Ο ΤΟΡΠΙΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ «ΕΛΛΗΣ»
Ο ΘΕΟΣ ΑΠΟΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΥΣ
(Σκοπός: Νά τονισθεῖ ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια - ἀλαζονεία εἶναι ἁμαρτία πού τήν βδελύσσεται ὁ Θεός. Νά κατανοήσουν ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ τούς ταπεινούς καί ἀντιθέτως ἀποστρέφεται τούς ὑπερήφανους.
Νά διδαχθοῦν ἀπό τήν ἔνδοξη ἱστορία μας).
(Βοήθημα: Περιοδικό Πρός τή Νίκη, τόμ. 1986, σελ. 450)
Α´. Μικρή εἰσαγωγή
Στό προηγούμενο θέμα πού εἴχαμε, παιδιά, μεταφερθήκαμε στό μέτωπο τῆς μάχης καί εἴδαμε ἕνα θαυμαστό γεγονός πού συνέβη σέ ἕναν Ἕλληνα στρατιώτη.
—Μήπως θυμᾶται κάποιος ποιό ἦταν τό θαῦμα; (...)
Πολύ ὡραῖα...! Σήμερα ὅμως, παιδιά, θά γυρίσουμε λίγες μέρες πρίν ἀρχίσει αὐτός ὁ ἡρωικός ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων καί θά παρακολουθήσουμε ἕνα ἱστορικό γεγονός πού δείχνει τόν ἐγωισμό καί τήν ὑπεροψία τῶν ἐχθρῶν κατά τῆς Πατρίδας μας καί ἰδιαιτέρως κατά τῆς Παναγίας μητέρας μας...
– Ἄς μεταφερθοῦμε λοιπόν στό πανέμορφο νησί τοῦ Αἰγαίου μας, την Τῆνο…
Β´. Διήγηση
15 Αὐγούστου, ἀνήμερα τῆς Παναγίας. Ἡ Τῆνος πανηγυρίζει σημαιοστολισμένη ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη. Πλημμυρισμένη ἀπό πλήθη ἀνθρώπων, πού ἀπ' τό χάραμα εἶναι στό πόδι.
Λάμπει ὁ καλλιμάρμαρος ναός πάνω στό ὕψωμα. Ὅλο τόν Αὔγουστο ἀνηφόριζαν προσκυνητές κρατώντας τά τάματα τῆς ψυχῆς τους γιά τή Μεγαλόχαρη. Μά στή γιορτή της ἡ κίνηση ἀποκορυφώθηκε. Πυκνή καί μακριά τοῦ κόσμου ἡ οὐρά στίς μαρμάρινες σκάλες κι ἄς εἶναι ἀκόμα πρωί.
Στήν αὐλή αὐτοί πού ἀγρύπνησαν συγκινοῦνται ὅταν διηγοῦνται τῆς Παναγιᾶς τά θαύματα. Τό ἅγιο περπάτημά της ἀνάμεσά τους τή νύχτα καί τήν εὐλογία της.
Ἡ καμπάνα τοῦ ὄρθρου ξυπνάει καί τούς ὑπόλοιπους προσκυνητές στό νησί. Καί τοῦ «Ἕσπερος» τούς ἐπιβάτες, πού κουρασμένοι ἀπ' τό ταξίδι εἶχαν καθίσει μέσ' στό καράβι τή νύχτα, καί τά πληρώματα στ' ἄλλα ἐπιβατικά τῆς γραμμῆς.
Σταυροκοπιοῦνται γυρίζοντας στήν Παναγία. Κι ὕστερα ὅλοι ξανά σέ κίνηση. Στίς βάρκες, στό μόλο, στήν παραλία, σέ ὁλάκερη τήν Τῆνο ρυθμός βιαστικός. Ὁ αὐθορμητισμός του ἑλληνικοῦ λαοῦ νά ἐκφράσει στήν Κυρά του τήν ἀγάπη του.
