Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΛΑΤΡΕΙΑ
ΣΤΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Β.ΤΖΕΡΠΟΣ
Λέκτωρ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Κείμενο από το ΣΤ' Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο
Ἀθῆναι, 20-23 Σεπτεμβρίου 2004
Γενικό Θέμα «Χριστιανική λατρεία καί εἰδωλολατρία».
Τῆνος
Εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ ὅρος «λειτουργία» μέ τόν ὁποῖο δηλώνεται σήμερα κυρίως τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, σημαίνει ἐτυμολογικά ἔργο τοῦ λαοῦ, δηλαδή, ἔργο τό ὁποῖο γίνεται ἀπό τό λαό καί γιά τό λαό(1). Προφανῶς ἡ ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία υἱοθέτηση τοῦ ὅρου αὐτοῦ δέν ἔγινε τυχαῖα, ἀλλ᾿ ἀπέβλεπε στήν ὑπογράμμιση τοῦ λαϊκοῦ χαρακτήρα, τόν ὁποῖο ἀπό τή φύση της ἔχει καί πρέπει νά ἔχει γενικά ἡ ὀρθόδοξη λατρεία, ὡς συλλειτουργία κλήρου καί λαοῦ, κατά τήν λατρευτική συγκρότηση και φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας σ᾿ ἕνα σῶμα(2). Ὡς ὁμοούσιο γέννημα τῆς ὀρθόδοξης λατρείας θά πρέπει νά θεωρήσουμε κατ᾿ ἀναλογία καί τίς ἀπό τόν ἁπλό λαό ἐνασκουμένες διάφορες χριστιανικές λατρευτικές πρακτικές, οἱ ὁποῖες δέν ἐντάσσονται μέν στήν ἐπίσημη λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἀσκοῦνται ὅμως κατ᾿ ἔθος καί κατά παράδοση καί συνιστοῦν ἕνα ἐξ ἴσου σεβάσμιο τμῆμα τῆς γενικώτερης πνευματικῆς μας κληρονομιᾶς(3). Διότι ἀποτελοῦν τό ξεχείλισμα τῆς λατρεύουσας λαϊκῆς ψυχῆς, πού μορφοποιεῖται σέ ἤθη καί ἔθιμα(4), ὡσάν ἐκεῖνα πού τόσο παραστατικά μᾶς περιγράφει στά διηγήματά του ὁ Ἀλ. Παπαδιαμάντης(5) καί εἶναι αὐτά πού λίγο - πολύ ὀνομάζουμε ὀρθόδοξη λειτουργική εὐσέβεια(6).
Παράλληλα, σήμερα, χρησιμοποιεῖται εὐρύτατα καί ὁ ὅρος λαϊκή λατρεία(7), μέ τόν ὁποῖο νοεῖται γενικά τό σύνολο τῶν ὑπό τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ τηρουμένων τελετουργικῶν τύπων(8), καί ἡ ὁποία ὡς τμῆμα τοῦ γενικώτερου λαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ἀποτελεῖ ἀντικείμενο σπουδῆς πολλῶν σχετικῶν ἐπιστημονικῶν κλάδων, κυρίως ὅμως τῆς Λαογραφίας(9). Στήν ἐπιστήμη αὐτή ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία θά πρέπει κατ᾿ ἀρχήν νά εἶναι εὐγνώμων, διότι χάρη σ᾿ αὐτήν γνωρίζουμε σήμερα πολλά βασικά στοιχεῖα τῆς λαϊκῆς θρησκευτικότητας, ἰδιαίτερα χρήσιμα κατά τήν ἐνάσκηση τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτόχρονα, ὅμως, καταγράφεται καί ἡ ἀνάγκη μιᾶς πιό συστηματικῆς θεολογικῆς διερεύνησης καί ἑρμηνείας τῶν λαογραφικῶν αὐτῶν φαινομένων, τουλάχιστον γιά νά ἀποφεύγονται ἀκρότητες, ὅπως ἡ ἀναγωγή ὅλων τῶν λαϊκῶν θρησκευτικῶν ἐκδηλώσεων στήν εἰδωλολατρία, τήν μαγεία ἤ τήν δεισιδαιμονία(10), ἤ γενικεύσεις ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν κατώρθωσε σέ καμμιά περίπτωση νά ἐκχριστιανίσει οὐσιαστικά τόν κόσμο(11).