Η εικόνα της Ανάστασης
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, στά πλαίσια τῶν μαθημάτων ἁγιογραφίας τῶν Ἁγίων εἰκόνων τῆς Ὀρθοδοξίας μας, πού ἔγινε τήν Παρασκευή 17-2-2006.
Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στή δική μας ἁγιογραφία ἀπεικονίζεται ὡς ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν Ἅδη, ὡς Κάθοδος στόν Ἅδη, γιατί τό γεγονός τό λειτουργικό τῆς νίκης πάνω στό θάνατο, λειτουργεῖται ἅμα τῷ θανάτῳ τοῦ Χριστοῦ πάνω στό Σταυρό. Πῆρε ἀνθρώπινη μορφή καί μόνος Του δέχεται θάνατο, πού σημαίνει ὅτι χωρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ὅπως συμβαίνει στό θάνατο ὅλων τῶν ἀνθρώπων, μέ τή μόνη διαφορά ὅτι [στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ] καί ἡ ψυχή Του καί τό σῶμα Του ἦταν ἑνωμένα ὑποστατικά μέ τή θεία φύση [Του]· αὐτό πού δέν συμβαίνει μέ μᾶς, ἀκριβῶς ἐπειδή ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τό Θεό. Ἐκεῖνος εἶναι Ἐκεῖνος ὅπου συγκρατεῖ τή συνάφεια ψυχῆς καί σώματος. Δηλαδή, ἄν πάρω [στό χέρι μου] δυό μολύβια, [καί ὑποθέσω] τό ἕνα εἶναι ἡ ψυχή καί τό ἄλλο εἶναι τό σῶμα, αὐτά εἶναι μαζί γιατί τά συγκρατεῖ καί τά δύο τό χέρι μου. Ἄν αὐτή ἡ ἑνότητα, πού λέγεται ἄνθρωπος ἐδῶ στό συμβολισμό μέ τά μολύβια, θελήσει οἰκείᾳ βουλήσει καί οἰκείῳ θελήματι νά φύγει ἀπό τό χέρι μου -εἶναι ἐλεύθερη νά τό κάνει- τότε θά διαλυθοῦν. Σημαίνει [ὅτι] ὁ Θεός ἔφτιαξε τόν ἄνθρωπο καί κρατοῦσε στά χέρια Του αὐτή τήν ἑνότητα. Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό ὁδηγεῖ στό θάνατο, πού σημαίνει [ὅτι] ὁ θάνατος [εἶναι ἡ] διάσταση ψυχῆς καί σώματος.
Στό Χριστό συμβαίνει τό ἴδιο γεγονός· ἔχει σῶμα καί ψυχή, ἀκριβῶς ὅπως εἶναι στόν ἄνθρωπο, σῶμα καί ψυχή. Τά συγκρατεῖ Ἐκεῖνος, ἀλλά ἐδῶ δέν ὑπάρχει περίπτωση νά φύγει ἀπό τόν ἑαυτό Του. Ἡ μόνη περίπτωση εἶναι ἡ παρέμβαση ἡ ἐξωτερική ἑνός φόνου [πού ἔγινε μέ τήν σταύρωσή Του]. Σέ αὐτή τήν περίπτωση, χωρίζεται μέν ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἀλλά καί τά δύο παραμένουν ὑποστατικά, μέ τό χέρι μου πού συμβολίζει [στό παράδειγμά μας] τή θεία φύση. Ἔτσι λοιπόν, [στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ] ὁ θάνατος εἶναι ἄλλου εἴδους θάνατος, ὅτι ὑπάρχει [μέν] διάσταση ψυχῆς-σώματος, ἀλλά ἀκολουθεῖ ἀνάσταση, γιατί αὐτά δέν ἔφυγαν μακριά ἀπό τήν ἕνωση μέ τόν Χριστό.
