Σέ κάθε Θεία Λειτουργία ἔχουμε φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ Θεία Οἰκονομία εἶναι ἡφανέρωση τοῦ Παναγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ Θεϊκή δύναμη, πού ἀνακαινίζει τόν ἄνθρωπο πηγάζειἀπό τόν Πατέρα, διαδίδεται διά τοῦ Υἱοῦ, καί τελειοῦται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι[2]. Ὁ Χριστός προσέφερε τόν ἑαυτό Του στόν Πατέρα, διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἱερουργός διά τῆς Θείας Λειτουργίας «τήνἁγίαν ἡμῖν ἀνακαλύπτει Τριάδα», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος.[3]
Ἀρχίζει ἡ Θεία Λειτουργία μέ δοξολογία στήν Ἁγία Τριάδα: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦΠατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἀκολουθεῖ λίγο μετά ὁ τρισάγιος ὕμνος, πούψάλλουμε «τῇ ζωοποιῷ Τριάδι». Λίγο πρίν τήν κεντρική στιγμή τοῦ μυστηρίου, ὅταν πρέπει νάἀνυψωθοῦμε στό ὑπερουράνιο θυσιαστήριο, μᾶς προσφέρεται ἀπό τό λειτουργό «ἡ Χάρις τοῦΚυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Προχωροῦμε τότε στήν εὐχαριστία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιά τά πάντα: «Σύ εἶ Θεόςἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀεί ὤν, ὡσαύτως ὤν· σύ καί ὁ μονογενής σου Υἱός, καί τό Πνεῦμα σου τό Ἅγιον. Σύ ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες, καίπαραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν, καί οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν, ἕως ἡμᾶς εἰς τόν οὐρανόνἀνήγαγες, καί τήν Βασιλείαν σου ἐχαρίσω τήν μέλλουσαν. Ὑπέρ τούτων ἁπάντων εὐχαριστοῦμεν Σοι, καί τῷ Μονογενεῖ σου Υἱῷ καί τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ».
Μετά τήν εὐχαριστία τολμοῦμε νά ἱκετεύσουμε τόν Θεό Πατέρα νά ἀποστείλει τό Ἅγιο Πνεῦμα γιά νά καθαγιάσει τήν προσφορά τοῦ Υἱοῦ. Καί ὁ Παράκλητος ἔρχεται ὡς «αὔρα λεπτή» καίἐνεργεῖ «τό θαῦμα τῶν μυστηρίων»: μᾶς χαρίζει τόν Χριστό. Κι ὅλα γεμίζουν ἀπό τό φῶς τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Ὁ Υἱός, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι πλέον, παρών μέ τόἋγιον Σῶμα Του καί τό Τίμιον Αἷμα Του. Μαζί μ' Αὐτόν εἶναι καί ὁ Πατήρ καί τό Ἃγιο Πνεῦμα, ἀφοῦἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι πάντοτε ἀδιαίρετη καί ἀχώριστη.
Διακονούμενοι ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα.
Κι ἐμεῖς -οἱ πρίν παραπεταμένοι καί πεσμένοι (παραπεσόντες)- εἴμαστε τώρα φιλοξενούμενοι καί διακονούμενοι ἀπό τήν Τριαδική ἀγάπη. Κοινωνοῦμε τό ἅγιο Σῶμα καί τό Τίμιον Αἷμα τοῦΧριστοῦ καί γινόμαστε ναός τῆς Παναγίας Τριάδος, κατοικητήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ: «Τόν Χριστόν καί τόν Πατέρα αὐτοῦ καί τόν Παράκλητο ἔχει ἱδρυμένον μέσα του», λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος,ἀναφερόμενος στόν πιστό, πού κοινώνησε τόν Χριστό[4]. Στό τέλος τῆς Θείας ἱερουργίας πανηγυρίζουμε τήν ἔλευση τῆς φωτολαμποῦς Ἁγίας Τριάδος ἐντός μας: «Εἴδομεν τό φῶς τόἀληθινόν.... ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες· αὕτη γάρ ἡμᾶς ἔσωσεν».
6. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς
Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ μυστηριακή παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Δημιουργός καί Βασιλεύς τῶν ὅλων. Εἶναι «ὁ πᾶσαν ἐκκλησιάζων τήν κτίσιν». Ἡ παρουσία Του συγκαλεῖ, συνάγει τά πάντα. Τά «ἐνδιασφίγγει καί μεταξύ τους καί μέ τόν ἑαυτό Του προνοητικῶς», ὅπως λέειὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής[5]. Σέ κάθε Θεία Λειτουργία μαζί μέτόν Χριστό εἶναι παροῦσα καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία (ἡ ἐπίγεια ἤ στρατευομένη καί ἡ Οὐράνια ἤθριαμβεύουσα), ἀλλά καί ὅλη ἡ κτίση. Γι' αὐτό καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος καί ἄλλοι Πατέρεςὀνομάζουν τή Θεία Λειτουργία σύν-οδο, ἐπειδή ὅλοι μαζί ἑνωμένοι συμ-πορευόμαστε πρός τόν Θεό.
Ἡ Θεία Λειτουργία ὡς σύνοδος καί οἱ πιστοί ὡς «σύν-οδοι».
Ἡ λέξη Σύνοδος στὴν ἀρχική της σημασία ἀποτελεῖται ἀπὸ τὶς ἐπὶ μέρους λέξεις σὺν καὶ ὁδός, ποὺ σημαίνει συνοδοιπορία, συμπόρευση. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία: ἡ ἐπί τό αὐτό Σύναξη τοῦ σύμπαντος καί ἡ πορεία του πρός τή Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁ Ἐκκλησιασμός τοῦ Σύμπαντος καί ἡ συμπόρευση ὅλων τῶν στοιχείων του πρός τόν Κύριον τῶν πάντων. Εἶναι ἡ συγκέντρωση ὅλων σ’ ἕνα σῶμα, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἅγιος Ἱγνάτιος ὁ θεοφόρος λέγει ὅτι οἱ χριστιανοί εἴμαστε ὅλοι «σύνοδοι», συνοδοιπόροι, «θεοφόροι καὶ ναοφόροι͵ χριστοφόροι͵ ἁγιοφόροι στολισμένοι πλήρως, μέ τίς ἐντολές τοῦ ἸησοῦΧριστοῦ». Συνοδοιποροῦμε φέροντας μέσα μας τόν Θεό, τόν Χριστό, τό Ἅγιο Πνεῦμα, τόν Ναό τοῦἉγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ Μας, πού εἶναι ἡ καρδία μας. Εἴμαστε λίθοι τοῦ Ναοῦ πού ἀνήκει στόν Πατέρα καί ἀναβαίνουμε στά ὕψη μέ τήν μηχανή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ Τίμιος Σταυρός, χρησιμοποιώντας σάν σχοινί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ πίστη μας εἶναι ὁ ἀναγωγέας μας (αὐτό πού μᾶςἀνεβάζει πρός τόν Θεό), ἐνῶ ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ κοινός μας δρόμος, πού μᾶς φέρνει πρός τά ἄνω, πρός τόν Θεό.
Ἡ ἀγάπη μᾶς καθιστᾶ συν-οδοιπόρους.