Τό γεγονός δέν ἐκπλήσσει καθόλου ἄν ἀναλογισθεῖ κανείς, ὅτι κατά τόν προηγούμενο αἰώνα ὁρισμένοι ἐκπρόσωποι τῆς λεγόμενης θρησκειολογικῆς σχολῆς διισχυρίζοντο, ὅτι τά ἱερά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά ἡ ὑπό χριστιανικό μανδύα συνέχιση τῶν ἀρχαίων εἰδωλολατρικῶν μυστηρίων(12). Ἀλλά καί ἐντός τῶν κόλπων τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας διατυπώνεται σήμερα ἕνας ἀνάλογος προβληματισμός μέ τήν κατάδειξη συγκεκριμένων συμπτωμάτων, τά ὁποῖα χαρακτηρίζονται ὡς περιπτώσεις διολίσθησης πρός μιά μαγική καί δεισιδαίμονα κατανόηση τῆς χριστιανικῆς λατρείας(13). Οἱ διαπιστώσεις αὐτές, σέ συνδυασμό μέ τή σύγχρονη πρόκληση τοῦ Νεοπαγανισμοῦ(14), ὑπογραμμίζουν γιά μιά ἀκόμη φορά τήν σπουδαιότητα τοῦ γενικωτέρου θέματος τῆς σχέσεως χριστιανικῆς λατρείας καί εἰδωλολατρίας.Προσδιορίζουν δέ καί τήν εἰδική στοχοθεσία τῆς μελέτης αὐτῆς, ἡ ὁποία καλεῖται οὐσιαστικά νά ἀπαντήσει στά ἑξῆς δύο βασικά ἐρωτήματα: α)πῶς καί σέ ποιό βαθμό ἡ ἐκκλησιαστική λατρεία συνετέλεσε διαχρονικά στήν διαμόρφωση τῶν διαφόρων ἠθῶν καί ἐθίμων τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ· καί β) ποιά σημασία ἔχουν αὐτά τά παραδοσιακά ἤθη καί ἔθιμα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ γιά τήν πνευματική ζωή τῆς Ὀρθόδοξης Ἑλληνικῆς Ἐκκλησία μας σήμερα.
1. Κατ᾿ ἀρχήν θά πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ὑπάρχει μιά θεμελιακή διαφορά μεταξύ τῆς χριστιανικῆς ἀντιλήψεως περί λατρείας γενικά καί οἱασδήποτε ἄλλης ἐννοιολογικῆς προσεγγίσεως τοῦ πανθρησκειακοῦ αὐτοῦ φαινομένου. Ἐπ᾿ αὐτοῦ εἶναι ἰδιαίτερα ἐνδεικτική ἡ ἱστορική διαπίστωση, ὅτι τό μήνυμα τοῦ χριστιανικοῦ εὐαγγελίου οὐδέποτε κηρύχτηκε ὡς μιά σώζουσα λατρεία, ἀλλά πάντοτε ὡς μιά σώζουσα πίστη(15). Ἤδη στό κήρυγμα τῶν προφητῶν τῆς Π. Διαθήκης καί σέ ἀντίθεση μέ τίς μνημονευόμενες ἀπ᾿ αὐτήν διάφορες μορφές εἰδωλολατρίας, ὅπως ἡ μαγεία καί ὁ λειτουργικός συγκρητισμός, ὑπογραμμίζεται ἡ ὕπαρξη τοῦ ἑνός καί μοναδικοῦ Θεοῦ, στόν ὁποῖο ὁ πιστός λάτρης ἀνάγεται μόνο μέ τήν δικαιοσύνη, τήν ἀγάπη καί τήν ἁγιότητα(16). Τόν πνευματικό αὐτό χαρακτήρα τῆς λατρείας τονίζει ἰδιαίτερα ἡ Κ. Διαθήκη μέ τήν προβολή τῆς μοναδικότητας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἔχει τήν τελική ἀναφορά της διά τῆς Ἐκκλησίας ἡ χριστιανική λατρεία (Ἐφ. 1, 3-14. 2, 18-22). Διότι οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομα ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς( Πράξ. 4,12). Ἑπομένως ἡ χριστιανική λατρεία δέν μπορεῖ ποτέ νά αὐτονομηθεῖ ὡς θεσμός, ἀλλά νομιμοποιεῖται μόνο στό μέτρο πού ἐκφράζει τό δόγμα καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας.