Αὐτό συμβαίνει καί σέ μᾶς. Ζώντας κοντά στήν Ἐκκλησία ἑνώνουμε τήν ψυχή καί τό σῶμα, σέ ὅλη μας τήν ὕπαρξη, μέ τό Θεό καί ἔτσι τό προσωρινό μας διάβα μέσα ἀπό τό θάνατο, κατά ἄκρα φιλανθρωπία καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ θάνατος εἶναι ἄκρα φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, θά ὁδηγήσει στό τέλος στήν ἕνωση, ἐπειδή θά εἴμαστε ἑνωμένοι· καί ἡ ψυχή μας καί τό σῶμα μέ τόν Χριστό. Βλέπετε, ἡ ψυχή πάει κοντά στό Χριστό καί εἶναι ἁγία ψυχή, προσδοκᾶ τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων καί τά σώματα, παρόλο πού εἶναι νεκρά σώματα καί διαλύονται, εἶναι ὅλα τά στοιχεῖα τοῦ σώματος ἑνωμένα μέ τό Θεό. Γι᾽ αὐτό βλέπετε τά σώματα τῶν ἁγίων λειψάνων βρύουν ἰάματα καί ἀναβλύζουν ἰάσεις καί ἀναβρύζουν εὐωδίες. Τί συμβαίνει πάνω σέ αὐτά τά ὑπολείμματα τοῦ σώματος, πάνω σέ ἐλάχιστα τμήματα ἀπό ὀστᾶ; Συμβαίνει ἡ Xάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τά κάνει νά ἔχουν καί ἄλλο χρῶμα καί νά βγάζουν ἰάματα καί νά ὑπάρχουν οἱ μυροβλύσεις.
Ἄρα λοιπόν, στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε τήν κατά τά ἀνθρώπινα μέτρα διάσταση ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ὄχι τή διάσταση ἀπό τή θεία φύση. Ἔτσι λοιπόν, ἡ νίκη πάνω στό θάνατο συμβαίνει ἀκριβῶς τήν ὥρα πού ἡ ψυχή πηγαίνει ὅπου πήγαιναν ὅλες οἱ ψυχές, στόν Ἅδη, ἀλλά σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί [γι᾿ αὐτό] νικιέται ὁ θάνατος, νικιέται ὁ σατανᾶς, ὁ ὁποῖος αὐτό δέν τό προσέμενε. Δέν εἶχε προσμονή ἤ προσδοκία ὅτι θά μποροῦσε κάποιος ἄνθρωπος νά τόν νικήσει. Γι᾽ αὐτό εἶχε πάντοτε ἀμφιβολία ἄν ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί γι᾽ αὐτό ἔσπρωξε τά πράγματα γιά νά Τόν δολοφονήσει. Πείστηκε σέ ἕνα σημεῖο πού δέν εἶναι Θεός κι ἐδῶ νικήθηκε. Αὐτή εἶναι ἡ στιγμή τῆς Καθόδου στόν Ἅδη.
Βέβαια, ἄλλη ἡ στιγμή τῆς Καθόδου στόν Ἅδη καί ἄλλη ἡ Ἀνάσταση, πού γίνεται τριήμερος. Προσέξτε, τριήμερος, ὄχι μετά ἀπό τρεῖς μέρες - τριήμερος. Προσέξτε, «τριήμερος ἀνέστη», ὄχι μετά ἀπό τρεῖς μέρες, γιατί τίς μέρες τίς μετρᾶμε, ὅταν μετρᾶμε, π.χ., ἄν ἕνα παιδί γεννήθηκε χθές, σήμερα εἶναι δύο ἡμερῶν. Ἡ πρώτη μέρα μετράει ὡς μέρα. Ὅταν διαβάζουμε τήν εὐχή τῆς ὀγδόης ἡμέρας τῆς γεννήσεως τοῦ παιδιοῦ, μετρᾶμε καί τήν πρώτη ἡμέρα. Ὅταν μετρᾶμε σαραντισμό, μετρᾶμε καί τήν πρώτη ἡμέρα. Ἄρα τριήμερος ἀνέστη: Παρασκευή, Σάββατο καί Κυριακή, «ὄρθρου βαθέος», «τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀνέστη». Ὄχι μετά ἀπό τρεῖς μέρες, κατά τά μέτρα τά ὡρολογιακά, ἀλλά τριήμερος ἀνέστη. Δέν μᾶς ἐνδιαφέρει τόσο πολύ αὐτή ἡ διάρκεια, ἀλλά τό μετρᾶμε ὡς τριήμερος, «τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀνέστη».
Ἔτσι λοιπόν, [σ᾿ αὐτήν τήν εἰκόνα τῆς Καθόδου τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη], ὑπάρχει ἡ στιγμή τῆς νίκης πάνω στόν Ἅδη ἅμα τῷ θανάτῳ τοῦ Χριστοῦ μας πάνω στό Σταυρό καί μετά, τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, ἔχουμε τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως.