Χωρίς ἀγάπη δέν ὑπάρχει σύνδεσμος μεταξύ μας, δέν ὑπάρχει σύνοδος, συνοδοιπορία πνευματική, δέν ὑπάρχει ἐκκλησιασμός, ἐκκλησιαστικοποίηση τῶν μελῶν τοῦ ποιμνίου· χωρίςἀγάπη δέν ὑπάρχει ἑνότης, Θεία Εὐχαριστία καί Θεία Λειτουργία. Χωρίς ἀγάπη δέν ὑπάρχειἘκκλησία, οὔτε εἶναι δυνατόν νά εἶναι κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἄν δέν βαδίζει στό δρόμο τῆςἐν Χριστῷ ἀγάπης. Συνοδοιποροῦμε ἐπίσης, ὄχι μόνο μέ τήν ἐπίγεια, ἀλλά καί μέ τήν ἐν οὐρανοῖςἘκκλησία καί τούς ἀμώμους ἁγίους μας. Στήν Θεία Λειτουργία ποτέ δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι εἴμαστε ὅλοι μαζί. Δέν εἴμαστε μόνοι μας, οὔτε κάνουμε ἐκεῖ ἀτομική ἤ ἰδιωτική προσευχή. ΣτήνἘκκλησία ἄλλωστε, ποτέ δέν εἴμαστε ἄτομα, καί ποτέ δέν κάνουμε ἀτομική προσευχή. Ἡ κατά μόνας προσευχή, πού κάνει ὁ καθένας μας δέν εἶναι ἀτομική, ἀλλά γεγονός πού ἀφορᾶ σ’ ὅλην τήνἘκκλησία, διότι ὁ πιστός εἶναι πάντα ἑνωμένος μέ ὅλους τούς πιστούς, μέ ὅλην τήν Ἐκκλησία.Ἀκόμη καί ἄν εἶναι ἀσκητής ἀπομονωμένος, δέν παύει νά νιώθει «ἕνα» μέ ὅλους τούς πιστούς. Κατ’ἐξοχήν ὀφείλουμε νά νιώθουμε «ἕνα» μέ ὅλους, ὅταν βρισκόμεθα μέσα στήν Θεία Λατρεία. Συλλειτουργοῦμε καί συλλειτουργούμαστε. Γιά νά γίνουμε ἄλλωστε «ἕνα», προσευχήθηκε ὁΧριστός Μας. Γιά νά γίνουμε «ἕνα», ἦλθε στή γῆ. Γιά νά γίνουμε «ἕνα», διά τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος ἔφυγε στούς οὐρανούς. Γιά νά γίνουμε «ἕνα», θά ἔλθει καί πάλιν κατά τήν ἔνδοξον Δευτέρα Του Παρουσία.
Ὁ Χριστιανός ποτέ δέν νιώθει μόνος, διότι πάντα βιώνει τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητητα μέ ὅλους. Οἱ καϋμοί, οἱ θλίψεις, οἱ χαρές ὅλων εἶναι καί δικά του βιώματα. Ὅταν γίνουμε «ἕνα» μέ ὅλους, διά τῆς ἐν Χριστῷ ἑνοποιοῦ ἀγάπης, τότε εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὅταν ζήσουμε αὐτήν τήν ἑνότητα μέὅλους, τηρώντας τίς Κυριακές ἐντολές, τότε εἰσαγόμαστε καί παραμένουμε μέσα στήν Ἐκκλησία. Γινόμαστε τότε ἕνα σῶμα, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί πραγματώνεται τό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ὑμεῖς δε ἐστέ σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους».
Ὁ Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης βίωνε αὐτήν τήν ἑνότητα μέ ὅλους καί γι’ αὐτό ἔλεγε: «Εἴμαστε ὅλοι ἕνα, γιατί ὁ Θεός εἶναι Πατέρας Μας κι’ εἶναι παντοῦ». Ὑπάρχει ἡ κοινότητα τῆς φύσεως, τῆς οὐσίας. Ἔχουμε ὅλοι τήν ἴδια ἀνθρώπινη φύση. Πρέπει νά ὑπάρξει καί ἡ ἑνότητα τοῦθελήματος· καί αὐτό γίνεται μόνο διά τῆς ὑπακοῆς ὅλων στόν Χριστό. Ὅταν εἴμαστε μέσα στήνἘκκλησία ἔχουμε ὅλοι τό ἴδιο θέλημα, τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε πράγματι μόνο «μέσα στήνἘκκλησία γινόμαστε ἕνα μέ κάθε δυστυχισμένο καί πονεμένο κι ἁμαρτωλό», «ἕνα» μέ ὅλους.
