Το άγιο αυτό αντρόγυνο έζησε στα τέλη του 6ου αιώνα, αρχές του 7ου αι. μ.Χ. στην Αντιόχεια. Ο ευλαβής και «πλήρης αγαθών έργων» Ανδρόνικος, όντας πλούσιος όταν γνώρισε και νυμφεύθηκε τη «σεμνή και θεοφιλή» Αθανασία, με τη σύμφωνο γνώμη της, μοίρασαν την περιουσία τους σε τρία μέρη. Το ένα μέρος το χάρισαν στους πάμπτωχους, το άλλο μέρος το διέθεταν ως άτοκο δάνειο στους εμπερίστατους αδελφούς και το τρίτο μέρος το διαχειρίζονταν κατά τρόπο που να μπορούν να βγάζουν πέραν τα προς το ζειν και να ασκεί το επάγγελμά του ο Ανδρόνικος. Ο Θεός χάρισε στον Ανδρόνικο και στην Αθανασία δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, τα οποία, μετά πάροδο δώδεκα ετών, ασθένησαν και απέθαναν. Ο πόνος των γονέων ήταν ανυπόφορος. Η μητέρα των παιδιών θρηνώντας και κλαίοντας γοερώς επάνω στο μνήμα των παιδιών της ήθελε να συναποθάνει και να συνταφεί μαζί με τα σπλάγνα της. Εκεί παρέμεινε μέχρι τα μεσάνυχτα, οπόταν εμφανίστηκε ο Μάρτυρας Ιουλιανός και της είπε: «Τι έχεις γυναίκα;». Και αυτή του αποκρίθηκε: «Έχω σφοδρότατο πόνο, γιατί σήμερα έφερα εδώ και τα δύο μου παιδιά!». Ο Μάρτυρας Ιουλιανός καταπράϋνε τον πόνο της, την παρηγόρησε και της έδωσε ελπίδα και της είπε ότι τα παιδιά της ήδη βρίσκονται στον Παράδεισο. Τόση Χάρη έλαβε από τον Ιουλιανό, ώστε το πένθος της μετεβλήθηκε σε χαρά. Μετά το γεγονός αυτό η Αθανασία πρότεινε στον Ανδρόνικο να μονάσουν σε Μοναστήρι. Ο Ανδρόνικος συγκατατέθηκε, αφού και ο ίδιος ποθούσε τη μοναστική ζωή. Τακτοποίησαν, λοιπόν, τα πράγματά τους, διαμοίρασαν μέρος της περιουσίας τους στους άπορους αδελφούς και άφησαν ένα άλλο μέρος στον πατέρα της Αθανασίας, ώστε να κάμει νοσοκομεία και ξενοδοχεία για Μοναχούς. Οι ίδιοι πήραν μόνο τα απαραίτητα και αναχώρησαν για τους Αγίους Τόπους.
Φεύγοντας, κατευθύνθηκαν προς την Αίγυπτο, όπου βρήκαν τον Γέροντα Δανιήλ, ένα περίφημο ασκητή της εποχής εκείνης. Ο Ανδρόνικος και η Αθανασία έθεσαν στον άγιο αυτό ασκητή τις σκέψεις τους και εξέφρασαν τις επιθυμίες τους, ώστε να κρίνει κατά πόσο η απόφασή τους να μονάσουν ήταν ορθή. Ο Δανιήλ συμφώνησε μαζί τους και έτσι κράτησε τον Ανδρόνικο κοντά του. Την δε Αθανασία συμβούλευσε να πάει στο Μοναστήρι των Ταββεννησιωτών.
Μετά την παρέλευση δώδεκα ετών παραμονής πλησίον του Γέροντα Δανιήλ ο Ανδρόνικος ζήτησε ευλογία, προκειμένου να μεταβή στους Αγίους Τόπους, για να προσκυνήσει. Στην πορεία, και ενώ καθόταν κάτω από ένα δέντρο, κατ΄ οικονομία Θεού, κατέφθασε και η Αθανασία, η οποία και αυτή πορευόταν προς τα Ιεροσόλυμα. Όπως αναφέρει το Συναξάρι των Αγίων, η Αθανασία αναγνώρισε τον Ανδρόνικο, αλλά λόγω της πολυχρόνιας άσκησης και της αμφίεσής της, ο Ανδρόνικος δεν αντιλήφθηκε ποια είχε ενώπιόν του. Η Αθανασία συστήθηκε στον Ανδρόνικο ως Αθανάσιος μοναχός και συμφώνησαν να πάνε μαζί να προσκυνήσουν τους Αγίους Τόπους, με την προϋπόθεση να συμπορευτούν σιωπώντες.
Σιωπώντες, επίσης, μετέβηκαν στην Αλεξάνδρεια, όπου η Αθανασία πρότεινε στον Ανδρόνικο να μείνει μαζί της σε κάποιο ασκητήριο. Αφού, λοιπόν, ο Ανδρόνικος εξασφάλισε την ευλογία προς τούτο από τον Αββά Δανιήλ, έμεινε μαζί με την Αθανασία για δώδεκα έτη εργαζόμενοι την αρετή της σιωπής από κοινού και χωρίς ο Ανδρόνικος να γνωρίζει ποια είναι πραγματικά. Ο δε Δανιήλ, κατά καιρούς, από αγάπη και ενδιαφέρον, επισκεπτόταν το άγιο αυτό αντρόγυνο. Την τελευταία φορά που τους επισκέφθηκε, η Αθανασία αρρώστησε με πυρετό και είπε στον Δανιήλ ότι μετά την κοιμησή της θα βρει πλησίον της κεφαλής της ένα σημείωμα το οποίο να δώσει και στον Ανδρόνικο. Η Αθανασία κοιμήθηκε εν Κυρίω αφού πρώτα κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Από το σημείωμα που άφησε η Αθανασία, ο Δανιήλ κατάλαβε ότι επρόκειτο για την σύζυγο του Ανδρονίκου. Το άκουσμα της είδησης ότι ο μοναχός Αθανάσιος ήταν γυναίκα έφθασε σε όλη την Αλεξάνδρεια, ακόμη και στα ενδότερα της ερήμου, γι’ αυτό και στην ταφή της συνάχθηκε πλήθος κόσμου, αλλά και ασκητών. Μετά από λίγες μέρες αρρώστησε και ο Ανδρόνικος με πυρετό, ο οποίος είχε το ίδιο οσιακό τέλος με τη σύζυγό του Αθανασία.
http://www.churchofcyprus.org.cy/article.php?articleID=1400