Ἄν διαβάσετε τίς ὑποσημειώσεις τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου στό Πηδάλιο, λέει ὅτι εἶναι δύο διαφορετικά γεγονότα. Καί λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὅτι οἱ ἁγιογράφοι δέν πρέπει νά ἀπεικονίζουν τά γεγονότα μέ ἕνα γεγονός. Εἶναι πράγματι δύο διαφορετικά γεγονότα, ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία ἐπέλεξε τό δεύτερο γεγονός νά μήν τό ἀπεικονίζει -τό γεγονός τῆς ἐξόδου μέσα ἀπό τόν τάφο- καί ἐπέλεξε συλλογικά, συνοπτικά, γενικῶς τήν Ἀνάσταση νά τήν ἀπεικονίζει ἀπό τά προοίμιά της, γιατί ἀνάσταση σημαίνει νίκη πάνω στό θάνατο, δέν σημαίνει ἔξοδος ἁπλῶς ἀπό μιά δυσκολία. Ὑπάρχουν πολλοί Ὀρθόδοξοι συγγραφεῖς νά διαβάσετε, πού αὐτό τό γεγονός ἀλλιῶς τό πιάνουν, ἀλλά δέν μπορεῖ νά γίνει παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἔχει εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως ὡς ἔξοδος ἀπό τόν τάφο. Ἔχουμε [τήν εἰκόνα τῆς Καθόδου στόν Ἅδη]. Ἄσχετα οἱ μεταφορές καί τά δάνεια πού ἔγιναν μέσα ἀπό τό χῶρο τῆς Δύσης, ὅπου ἀπεικονίζονται καί στό Ἅγιον Ὄρος, μεταγενέστερα, ἀπό τίς Δυτικές ἐπιρροές καί Ἀναστάσεις ὡς ἔξοδος ἀπό τόν τάφο, ἀλλά ἡ παράδοσή μας, ποτέ μά ποτέ δέν ἔχει τό Χριστό νά ἐξέρχεται ἀπό τόν τάφο. Ἔχει ἄλλες παραστάσεις, ἔχει πιθανῶς τήν παράσταση τῶν Μυροφόρων, πού εἶναι τό κενοτάφιο. Οἱ Μυροφόρες καί ὁ κενός τάφος, ὑπάρχει αὐτή ἡ παράσταση. Ὑπάρχουν ἀπεικονίσεις τοῦ Χριστοῦ μετά τήν Ἀνάσταση, πού εἶδε ἀνθρώπους -ἕντεκα φορές [συνολικά] ἐμφανίστηκε- ἀλλά δέν ὑπάρχει ἔξοδος ἀπό τόν τάφο, παρά μόνο ἀπό τή Δυτική ἐπιρροή. Ἄρα ἐμεῖς ἐπιμένουμε καί μένουμε, ν᾿ ἀπεικονίζουμε τήν Ἀνάσταση μόνο μέ αὐτό τόν τρόπο, ὡς Κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη κι ἐδῶ πραγματικά ἔχουμε τόν Χριστό πού κατεβαίνει στόν Ἅδη.
Παρόλο πού στή θεολογία τῶν χρωμάτων εἴμαστε πιό ἐφεκτικοί, δηλαδή πιό συγκαταβατικοί, σέ προσβάσεις πού κάνουν οἱ ἁγιογράφοι, στό σκίτσο καί στίς μορφές δέν κάνουμε συγκατάβαση, δέν ἀλλάζουμε τή θεολογία τῆς εἰκόνας πού παίζεται πάνω στό σκίτσο. Οἱ ἁγιογράφοι μπορεῖ νά «παίξουν» μέ τά χρώματα. Ἄλλοι ἁγιογράφοι μπορεῖ νά κάνουν τόν Χριστό μέ ἄλλο χρῶμα ἐνδύματος, [γιά παράδειγμα] νά κατέβει μέ λευκά ἐνδύματα. Δέν στεκόμαστε τόσο πολύ. Βάζει, ὅμως, ἕνα ἔνδυμα γιατί κατεβαίνει «ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς»· «ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς... καί ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες, μετά Πατρός καί Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος». Προσέξτε, «ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς, ἐν τάφῳ σωματικῶς, καί ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες μετά Πατρός καί Πνεύματος»- ἦταν παντοῦ. Ἀλλά ἐν Ἅδου εἶναι «μετά ψυχῆς», ἄρα ὁ Χριστός [στόν Ἅδη εἶναι] μετά ψυχῆς. Ἄρα σωστή ἡ ἀντιμετώπιση [τοῦ ἁγιογράφου] πού βάζει ἕνα χρῶμα ρούχου, [ἐπάνω στόν Χριστό].