Στά πλαίσια, λοιπόν, τῆς ἐν Χριστῷ θείας ἐνανθρωπήσεως καί πρός ἀποφυγή κάθε εἴδους λειτουργικοῦ μονοφυσιτισμοῦ, καταφάσκεται μαζύ μέ τήν πνευματικότητα καί ἡ διαμέσου ὑλικῶν συμβόλων καί τελετουργικῶν τύπων αἰσθητοποίηση τῆς λατρείας, ὡς συγκατάβαση καί ἔκφραση τῆς ἀγάπης τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν ἀπό σῶμα καί ψυχή ἀποτελούμενο ἄνθρωπο. Ἀλλά καί πάλιν τονίζεται ὁ ἀναγωγικός χαρακτήρας τῆς χριστιανικῆς λατρείας, ὡς λατρείας λογικῆς( Ρωμ. 12,1 ), πού προσφέρεται ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ ( Ἰωάν.4,24) καί διαμέσου τῆς ὁποίας ὁ ὑλικός κόσμος μεταμορφώνεται ἐν Χριστῷ σ’ ἕναν παγκόσμιο ναό φανέρωσης τῆς δόξας τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος ἔκπτωσης ἀπ᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τόν πνευματικό χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς λατρείας σέ κάθε εἴδους εἰδωλοποίηση τῶν στοιχείων τοῦ ὑποταγμένου στήν ἁμαρτία φθαρτοῦ τούτου κόσμου εἶναι καί ὁ βασικός λόγος, ὁ ὁποῖος ἐξηγεῖ τόν ὡς ἕνα μεγάλο βαθμό ἀπόκοσμο χαρακτήρα, πού ἐμφάνιζε ἡ χριστιανική λατρεία κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες(17).
2. Ἀπό τόν 4ο αἰ., ὅμως, καί ἑξῆς, μετά τήν κατάπαυση τῶν διωγμῶν καί τήν καθιέρωση τῆς ἀνεξιθρησκείας, ἡ ὁποία στήν πράξη σήμαινε ἐλεύθερη τέλεση τῆς χριστιανικῆς λατρείας, δημιουργήθηκε μιά ἐντελῶς καινούργια ποιμαντική κατάσταση στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔμελε νά ἐπηρεάσει καθοριστικά καί τήν περαιτέρω ἐξέλιξη τῆς λειτουργικῆς της ζωῆς. Ἀναφερόμαστε ἰδιαίτερα στό μεγάλο θέμα τῆς μεταστροφῆς καί τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν ἐθνικῶν, τῶν ὁποίων ἡ μαζική πλέον προσέλευση στήν Ἐκκλησία δημιουργοῦσε πρόβλημα ἐκχριστιανισμοῦ τῆς ἴδιας τῆς κοινωνίας μέ τήν ὀργανωμένη της μορφή, τά ἤθη καί ἔθιμα καί τό πιό σπουδαῖο, τή θρησκευτική της ψυχολογία. Μέ βάση δέ τό γεγονός, ὅτι στόν προχριστιανικό κόσμο θρησκεία καί λατρεία ἦταν ἔννοιες σχεδόν ταυτόσημες, ὥστε ἡ εἰδωλολατρία ν᾿ἀποτελεῖ οὐσιαστικά ἕνα σύστημα λατρειῶν, ἐκεῖνο πού ἀναπόφευκτα προσείλκυσε ἰδιαίτερα τήν προσοχή τῶν λαϊκῶν μαζῶν κατά τήν ἔνταξή τους στή Ἐκκλησία ἦταν ἡ λατρεία της(18). Κατά τήν διαδικασία δ᾿ αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς λειτουργικῆς μεταστροφῆς τῶν ἐξ ἐθνῶν χριστιανῶν ἑστιάζεται καί ἡ οὐσία τοῦ προβλήματος, πού μᾶς ἀπασχολεῖ στή μελέτη αὐτή.
