ΑΓΙΟY ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΝΗΜΗ
Βγαίνει, μέρα πού ’ναι, ὁ ἅγιος Βασίλειος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, θὰ μοῦ πεῖτε ποῦ ἡ Καισάρεια καὶ ποῦ ἡ Καππαδοκία, κι ὅμως ἡ Καισάρεια κι ἡ Καππαδοκία εἶναι ἐκεῖ, ἀπαστράπτουσες μέσα στὸ φῶς, βγαίνει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Βασίλειος, παντοῦ εἶναι ὁ ἅγιος Βασίλειος, φοράει ἐκεῖνα τὰ ἀπαστράπτοντα ἄμφιά του καὶ εἰσέρχεται λάμποντας στὸ φωταγωγημένο ναό του, σ’ ὅλους τοὺς ναοὺς ποὺ τὸν ἑορτάζουν εἰσέρχεται ὁ ἅγιος, κι ἐκεῖ στὴν ὁδὸ Μετσόβου, στὰ Ἐξάρχεια, πού ’ναι ναός του, κι ἐδῶ στὴν Κύπρο, στὴ Λευκωσία, καὶ στὸν Πειραιᾶ καὶ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὴν Τρίπολη καὶ στὸ Ἄργος καὶ στὸ Βόλο, παντοῦ, ὁλόλαμπρος εἶναι ὁ ἅγιος Βασίλειος, μέρα τῆς γιορτῆς του εἶναι, ἄλλωστε. Ψάλλουμε τὴ Λειτουργία του, «Βασιλείου, ἐπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, οὗ καὶ τὴν λειτουργίαν ἐτελέσαμεν», ἐκφωνεῖ ἢ μνημονεύει ὁ ἱερεὺς στὴν ἀπόλυση, στέκει στὸ ἅγιο Βῆμα, ἀγκαλιάζει τὸ πλῆθος μὲ τὴν ἀγάπη του, μιὰ ἀγκαλιὰ εἶναι ὁ λαμπροφόρος ἅγιος Βασίλειος, τὸ φῶς τοῦ προσώπου του τυλίγει ὅλους ἐμᾶς, ποὺ κρατᾶμε ἑορταστικὲς λαμπάδες,μὲς στὶς ψυχές μας. Κι ἔπειτα ψάλλουμε, μὲ φωνὲς χαρούμενες καὶ χαρμόσυνες, τὸ τροπάριό του: «Εἰς πᾶσαν τὴ γῆν εξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγο σου, διὸ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας, Βασίλειον ἱεράτευμα, πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθα ἡμῖν τὸ μεγα ἔλεος».
Ὁ ἅγιος Βασίλειος λαμπροφορεῖ, μέρα τῆς γιορτῆς του εἶναι, ἄλλωστε, ἄφησε τὴν Καππαδοκία, μυριάδες πιστῶν τὸν ἀκολουθοῦν, εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ κεκοιμημένοι τῆς Καππαδοκίας, μέσα στοὺς αἰῶνες, ἀπὸ τὰ τοπία τοῦ χρόνου ἐξέρχονται ὅλοι, εἶναι οἱ ἀσκητὲς καὶ οἱ μοναχοί, οἱ ἅγιοι, οἱ ὅσιοι, οἱ μάρτυρες, ἄνδρες γυναῖκες, παιδιά, βγαίνουν ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ κελιά, ἀπὸ τὶς σπηλιὲς τῆς γῆς, μέσα ἀπὸ ἄλλους δρόμους ἀόρατους κατεβαίνουν, ἀπὸ τὶς στάνες τους, ὅπως ἐκεῖνος ὁ Γιάννης ὁ βοσκός, ὁ ταπεινός, ὁ ἀθῶος τοῦ Φώτη Κόντογλου «Στὸ Βλογημένο μαντρί», μέσα ἀπὸ παγωμένες κορφές, δάση, πεδιάδες, μπροστὰ ὁ λαμπροφόρος ἅγιος, πίσω του τὸ πλῆθος, ποὺ ψάλλει ὕμνους ἑορταστικούς, πανηγυρικούς, ὕμνους αἰνέσεως.