Κατεβαίνει [ὁ Χριστός] στόν Ἅδη καί συντρίβει τάς πύλας τοῦ Ἅδου. Σταυροειδῶς εἶναι οἱ πύλες, σταυροειδῶς, διά τοῦ σταυροῦ. Οἱ πύλες συνετρίβησαν καί διά τοῦ σταυροῦ συνέτριψε τίς πύλες τοῦ Ἅδου.
Ὅταν πρίν ἀπό λίγα χρόνια κάναμε τήν ἐπέκτασή του ναοῦ, ζήτησα οἱ ξύλινες πόρτες πού εἶναι ἀπ᾽ ἔξω, νά γίνουν ἀπό αὐτές τίς παρομοιώσεις, πού συμβολίζει καί ἡ ἁγιογραφία [τῆς εἰκόνας τῆς Καθόδου τοῦ Χριστοῦ μας στόν Ἅδη]. Συμβολισμοί εἶναι αὐτοί, ὅταν μπαίνεις στήν ἐκκλησία, νά θυμᾶσαι τή νίκη πάνω στόν Ἅδη· ποιοί τό θυμοῦνται αὐτό δηλαδή... τρελαμένοι εἶναι κι ἐδῶ... ἀλλά δέν πειράζει, ἄς τό ἀφήσουμε κι αὐτό. Ὁ κόσμος μπαίνει, βγαίνει ἐκεῖ πέρα μέσα. Κάποια διεργασία πολύ βαθιά γίνεται, ἀλλά θαρρεῖς καί μερικές φορές πού δέν ἔπιασες τίποτε. Τρελοί μπαίνουν, τρελοί βγαίνουν, τρελοί... Μακάρι νά βγοῦν τρελοί, τρελοί ἀπό τήν ἐλευθερία τοῦ Χριστοῦ νά βγοῦν.
Αὐτό λοιπόν συμβολίζουμε, ἔστω μέ τά ξύλα, μέ τίς πόρτες, μέ ὅλα τά ἤθη. [Ἴσως ἀναρωτηθεῖ κάποιος] γιατί δέν βάζουμε μιά πόρτα μεταλλική, νά εἷναι σάν ἕνα κάστρο; Κάτι συμβολίζει μέ ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία, κάτι συμβολίζει, μέ ὅλα αὐτά τά μεγέθη· [συμβολίζει τή νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν Ἅδη].
Καί ὁ Χριστός κατεβαίνει [στόν Ἅδη] καί προσλαμβάνει τούς πρώτους ἀνθρώπους, τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα. Γίνεται μιά πρόσληψη. Ἡ Εὔα καί ὁ Ἀδάμ, οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι γίνονται πιά ἅγιοι. Ἀναφέρονται τήν ἡμέρα τῶν Ἁγίων Προπατόρων, πού εἶναι πρίν τά Χριστούγεννα. Ἔχουμε τό Συναξάρι καί ἀναφέρονται ἐπί 15 λεπτά στό Συναξάρι, τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἁγίου προφήτου Τάδε, ὅλων τῶν προφητῶν καί τῶν δικαίων... Πρῶτα-πρῶτα ἀναφέρονται ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικά εἶναι ἅγιοι, γιατί κατά κάποιο τρόπο, [σύμφωνα] μέ τά βιογραφικά δεδομένα, ἔχουν κάποια μετάνοια μετά καί: «Ἐκάθισαν, ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου, καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο». Θά τό ἀκούσουμε καί σάν τροπάριο τήν ἡμέρα τῆς παραμονῆς τῆς ἐνάρξεως τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Καί ὅλοι οἱ δίκαιοι μαζί ἐξέρχονται. Ἐξέρχεται καί ὁ Πρόδρομος, διότι κι αὐτός ἦταν στόν Ἅδη, ἀκόμη καί ὁ Προφητάναξ Δαυίδ. [Στό κάτω μέρος τῆς εἰκόνας] ὑπάρχουν κάποιοι παῖδες, κάτι κλειδιά, κάτι ἀντικείμενα, μέ τά ὁποῖα ἐδένοντο. Καμιά