Καί ἐκεῖ, μακρύτερα ἀπ' τά ἀραγμένα καράβια, ἔξω ἀπ' τό μουράγιο τοῦ αἰγαιοπελαγίτικου νησιοῦ, σ' ἀπόσταση 550 περίπου μέτρων, εἶναι ἀγκυροβολημένο τό καταδρομικό «Ἕλλη». Ἔχει ἔρθει ἐπίτηδες γιά νά ἀποδώσει τιμές ἐκ μέρους τοῦ Ναυτικοῦ στήν Ὑπέρμαχο Στρατηγό.
Λίγο πιό πρίν φάνηκε ἕνα ἀεροπλάνο μέ σβησμένα τά ἐθνικά χρώματά του, σ' ὕψος 1200 μέτρων. Ἔκανε δυό γύρους μεγάλους, σάν σέ ἀναγνώριση κι ὕστερα τράβηξε ἀνατολικά, ἐλαττώνοντας ὁλοένα τό ὕψος του.
Ὁ κυβερνήτης τοῦ καταδρομικοῦἌγγελος Χατζόπουλος εἶχε διατάξει ἐκείνη τήν ὥρα στό πλήρωμα «ἔγερση πολεμική». Ἀλλά ἀκολούθησε ἡσυχία καί ἄρχισαν οἱἑτοιμασίες γιά τήν παραδοσιακή λιτάνευση τῆς εἰκόνας.
Οἱ σαράντα ναῦτες πού θά σχημάτιζαν τό τιμητικό ἄγημα καί οἱὀκτώὑπαξιωματικοί πού θά κρατοῦσαν ἐκ περιτροπῆς τή θαυματουργή Εἰκόνα τῆς Παρθένου κατά τήν περιφορά της, πλένονταν, ξυρίζονταν, ἄλλαζαν τίς στολές τους, γυάλιζαν τά παπούτσια τους καί τά κουμπιά τους... Ἄλλοι ναῦτες καθάριζαν τό πολεμικό καί ὅλοι τό στόλιζαν. Νά εἶναι ὁλοκάθαρο σήμερα τό καράβι τους ἀπέναντι στήν Παναγιά τῆς Τήνου καί μέσα κι ἔξω μέ τά καλά του...
Περασμένες ὀκτώἡὥρα. Ὁὕπαρχος Δούσης, ὁἀνθυποπλοίαρχος Λεβεντίνος, ὁ Κυριαζόπουλος ἔχουν δώσει τίς τελευταῖες διαταγές τους. Στό κατάστρωμα βρίσκονταν ὁ σημαιοφόρος τῆς βάρδιας, ὁὑπαξιωματικός τῆς φυλακῆς, ὁἀγγελιοφόρος, οἱἄνδρες τῶν ὁμοχειριῶν, μερικοί ναῦτες τοῦἀγήματος, πού 'χαν ἑτοιμασθεῖ γιά τήν τελετή...
Ξάφνου ὅμως ἀπό τή γέφυρα, ὅπου στέκονταν οἱ σηματωροί, ἀκούστηκε κραυγή:
—Τορπίλη, τορπίλη!...
Ταυτόχρονα δαιμονισμένη βουή ἀκούστηκε, καί τό καράβι τραντάχτηκε ἀπότομα, ἀλλόκοτα ἀλαφιασμένο κι ἀναπήδησε σύγκορμο δυό μέτρα ἔξω ἀπ' τή θάλασσα, σάν νά τό σήκωσε ἀκαριαῖα γιγάντια δύναμη.
Μέ μιᾶς ἄνοιξαν τά σπλάχνα του καί τινάχθηκαν μ' ἀπαίσιο οὔρλιαγμα φλόγες, ἀτμοί, σιδεροσωλῆνες πυρακτωμένοι. Σύρματα καί ρουμπινέτα καί λαμαρίνες στρεβλωμένες, σάρκες ἀνθρώπινες κομματιασμένες φρικτά. Κι ὕστερα ἔπεσε πάλι τό κεραυνοβολημένο πλοῖο στή θάλασσα. Ξανατραντάχθηκε λίγες στιγμές στά ταραγμένα νερά, ὅπου κολυμποῦσαν καψαλισμένοι ὅσοι ἀπ' τό κατάστρωμα ἐκσφενδονίσθηκαν στά τέσσερα σημεῖα τοῦὁρίζοντα.
