆς Οὐγγαρίας, στὸν ὁποῖο πῆγε αὐτοπροσώπως. Μιὰ τέτοια κίνηση θὰ ἦταν ἀδιανόητη γιὰ ἕναν Βυζαντινὸ Αὐτοκράτορα, ὄχι ὅμως γιὰ τὸν ἡγέτη τοῦ ὑπὸ κατάρρευση κράτους τοῦ 14ου αἰώνα. Ὁ Οὖγγρος ἡγεμόνας ζήτησε τὴν ἄμεση καὶ ἄνευ ὅρων ὑποταγὴ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ὡς προαπαίτηση γιὰ ὁποιαδήποτε συμφωνία. Γνωρίζοντας τὸ ἀνέφικτο μιᾶς τέτοιας δέσμευσης, ἔφυγε ἀπογοητευμένος, ἀλλά καθ' ὁδὸν τὸν περίμεναν νέα δεινά. Οἱ Βούλγαροι ἀρνήθηκαν νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν τὴ διέλευση, κρατώντας τον οὐσιαστικά ὅμηρο. Μόνο ἡ ἐπέμβαση τοῦ ἐξαδέλφου του Ἀμεδαίου τῆς Σαβοΐας τοῦ ἐξασφάλισε τὴν ἐπιστροφή.
Τὸ 1367 ξεκίνησε νέα περιοδεία. Προορισμός του ἡ Ρώμη, ὅπου ἦταν ἀποφασισμένος νὰ δηλώσει τὴν προσωπική του ὑποταγὴ στὴ ρωμαιοκαθολική ἐκκλησία, προκειμένου νὰ ἐξασφαλίσει κάποια βοήθεια. Στὴ Ρώμη ὑπέγραψε τις ἀπαραίτητες συμφωνίες καί, ὑποκλινόμενος, προσκύνησε τὸν πάπα Οὐρβανό. Ἦταν μιὰ προσωπική πράξη, ποὺ δὲν ἀποτελοῦσε δέσμευση γιὰ τὸ λαό του, πολλῷ, δε, μᾶλλον γιὰ τὴν ἔντονα ἀντιτιθέμενη Ὀρθόδοξη ἱεραρχία. Στὴ Ρώμη, ἄφησε ἀποστολή ἱεραρχῶν, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸ μοναχό Ἰωάσαφ, τὸν πρώην αὐτοκράτορα Ἰωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό, ἔνθερμο ὑποστηρικτὴ τῆς ἕνωσης.
Στὴν ἐπιστροφή του, πέρασε ἀπὸ τὴ Βενετία. Ἐκεῖ, ὁ Δόγης Ἀνδρέα Κονταρίνι τὸν φιλοξένησε ὑποτυπωδῶς. Στὶς συνομιλίες τους, συμφώνησαν τὴν ἐπιστροφὴ τῶν αὐτοκρατορικῶν κοσμημάτων καὶ κάποιες χρηματικὲς καὶ ναυτικὲς ἐνισχύσεις, μὲ ἀντάλλαγμα τὴ νῆσο Τένεδο… Κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς ἀναχώρησής του ἀπὸ τὴ Βενετία, διαπίστωσε ότι δὲν εἶχε κἂν ἀρκετά χρήματα γιὰ τὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς. Μόνο ἡ ἐσπευσμένη ἔλευση τοῦ άλλου γιοῦ του Μανουήλ, μετέπειτα αὐτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, μαζί μὲ ἱκανὸ ποσό, μπόρεσε νὰ τοῦ ἐξασφαλίσει τὴν ἐπιστροφή.»
Αὐτὰ λοιπόν, ἀπὸ τὰ τοπία τῆς ἱστορίας. Γιὰ νὰ θυμόμαστε. Ἀλλὰ καὶ γιὰ γνωρίζουμε, πῶς θὰ πρέπει νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὴν πατρίδα μας, χωρὶς ψευδαισθήσεις καὶ αὐταπάτες. Στῶμεν, λοιπόν, καὶ πάλιν καλῶς, ἐν Χριστῷ.
ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