Ἐκκλησία σημαίνει σύνοδος
Σύνοδος καὶ Ἐκκλησία εἶναι ταυτόσημες ἔννοιες, διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι σύνοδος οὐρανοῦ καὶγῆς, ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, ζώντων καὶ κεκοιμημένων. Ὅλοι οἱ Χριστιανοί εἴμεθα συνοδίτες, συνοδοιπόροι. Πορευόμαστε διά τοῦ Χριστοῦ, πρός τόν Θεό Πατέρα. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ Δρόμος, ἡὉδός πάνω στήν ὁποία βαδίζουμε καί διά τῆς ὁποίας φθάνουμε στόν προορισμό μας. Μαζί μας εἶναι ὅλη ἡ Ἐκκλησία.
Εἴμαστε συνοδοιπόροι, ὄχι μόνο μέ τούς ἄλλους ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, ἀλλά καί μέ τόν Ἴδιο τόν Χριστό. Ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας ἐπάνω στόν Σταυρό κι ἐμεῖς, ὅπως ὁ ἐκ δεξιῶν Του ληστής κραυγάζουμε: «Μνήσθητι ἡμῶν Κύριε ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου». Ὁ Χριστός μας ἀνταποκρινόμενος, μᾶς χαρίζει τόν ἑαυτό Του, τήν Θεία Κοινωνία, πού εἶναι ὁ Παράδεισος, ἐπαναλαμβάνοντας αὐτό, πού εἶπε στόν ἅγιο Ληστή: «Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ».
«Ἡ Ἐκκλησία», λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ἱδρύθηκε ὄχι γιά νά εἴμαστε διαιρεμένοι ὅσοι μαζευόμαστε, ἀλλά γιά νά φθάσουμε στήν ἑνότητα, ὅσοι εἴμασταν διαιρεμένοι. Καί αὐτό φανερώνειἡ Εὐχαριστιακή σύνοδος».
Ὀνόμαζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος τήν Θεία Λειτουργία: εὐχαριστιακή σύνοδο. Μέ τήν συμμετοχή μας σ’ αὐτήν, δείχνουμε ὅτι βαδίζουμε ὅλοι ἑνωμένοι πάνω στήν ἴδια Ὁδό, πού εἶναι ὁΧριστός Μας. Συμβαδίζουμε καί συν-ερχόμεθα...Ἐρχόμαστε μαζί καί φθάνουμε, συγκροτοῦντες μίαἁγία συν-έλευση.
Ἔστω καί ἄν εἶναι δύο ἤ τρεῖς οἱ μετέχοντες στήν Θεία Λειτουργία, ὅμως αὐτοί συν-οδεύουν καί συνοδοιποροῦν μέ ὅλην τήν Ἐκκλησία, πρός τήν Ἁγία Τριάδα. Οἱ δύο ἤ τρεῖς λαϊκοί, πού μαζί μέ τόν ἱερέα λειτουργό -τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ- προσφέρουν τήν ἀναίμακτη θυσία δέν εἶναι μόνοι τους, ξεκομμένοι ἀπό τούς ἄλλους· εἶναι «ὁλόκληρο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο μέ μιά ψυχή καί μέ μιά φωνή ἀναπέμπει τήν δέησή του στόν Θεό... Κι ἄν ἀκόμα ὅλοι σιγοψάλλουν, ἡ φωνή βγαίνει σάν ἀπό ἕνα στόμα» . Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μία ἁγία σύν-οδος, ἁγία συν-έλευση τῶν πάντων, ἕνας ἔρχομος, μία πορεία ἀλλά καί ἕνα φτάσιμο, μία ἄφιξη ὅλων στό ἅγιο Τέρμα, πού εἶναιὁ Θεός.