Εἶναι, δηλαδή, γνωστό ὅτι τό μεγαλύτερο πνευματικό ἐμπόδιο, πού συνάντησε ἡ ἱεραποστολή τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας κατά τόν ἐκχριστιανισμό τοῦ τότε ἑλληρωμαϊκοῦ κόσμου, δέν ἦταν τόσο ἡ πίστη στούς μεγάλους καί ἐπώνυμους θεούς, ὅσο στήν ὕπαρξη ἀπειράριθμων μικρῶν θεῶν-δαιμόνων, πού συνδέονταν μέ μιά λιγότερο ἤ περισσότερο ἐξελιγμένη πρωτόγονη λατρεία τῆς φύσης(19). Πρόκειται γιά μιά μορφή λαϊκῆς θρησκευτικότητας, πού παρότι δέν ἀνῆκε στίς ἀνώτερες μορφές τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας, ἦταν αὐτή πού παρουσίασε τήν μεγαλύτερη ἀνθεκτικότητα, διότι συνδέονταν πολλαπλῶς μέ τή γῆ, ἀπό τήν καλλιέργεια τῆς ὁποίας καί ζοῦσαν κυρίως οἱ στήν πλειονότητά τους ἀγροτικοί πληθυσμοί τῆς ἐποχῆς αὐτῆς. Γιαυτό καί εὔστοχα παρατηρήθηκε ὅτι ὁ ἀγώνας τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῆς εἰδωλολατρίας γνώρισε μιά ξεχωριστή ἔνταση, ὅταν ἡ Ἐκκλησία συγκρούστηκε μέ τό «χωριό», δηλαδή, τό στρῶμα ἐκεῖνο τοῦ πληθυσμοῦ, γιά τό ὁποῖο ἡ εἰδωλολατρική λατρεία ἀποτελοῦσε ἕνα ὀργανικό μέρος τῆς σχέσης τῶν ἀνθρώπων μέ τή φύση. Τήν πιό δέ εὔγλωττη ἐπ’ αὐτοῦ μαρτυρία μᾶς παρέχει τό φαινόμενο τῆς διπλῆς πίστης, πού ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει ὡς σήμερα ἀνάμεσα σ’ ὅλους σχεδόν τούς λαούς τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ(20). Καί αὐτό ἦταν ὡς ἕνα σημεῖο φυσικό. Διότι μαζύ μέ τήν ἀπάρνηση μιᾶς αἰωνόβιας θρησκείας, ὅπως ἦταν ἡ εἰδωλολατρία, ὁ πολύς λαός ἐκαλεῖτο νά ἐγκαταλείψει ταυτόχρονα κι ἕνα πλῆθος λαϊκῶν συνηθειῶν, πού ἐξακολουθοῦσαν καί μετά τήν μεταστροφή του τό χριστιανικό εὐαγγέλιο, νά τόν συγκινοῦν(21). Διότι συνδέθηκαν μακραίωνα μέ τά σπουδαιότερα γεγονότα τῆς καθημερινῆς του ζωῆς, ὅπως εἶναι ἡ γέννηση, ὁ γάμος, ἡ ὑγεία, οἱ χαρές καί οἱ λύπες τῆς ζωῆς, ἡ γονιμότητα τῆς γῆς, ἡ ἐναλλαγή τῶν ἐποχῶν καί γενικά τό μυστήριο τοῦ χρόνου, ὁ θάνατος καί ἡ μετά θάνατον ἐπιβίωση. Πολλά δέ ἀπ᾿ αὐτά ὑπαγορεύονταν ἀπό τούς κοινούς γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους νόμους τῆς φύσεως καί μποροῦσαν, εἴτε αὐτούσια, εἴτε ἀνανοηματοδοτούμενα χριστιανικά, νά ἐνσωματωθοῦν εὔκολα στήν προοδευτικά δημιουργούμενη χριστιανική λαϊκή παράδοση. Πρός τήν δημιουργία αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς νέας παράδοσης ἐπικεντρώθηκε στό ἑξῆς ἡ ὅλη ἱεραποστολική προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας(22), μέ ἰδιαίτερη, ὅμως, ἔμφαση στήν ἀποκάθαρση τοῦ βίου τῶν χριστιανῶν, ἀπό οἱοδήποτε θύραθεν στοιχεῖο ἐρχόταν σέ εὐθεῖα ἀντίθεση μ᾿ αὐτό καθαυτό τό δόγμα καί τό ἦθος τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