Ὅλα λάμπουν, φῶς παντοῦ, οἱ Τοῦρκοι παραμερίζουν, ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ξένοι, ποὺ ξέρουν πὼς πατοῦν σὲ ξένα χώματα, σὲ χώματα ἁγιασμένα πατοῦν, χώματα ποὺ ἁγίασαν ἀπὸ τὰ βήματα ἐκείνων ποὺ τὰ περπάτησαν, βγαίνουν κι ἀπὸ τὶς κρύπτες τους οἱ χιλιάδες κρυπτοχριστιανοί, ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος εἶναι, ἀπὸ τὸν Πόντο, Ἀμάσεια Τραπεζοῦντα, Σινώπη, εἰσέρχεται λάμποντας ὁ ἅγιος στὴν ἐκκλησία τῆς Παναγίας τοῦ Σουμελᾶ, ἐκεῖ στὰ ἀπάτητα δάση, πιὸ πρὶν πέρασε Σινασό, Φάρασα, ἐκεῖ τὸν ὑποδέχθηκε ὁ ἅγιος Ἀρσένιος κι ὁ Γέρων Παΐσιος καὶ τόσοι ἄλλοι, περνᾶ Νικομήδεια, φτάνει στὴν Κωνσταντινούπολη, ἄγγελοι τὸν ἀκολουθοῦν, τὸν συνοδεύουν, ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ Παναγία, ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ τὸν ὑποδέχεται στὴν Πόλη, στὴν Κωνσταντινούπολη, μαζί της οἱ πατριάρχες ποὺ ἁγίασαν, κι ὁ λαός, ποὺ κοιμήθηκε μέσα στοὺς αἰῶνες, εἰσέρχεται ὁ ἅγιος λαμπροφόρος στὸ ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, τὴ μέρα τῆς γιορτῆς του. Φῶς παντοῦ καὶ χαρά. Ὁ ἅγιος μοιράζει τὴ χαρά του, ἀσθενεῖς θεραπεύονται, χωλοὶ περπατοῦν, παράλυτοι ἀνασταίνονται, καλύβες γίνονται ξαφνικὰ παλάτια, ἀγάπη καὶ ἔρωτας Θεοῦ καὶ καλοσύνη καὶ τρυφερότητα καὶ στοργή.
Ἔτσι περίερχεται ὁ ἅγιος τὴν ἁγιασμένη Μικρασία, περνᾶ στὴ Θράκη στὴν πατρίδα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, στὴ Σηλυβρία, περνᾶ στὴν ἀνοικτὴ θάλασσα, Ἴμβρο καὶ Τένεδο, στὰ σπαραγμένα ἐκεῖνα νησιά, μ’ ἐκείνους τοὺς κατατρεγμένους, τοὺς δεδιωγμένους Ἕλληνες, αὐτὸ κι ἂν εἶναι διωγμός, φτάνει στὴν Κύπρο στὴν Καρπασία στοὺς ἐγκλωβισμένους Ἕλληνες, ποὺ ἑτοιμάζονται νὰ τὸν ἑορτάσουν, νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ στὸ Ριζοκάρπασο καὶ στὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα.
Σκέφτομαι, μέρα πού ’ναι, τὸν Ἅγιο Βασίλειο, ποὺ πρέπει νὰ γελᾶ μὲ τὴν ἀνοησία μας, μὲ τὶς ἀθλιότητές μας, μ’ ἐκείνους ποὺ μᾶς τρέλαναν μὲ τὸ μασκαρεμένο ἅη-Βασίλη τῶν δώρων, πᾶνε καὶ ταξιδεύουν στὴ Λαπωνία νὰ βροῦν τὸ χωριό του, ὁ ἅγιος Βασίλειος ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας εἶναι ὅμως ἀλλοῦ, στὸν τόπο τοῦ ἁγιασμοῦ του εἶναι, μέσα στὸ φῶς, στὸν τόπο τῆς Καππαδοκίας, ποὺ στέκει εἰς τὸν αἰῶνα.
Καθόμαστε, τώρα, στὸ σπίτι μας ποὺ ἀναλήφθηκε, ἐδῶ καὶ χρόνια, ἔφθασε ὁ πατέρας κι ἡ μάνα μου, τ’ ἀδέλφια μου εἶναι ἐκεῖ, στὴν Κυθρέα εἴμαστε, ἡ μάνα μας ἔφτειαξε τὴ Βασιλόπηττα τοῦ ἁγίου, ἕνα μεγάλο ψωμί, μὲ μαστίχα καὶ ἀρωματικὰ καὶ σουσάμι, καὶ τὸ νόμισμα, ἕνα κέρμα ἔβαζε τότε ἡ μάνα μας, τὸ σπίτι μοσχομύριζε, κόβαμε, ἀφοῦ τὸ σταυρώναμε, ἔκοβε ὁ πατέρας κι ἔλεγε τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἁγίου, τῶν πεθαμένων μας, τοῦ νοικοκύρη, τῆς μάνας μας κι ἔπειτα σειρὰ ἐμεῖς, ποιός θὰ βρεῖ τὸ νόμισμα. Τότε δὲν τὸ καταλάβαινα, τώρα, ὅμως, εἶμαι σίγουρος πὼς καθόταν κι ὁ ἅγιος μαζί μας. Τὸ παραθύρι μας ἔβλεπε ἔξω στὸ περιβόλι, ποὺ ἔλαμπε στὸ φῶς μὲ τὰ πορτοκάλια του, οἱ λεμονιὲς κι οἱ μανταρινιὲς φορτωμένες, εὐλογία Θεοῦ, ἔβλεπε πρὸς τὸν οὐρανό, πρὸς τὸ φῶς, στὴν Ἀνατολὴ ἔβλεπε. Ἔφερνε κι ἡ μάνα μας αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασε γιὰ τὸ τραπέζι, χωρὶς τίποτε τὸ ξεχωριστό, ἀσφαλῶς ὄχι σὰν αὐτὰ ποὺ περιγράφουν τώρα οἱ τηλεοράσεις καὶ μᾶς τρελαίνουν, οὔτε τηλεόραση ὑπῆρχε οὔτε ραδιόφωνο εἴχαμε, ψάλλαμε καὶ τὸ τροπάριο τοῦ ἁγίου, κι ἔτσι γιορτάζαμε. Ἔτσι γιορτάζουμε καὶ σήμερα κι ἂς ἔφυγε ὁ πατέρας κι ἡ μάνα μου, εἴμαστε ὅλοι ἐκεῖ, στὸ σπίτι μας στὴν Κυθρέα, ποὺ εἶναι πιὰ στοὺς οὐρανούς, λάμποντας.