Τό θέαμα πάνω στό πλοῖο εἶναι οἰκτρό! Βογγοῦν στό κατάστρωμα μέσ' στά ξεκολλημένα σίδερα καί στά ἀτσάλια παραμορφωμένοι οἱ τραυματισμένοι. Ὁ Παπανικολάου νεκρός. Μιά σιδερένια πόρτα, πού ἔσπασε ἀπό ὑπερπίεση, ἔπεσε πάνω του καί τόν ἔλειωσε.
Ἄλλοι τρεῖς εἶναι νεκροί στό πλευρό πού 'σκασε ἡ τορπίλα. Ἀνάμεσα στά δυό φουγάρα, ἐκεῖ πού εἶχε ἀνοίξει κρατήρας ὥς δυόμισι μέτρα διάμετρο, βγαῖναν ἀέρια σάν ἀπό ἡφαίστειο.
Οἱ ζωντανοί, ἀλειμμένοι πετρέλαιο καί λάδι, κατάμαυροι ἀπό τίς κάπνες, μοιάζουν μ' ἀνθρώπους ἄλλης φυλῆς. Ὅσοι πάθανε ἐγκαύματα πονᾶνε ἀφάνταστα. Μά ὅσοι μποροῦν ἁρπάζουν σωσίβια καί τά πετᾶνε στούς ναυαγούς καί τρέχουν πάνω-κάτω νά βοηθήσουν τούς λαβωμένους.
Μέσα στό κύτος χειρότερα. Πάταγοι, κρότοι, μουγκρίσματα, φυσήματα κι ἀκόμα μικροσεισμοί. Λάμπες καί γυαλικά πέφτανε μέσ' στίς καμπίνες, ἀναποδογυρίζονται ἔπιπλα, τά φῶτα σβήνουν. Μέσ' στό σκοτάδι παλεύουν οἱ παγιδευμένοι σκούζοντας. Ὁ χαλασμός στό πολεμικό ἀπερίγραπτος. Μά ψύχραιμος ὁ κυβερνήτης διατάζει νά κατεβάσουν τούς τραυματισμένους στή βενζινάκατο.
—Δέν εἶναι τίποτε, φωνάζει στό πλήρωμα. Τό καράβι πρέπει νά σωθεῖ.
Ἐκείνη τήν ὥρα δεύτερος βρόντος ἀκούστηκε. Κι ἀπό τό μόλο σηκώθηκε νεροκολόνα πανύψηλη, πάνω ἀπό 70 μέτρα. Σίφουνας θάλασσας μέ πέτρες, χαλίκια, τσιμέντο κομματάκια, πού πέφταν στήν παραλία, πάνω στά κεραμίδια τῶν σπιτιῶν καί στά μπαλκόνια.
Στό μεταξύ βάρκες, καΐκια καί κάθε λογῆς πλεούμενα σπεύδανε στούς ναυαγούς καί στό πολεμικό. Μά φωνές ξανακούστηκαν:
—Τορπίλα... Τορπίλα!
—Οἱ Ἰταλοί μᾶς βομβάρδισαν τό πλοῖο καί τήν προκυμαία...
Ἦταν ἡ τρίτη!
Νερό καί καπνός ἀναπήδησαν κοντά στό φανάρι τῆς μπούκας καί θρύψαλα ἀπό τήν ὕφαλο. Στριφογυρίσαν ψηλά σαράντα πέντε μέτρα καί πέσανε ὕστερα παίρνοντας διάφορους χρωματισμούς στόν ἥλιο καί στά ἔντρομα μάτια αὐτῶν πού βρίσκονταν στόν παραλιακό δρόμο.
Σέ δευτερόλεπτα ὁ πανικός γενικεύθηκε ὥς πάνω στήν πόλη κι ἔξαλλοι, ντόπιοι καί ξένοι, τρέχουν νά σκαρφαλώσουν στούς λόφους.