3. Σήμερα ἔχουμε, εὐτυχῶς, μιά λίγο-πολύ ὁλοκληρωμένη εἰκόνα γιά τά λαϊκά λατρευτικά ἔθιμα τοῡ ἑλλαδικοῦ χώρου, πού τήν ὀφείλουμε, ὅπως ἤδη ἐλέχθη, στήν μεγάλη ἀνάπτυξη πού γνώρισαν οἱ λαογραφικές σπουδές στήν πατρίδα μας τά τελευταῖα χρόνια. Παρά δέ τίς παρατηρούμενες μεταξύ τῶν λαογράφων διαφορές σχετικά μέ τόν τρόπο ἑρμηνείας τους, κοινή εἶναι ἡ διαπίστωση, ὅτι ἡ ἐπίσημη λατρεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τῆς νεοελληνικῆς λαϊκῆς θρησκευτικότητας, καί καλύπτει σέ ἐντυπωσιακό βαθμό ὅλες τίς ἐπιμέρους πτυχές τῆς ἰδιωτικῆς καί δημόσιας ζωῆς τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Ἀρκεῖ πρός τοῦτο νά θυμηθεῖ κανείς τόν μαζικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο οἱ νεοέλληνες συμμετέχουν σήμερα στίς μεγάλες ἐτήσιες χριστιανικές γιορτές, ὅπως εἶναι τό Πάσχα, τά Χριστούγεννα, τά Φῶτα, οἱ ἄλλες μεγάλες δεσποτικές καί θεομητορικές ἑορτές, οἱ πανηγύρεις τῶν ναῶν, ὁ καθαγιασμός τῶν μεγάλων στιγμῶν τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου -γέννηση, γάμος, θάνατος-μέ τίς ἀντίστοιχες λειτουργικές ἀκολουθίες τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Γάμου καί τῆς Κηδείας, ἤ τό πλῆθος τῶν παλαιῶν καί νέων περιστατικῶν εὐχῶν, μέ τίς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία ἁγιάζει τά καθημερινά ἔργα τῶν ἀνθρώπων.
Ἐπιπλέον ὅλες αὐτές οἱ ἐκκλησιαστικές λειτουργικές ἀκολουθίες πλαισιώνονται μ᾿ ἕνα ἀκόμη πλῆθος παραλειτουργικῶν τελετουργικῶν στοιχείων καί ἐθίμων, τά ὁποῖα ἀπό ἄποψη πνευματική εἶναι ὁμόλογα καί ὁμοούσια πρός ὅσα ἄλλα ἔχουν ἤδη ἐνσωματωθεῖ ὡς δομικά στοιχεῖα στίς διάφορες λειτουργικές ἀκολουθίες(23), τίς ὁποῖες καί γειώνουν σέ αὐθόρμητα λαϊκά βιώματα. Διότι, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀπό τή φύση του γεωχαρής(24). Γιαυτό καί ὁποιαδήποτε εἰδολογική προσομοιότητα τῶν στοιχείων αὐτῶν πρός ἀντίστοιχα προχριστιανικά ἤ ἐξωχριστιανικά, δέν πρέπει νά μᾶς ὁδηγεῖ πρός ἄχρωμες θρησκειολογίζουσες καί κοινωνιολογίζουσες συγχύσεις, διότι αὐτό πού βαραίνει ἰδιαίτερα στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ἡ διαφορετικότητα τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους πού ἐκφράζουν(25). Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος «οὐκ ἐν σχήμασιν καί τύποις ἐξωτέροις ἡ ἀλλοίωσις τῶν χριστιανῶν ὑπάρχει, ὡς οἱ πολλοί ἐν τούτῳ οἴονται εἶναι τήν διαφοράν καί διάκρισιν μεταξύ κόσμου και αὐτῶν, ἐν σχήματι και τύποις… ἐν γάρ τῇ τοῦ νοός ἀνακαινώσει καί τῇ τῶν λογισμῶν εἰρήνῃ καί τῇ τοῦ Κυρίου ἀγάπῃ καί οὐρανίῳ ἔρωτι ἡ καινή κτίσις τῶν χριστιανῶν πάντων ἀνθρώπων τοῦ κόσμου διαφέρει· διό καί ἡ ἔλευσις τοῦ Κυρίου γέγονεν»(26).