Βγαίνει λοιπόν, ὁ ἅγιος Βασίλειος τὴ μέρα τῆς γιορτῆς του, στοὺς δρόμους μὲ τοὺς πεινασμένους καὶ τοὺς ἄστεγους εἶναι, σκύβει καὶ τοὺς χαϊδεύει ἁπαλά, γεμίζει ξαφνικὰ ἡ ψυχή μας μιὰ ἀνείπωτη, μιὰπαραξενη ζεστασιά, μιὰ γαλήνη, ὁ ἅγιος Βασίλειος εἶναι στοὺς δρόμους τώρα, τί Ἀθήνα, τί Θεσσαλονίκη, τί Πάτρα, παντοῦ εἶναι, στὴ Λευκωσία, σκύβει πάνω ἀπὸ τοὺς ταπεινοὺς καὶ καραφρονενένους καὶ πονεμένους καὶ ἐξαθλιωμένους. Φοράει ἕνα ἁπλὸ ρᾶσο, ξεθωριασμένο, τριμμένο, εἶναι στοὺς δρόμους σὰν ταπεινὸς καλόγερος μὲ τὸ σκουφάκι του, σὰν ζητιάνος, διακονεύει ὁ ἅγιος, στέκει ἐκεῖ στὶς σκάλες τῆς Ὁμόνοιας, στὸν ὑπόγειο, καὶ ζητιανεύει γιὰ τοὺς φτωχούς, ἁπλώνει τὸ χέρι του, διακριτικά, ταπεινά. «Πῶς σὲ λένε;», ρωτοῦν οἱ περαστικοί. «Βασίλη», ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος. «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι;» «Ἀπὸ τὴν Καππαδοκία τῆς Μικρασίας», ἀπαντᾶ ξανὰ ὁ ἅγιος. Ἄλλοι ἀκοῦνε ἄλλα, «Ἀπὸ τὸν Πόντο εἶμαι». Ἄλλοι ἀκοῦνε «Ἀπὸ Ἀργυρόκαστρο εἴμαι». Ἄλλοι «Ἀπὸ Χειμάρρα», «Ἀπὸ Κορυτσᾶ», «Ἀπὸ Πετράλωνα», «Ἀπὸ Καλαμάτα», «Ἀπὸ Χανιά», «Ἀπὸ Λευκωσία». Κάποιοι ἀκοῦνε Ρουμανία, Βουλγαρία, Ρωσία, Συρία, Παλαιστίνη, Αἴγυπτο, ἀλλὰ καὶ Ἰρὰκ καὶ Πακιστὰν καὶ Σρὶ Λάνκα καὶ ἄλλα πολλὰ μέρη τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτοὺς ζητιανεύει ὁ ἅγιος Βασίλειος ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. «Ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ πεινασμένοι εἶναι», ἐξηγεῖ σὲ ὅσους ἀποροῦν, ποὺ ἕνας ἅγιος στέκει στὴ μέση τῆς πλατείας καὶ διακονεύει, ἀνήμερα τῆς γιορτῆς του.
Ἐν τῷ μεταξὺ τὰ λεωφορεῖα καὶ τὰ τροχοφόρα καὶ τὰ αὐτοκίνητα καὶ κόσμος πολύς, σκυφτός, μόνος, περνάει τοὺς δρόμους τῆς πόλης, ποὺ πάει νὰ σβήσει, μέσα στὸ κρύο καὶ στὴ βροχή, ἔρημη καὶ παγωμένη καὶ μόνη. Ἀπὸ μακριά, ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ἕνα φῶς ἀνεβαίνει καὶ μᾶς σκέπει τρυφερά. Εἶναι ὁ ἅγιος Βασίλειος, ποὺ ἑορτάζει μαζί μας τὴ μνήμη του. Ὁ ἅγιος Βασίλειος, ἐπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας.
31 Δεκεμβρίου 2012 - 1η Ἰανουαρίου 2013