—Παναγιά μου! — Σῶσε μας, Βαγγελίστρα!
Κινδύνευαν πραγματικά. Ἄν παῖρναν φωτιά τά πυρομαχικά τοῦ πολεμικοῦ, θά σκορποῦσαν τό θάνατο στήν πολιτεία σ' ἀκτίνα μεγάλη.
Μά τό καράβι βούλιαζε μ' ὅλο τό φορτίο του. Μάταια τό πλήρωμά του πάσχιζε νά τό ρυμουλκήσει στά ρηχά. Τά ἐπιβατικά, πού 'χαν σβησμένες τίς μηχανές τους, θά ἀργοῦσαν νά βοηθήσουν.
Καπνός ξεμπούκαρε τώρα ὁλόμαυρος. Εἶχε πάρει φωτιά τό πετρέλαιο.
—Ἐγκαταλείψατε τό πλοῖο, ἔδωσε διαταγή ὁ Χατζόπουλος.
Ὁἴδιος θά 'μενε πάνω στό «ΕΛΛΗ» μόνος του, σάν Κυβερνήτης, γιά νά πνιγεῖ μαζί του, σύμφωνα μέ τήν παράδοση τοῦ Ναυτικοῦ.
Τότε στό βυθιζόμενο πλοῖο ξετυλίχθηκε μία συγκινητική σκηνή. Τό πλήρωμα, ὅταν εἶδε τόν Κυβερνήτη νά μένει πίσω, ἔβαλε τίς φωνές.
—Ἤὅλοι μας ἤ κανένας.
—Ὄχι, ἐπέμενε ὁ Κυβερνήτης. Θά μείνω, παιδιά. Γειά σας.
Μά οἱ δυνατότεροι ὅρμησαν καί τόν ἁρπάξανε καί τόν ἀνάγκασαν νά βγεῖ.
Σέ λίγο ὁ σπαθάτος κορμός τοῦ «Ἕλλη» δέν φαίνεται στήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. Μόνο οἱ καπνοί, πού ἀραιώνουν. Καί τό κατάρτι μέ τή σημαία, πού ἀκόμα κυματίζει...!
Ὁ ἐχθρός διάλεξε μιά τέτοια μεγάλη μέρα, τό Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ, γιά νά προσβάλει μέ τόν χειρότερο τρόπο τήν Μητέρα μας, τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τήν Παναγία μας.
Ἡ Παναγία μας ὅμως βλέποντας τήν ἀδικία πού γινόταν εἰς βάρος της καί εἰς βάρος τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, ἀπάντησε δύο μῆνες μετά... Τότε πού ὁ ἐχθρός μᾶς προκάλεσε σέ πόλεμο πάνω στά βορειοηπειρωτικά βουνά...
Καί ἀπάντησε ταπεινωτικά γιά τούς ἄδικους καί ὑπερήφανους ἀντιπάλους μας. Ἀπάντησε μέ τήν προστασία της πρός τό ἔθνος μας. Ἀπάντησε μέ τή ζωντανή παρουσία της πάνω στά βουνά τῆς Βορείου Ἠπείρου...
Γ´. Γιά τήν ᾿Ορθόδοξη ζωή μας
Μετά τήν ἱστορία πού ἀκούσαμε, παιδιά, θά ἤθελα νά ἀπαντήσουμε σέ κάποια σπουδαῖα ἐρωτήματα πού μᾶς δημιουργήθηκαν.
Ü Πεῖτε μου λοιπόν, ποιό πιστεύετε ὅτι ἦταν τό βαρύ ἁμάρτημα τῶν ἐχθρῶν τῆς Πατρίδας μας;
Πολύ σωστά, παιδιά. Ἦταν ἡ ὑπερηφάνειά τους, ἡ ἀλαζονεία τους, ὁ ἐγωισμός τους...
