Ο Πολύδωρος καταγόταν από τη Λευκωσία. Ο πατέρας του ονομαζόταν Λουκάς και η μητέρα του Λουρδανώ. Αφού έμαθε γράμματα, ασχολήθηκε με το εμπόριο και έκανε πολλά ταξίδια, ιδίως στην Αίγυπτο. Το 1793 ενώ βρισκόταν στην Αίγυπτο έτυχε να προσκληθεί από ένα αρνησίχριστο Κιεσίφη Ζακύνθιο και να γίνη γραμματικός του. Κάποια μέρα ήταν σε γλέντι μαζί με τον Κιεσίφη και παρασυρόμενος μέθυσε. Αποτέλεσμα ήταν να αρνηθεί την πίστη του και να δεχθεί το Μωαμεθανισμό.
Ο Πολύδωρος, όμως, ήταν άνθρωπος με αγαθή διάθεση, για αυτό, όταν κατάλαβε το σφάλμα του, μετανόησε και μόλις βρήκε ευκαιρία πήγε στην Βηρυτό στον Αρχιερέα και εξομολογήθηκε την αμαρτία του. Ο Αρχιερέας τον συγχώρεσε και τον έστειλε σε ένα μοναστήρι στο Λίβανο, για να μείνει τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και μετά το Πάσχα να τον μυρώσει. Ο Πολύδωρος, όμως, έφυγε και πήγε στο Άκρι (Πτολεμαΐδα) για να κάνει την ομολογία του, επειδή κινδύνευσε εξ αιτίας του ο Αρχιερέας. Εκεί βρήκε τα πράγματα αντίθετα και σαν άκουσε ότι πρέπει να κάμει την ομολογία πίστεως εκεί όπου έκαμε την άρνηση έφυγε πάλι για την Αίγυπτο. Στο δρόμο, όμως, εμποδίστηκε από τρικυμία και βγήκε στη Γιάφα και από εκεί με ένα πλοίο από τη Σάμο έφτασε στη Χίο. Δυστυχώς και εδώ εμποδίσθηκε να κάμει ομολογία.
Έπειτα από μερικές μέρες πήγε στη Σμύρνη. Οι εκεί Χριστιανοί του είπαν να φύγει, γιατί οι Τούρκοι της περιοχής ήταν εξαγριωμένοι κατά των Χριστιανών, γιατί είχε αρνηθεί εκείνες τις ημέρες το Μωαμεθανισμό και είχε μαρτυρήσει κάποιος δερβίσης. Έτσι μια νέα άρνηση θα ήταν κίνδυνος για τους Χριστιανούς. Ο Πολύδωρος έπειτα από όλες αυτές τις άκαρπες προσπάθειες γύρισε πάλι στη Χίο. Εκεί συνάντησε κάποιο πνευματικό πατέρα, που του έδωσε μια συμβουλή. Τον συμβούλευσε να οπλισθεί με πνευματι-κά όπλα, διότι επρόκειτο για την πίστη του να αντιμετωπίσει την εξουσία. Άρχισε, λοιπόν, να αγωνίζεται με νηστείες, προσευχές και παρακλήσεις στη Θεοτόκο. Είχε πλέον πλήρως συναισθανθεί το σφάλμα του και με δάκρυα ζητούσε τη θεία συγχώρεση.
Έπειτα από σαράντα μέρες άσκηση έκαμε την ομολογία του και χρίσθηκε με το Άγιο Μύρο κοινωνώντας και των Αχράντων Μυστηρίων. Έπειτα συνοδευόμενος από ένα άλλο ζηλωτή της πίστεως ήλθε στη Νέα Έφεσο με μοναδικό σκοπό να δώσει τη ζωή του στο Χριστό με μαρτύριο. Ο διάβολος, φυσικά, με πολλές σκέψεις προσπαθούσε να τον αποτρέψει, αλλά ο Πολύδωρος με πολλή προσπάθεια και προσευχή νικούσε.
Οι κριτές προσπάθησαν να τον δελεάσουν υποσχόμενοι δώρα ή απειλώντας με θάνατο, μάταια όμως. Τέλος τον έρριξαν στη φυλακή και έδωσαν την άδεια στο πλήθος να τον βασανίσει, όπως ήθελε. Η θηριωδία και η βαρβαρότητά τους βρήκε πολλούς τρόπους μαρτυρίων. Άλλοι του έβαζαν στους ώμους και στις μασχάλες πυρακτωμένα κεραμίδια, άλλοι του φορούσαν στο κεφάλι πυρακτωμένο στεφάνι και άλλοι τον κτυπούσαν και τον πλήγωναν. Με εξευτελιστικά λόγια και με έργα θηριωδίας τον έφεραν στον τόπο των καταδίκων. Τον ρώτησαν πάλι μήπως μετάνοιωσε και πήραν αρνητική απάντηση. Τότε εξαγριωμένοι οι Τούρκοι τράβηξαν το σχοινί της αγχόνης. Εκείνη τη νύχτα, ο Μάρτυρας έμεινε στην αγχόνη και οι άπιστοι του αφαίρεσαν τα ενδύματα και τον άφησαν γυμνό. Έμεινε το άγιο λείψανό του τρεις μέρες στην αγχόνη. Τέλος διέταξαν ένα Χριστιανό να τον κατεβάσει και τάφηκε.
Απολυτίκιον
Μετανοίας τοις δάκρυσι προεκάθηρας είτα στίγμασι μάκαρ του Μαρτυρίου σαυτόν, ως εν ακτίσι φαειναίς κατελάμπρυνας. Όθεν ως Μάρτυρα στερρόν,
και παθημάτων κοινωνόν, Χριστού του Θεού εν ύμνοις,
Πολύδωρε αθλοφόρε, σε ευφημούντες μεγαλύνομεν.
http://www.churchofcyprus.org.cy/article.php?articleID=804