φορά κάτω ὑπάρχει καί ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος παραμένει κάτω. Ὁ Χριστός κατέβηκε στόν Ἅδη, δέν βγῆκαν ὅλοι ὅμως. Δέν σημαίνει πού ἦταν γιά ὅλους νίκη πάνω στόν Ἅδη, [κι αὐτό] γιατί δέν τό ἤθελαν. Καί ἄρα παρόλο πού ὁ Χριστός κατεβαίνει καί παρόλο πού ὁ Πρόδρομος προανήγγειλε στόν Ἅδη τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ, ἦταν πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ καί στόν Ἅδη, μερικοί δέν βγῆκαν· καί αὐτή εἶναι ἡ κόλαση: Νά ζήσεις τήν ἀκατάληπτη συγκατάβαση καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά μή θέλεις νά βγεῖς· γι᾽ αὐτό σέ ἄλλες εἰκόνες ἀπεικονίζεται καί ὑπ᾽ αὐτή τήν ἔννοια.
Ὑπάρχει βέβαια καί μιά ἄλλη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού εἶναι ὁ Χριστός «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ»· εἶναι [ἀπό] τά γεγονότα μετά τήν Ἀνάσταση. Ἀλλά καί αὐτό [τό γεγονός] προσεγγίζεται ὡς γεγονός ἀναστάσιμο.
Ἔχουμε, λοιπόν, τήν ἔξοδο ἀπό τούς τάφους, τούς δικαίους καί τό Χριστό· καί ὁ Χριστός παραμένει νά κρατάει, τό εἰλητάριο. Ἄλλες φορές μέ τό [δεξί] χέρι εὐλογοῦσε καί τώρα αὐτή ἡ εὐλογία γίνεται πρόσληψη. Καί πάνω σέ αὐτή τήν κίνηση -τρομερή κίνηση αὐτή ἡ πρόσληψη- λειτουργεῖ ἡ θεολογία πού παίρνει ἔκφραση, λογική καί γραφική ἔκφραση, μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον». Εἶναι ρητό τῆς Ἐκκλησίας, καθοριστικό δηλαδή, πῶς [γιά παράδειγμα] πάνω ἀπ᾽ τά νοσοκομεῖα βάζουν ρητά τοῦ Ἱπποκράτη... Αὐτή ἡ κίνηση τοῦ χειρός, εἶναι αὐτή ἡ πρόσληψη.
Κακή ἀπομίμηση εἶναι αὐτό πού ἔγινε [στό παρεκκλήσι τοῦ Ἀποστολικοῦ Παλατιοῦ, τῆς ἐπίσημης κατοικίας τοῦ Πάπα, στήν πόλη τοῦ Βατικανοῦ] τήν Καπέλα Σιξτίνα, πού ὑπάρχει [ζωγραφισμένος] ἐκεῖ ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἀγγίζει τόν Ἀδάμ μέ τό δάχτυλο. Ἁπλῶς τόν ἀγγίζει νά τοῦ δώσει ζωή μέ ἕναν τρόπο, ἔτσι, «σέ ἀγγίζω». Πολύ ὄμορφη εἰκόνα εἶναι, ἀλλά δέν εἶναι αὐτό πού θέλουμε νά φανερώσουμε [μέ τήν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία]. Ἐδῶ γίνεται μιά πρόσληψη, ἁρπάζει τόν Ἀδάμ ὁλόκληρο νά τόν βγάλει διότι «τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον». Προσλαμβάνει τόν Ἀδάμ γιά νά τόν θεραπεύσει καί τό χέρι πιά τῆς εὐλογίας γίνεται χέρι προσλήψεως καί ταυτόχρονα [στό ἄλλο χέρι] παραμένει τό εἰλητάριο, μέ τό ὁποῖο εὐλογεῖται. Ἔχει τήν ἐξουσία ὁ Χριστός νά κάνει ὅ,τι κάνει. Παίρνει τήν εὐλογία, νά τό πῶ ἔτσι, νά τό κάνει.