Πίστεψαν ὅτι εἶναι δυνατότεροι καί ἀπό τόν παντοδύναμο Θεό μας. Εἶχαν μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους... Ξέχασαν ὅτι πάνω ἀπό αὐτούς στέκει, βλέπει καί ρυθμίζει τή ζωή τῶν ἀνθρώπων ὁ Θεός. Φουσκωμένοι ἀπό ἐγωισμό καί ἔπαρση ἐπιτέθηκαν μέ ὑβριστικό τρόπο κατά τῆς Παναγίας μας...
Ü Καί πῶς ἐκδήλωσαν αὐτή τήν ἔπαρση καί τήν ὑπερηφάνειά τους;
Ἀκριβῶς... Ἀνήμερα στήν ἑορτή τῆς Παναγίας μας, τήν ὥρα πού ἑτοιμάζονταν νά τιμήσουν τή θαυματουργική εἰκόνα της, ὁ ἐχθρός ἐξαπέλυσε τρεῖς (3) τορπίλες βυθίζοντας μ’ αὐτές τό καταδρομικό τοῦ ναυτικοῦ μας «Ἕλλη», καί προκαλώντας πανικό καί φόβο στά πλήθη πού τιμοῦσαν τήν Παναγία μας.
Ü Ὁ Θεός ὅμως, παιδιά, πῶς ἀπαντᾶ στούς ὑπερήφανους ἀνθρώπους;
Ὁ Θεός δέν ἀγαπᾶ τούς ὑπερήφανους ἀνθρώπους, ὅπως ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς τό λέει ξεκάθαρα: « Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» (Α’ Πέτρ. ε’ 5).
Ὁ ὑπερήφανος, ὁ ἐγωιστής ἔχει βγάλει ἀπό τή ζωή του τόν Θεό. Ἔχει γιά Θεό τόν ἑαυτό του, τό θέλημά του, τίς ἐπιθυμίες του...
Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἀποσύρει τή χάρη Του ἀπό τούς ὑπερήφανους ἀνθρώπους. Καί βέβαια χωρίς τήν εὐλογία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ ποιός ἄνθρωπος μπορεῖ νά ὀρθοποδήσει καί νά προοδεύσει!
Αὐτό ἔπαθαν καί τό 1940 στόν πόλεμο οἱ ἐχθροί μας. Προχωροῦσαν ἐγωιστικά καί ὑπερήφανα γιά νά πραγματοποιήσουν μιά μεγάλη ἀδικία. Καί ὁ Θεός τούς σταμάτησε, τούς ἀπέτρεψε, τούς ταπείνωσε. Μιά χούφτα Ἕλληνες μέ λίγο καί ἀσήμαντο ὁπλισμό, ἀλλά μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί τή ζωντανή παρουσία καί προστασία τῆς Παναγίας μας τούς νίκησαν καί τούς κατατρόπωσαν...
Ü Ἐμεῖς σήμερα τί διδασκόμαστε γιά τή ζωή μας; Πῶς πρέπει νά ζοῦμε;
Νά ζοῦμε ταπεινά! Νά διώξουμε τήν ἀλαζονεία ἀπό τή ζωή μας! Νά μήν τά «βάζουμε» μέ τόν Θεό. Νά ταπεινωνόμαστε μέ τή σκέψη ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ σύμπαντος καί δικός μας. Ὅτι εἶναι Αὐτός πού ρυθμίζει μέ ἀκρίβεια καί πολλή ἀγάπη τή ζωή ὅλων μας. Καί νά ξέρουμε πώς ὅταν καταφεύγουμε κοντά Του μέ πίστη καί ταπείνωση, Ἐκεῖνος ἔχει πολύ δυνατά ὅπλα γιά νά κατατροπώσει καί τόν πιό ἰσχυρό ἐχθρό μας.
Ü Τί διδασκόμαστε λοιπόν ἀπό τή σημερινή ἱστορία καί τή συζήτηση πού κάναμε; Ποιό σύνθημα μᾶς δίνουν γιά τή ζωή μας;
Σύνθημα:
Ὁ Θεός ἀποστρέφεται τούς ὑπερήφανους καί ἀλαζόνες.