Ἀπό τόν ἐκτενῆ κατάλογο τῶν ἐθίμων αὐτῶν, πού ποικίλουν κατά τόπους καί ἐποχές καί ἀπαιτεῖ τό καθένα εἰδική διαπραγμάτευση, ἀναφέρουμε ἐδῶ τά σπουδαιότερα ἀπ᾿αὐτά, ὅπως εἶναι οἱ ἑορταστικοί ἀγ(υ)ερμοί μέ τά παιδικά κάλαντα τῶν Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιᾶς καί τά λαζαρίσματα τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου, τό χριστουγεννιάτικο δένδρο καί ἡ φάτνη, ὁ ἁγιασμός τῶν ὑδάτων τά Θεοφάνεια μέ τήν πανηγυρική κατάδυση τοῦ τιμίου σταυροῦ σέ θάλασσες καί ποταμούς(27), ἡ πάνδημη συμμετοχή στόν ἐπιτάφιο καί τήν πολύκροτη καί πολύφωτη νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, τά κόκκινα αὐγά καί ὁ ὀβελίας τοῦ Πάσχα(28), τά πανηγυρικά κόλυβα, τά ὑψώματα τοῦ ἄρτου καί οἱ τελετουργικές συνεστιάσεις στίς μνῆμες τῶν ἁγίων, τό μοίρασμα τῶν εὐλογημένων λουλουδιῶν στίς ἑορτές τοῦ Σταυροῦ, τό χριστιανικό περιεχόμενο πολλῶν δημοτικῶν ἀσμάτων(29) καί λαϊκῶν ἐκφράσεων(30) καί πολλά ἄλλα(31). Μεταξύ ὅλων αὐτῶν μιά ξεχωριστή θέση κατέχουν ἀναμφισβήτητα οἱ ἀναρίθμητοι προσκυνηματικοί ναοί τῆς Παναγίας(32) καί οἱ πολυώνυμες θαυματουργές της εἰκόνες(33), διαμέσου τῶν ὁποίων ἡ λαϊκή εὐσέβεια ἀποδέχεται τόν κορυφαῖο μεσιτικό της ρόλο, «ὄχι δίκην μαγικῆς καί ἄλογης συμπεριφορᾶς, ἀλλά γιατί ἀναγνωρίζει στό πρόσωπό της «τό ἱερόν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», «τήν τό γένος τῶν ἀνθρώπων ρυσαμένην προγονικῆς ἀποφάσεως»(34).
4. Ὑπάρχει, ὡστόσο, καί μιά ἄλλη κατηγορία λαϊκῶν λατρευτικῶν ἐθίμων, τά ὁποῖα σχετίζονται μέν κατά κάποιο ἐξωτερικό τρόπο μέ τήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πρόκειται ὅμως οὐσιαστικά γιά μαγικοῦ τύπου(35) τελετές καί ἀντιλήψεις, ἤ δεισιδαίμονες συμπεριφορές καί προλήψεις, πού πόρρω ἀπέχουν ἀπό τήν ἀληθινή πίστη καί τό αὐθεντικό λειτουργικό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἤδη κατά τήν χριστιανική ἀρχαιότητα καί κάτω ἀπό εἰδωλολατρική ἐπίδραση, εἶχε ἀναπτυχθεῖ ἡ ἀντίληψη, ὅτι τά ἱερά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μποροῦν νά δράσουν καί χωρίς τήν πίστη τοῦ μετέχοντος σ᾿ αὐτά. Γιαυτό καί παρετηροῦντο περιπτώσεις μετάδοσης τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας σέ ἤδη τεθνεῶτες(36), καθάπερ ἐπί σκηνῆς παίζοντες, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος(37). Καταχρηστική μετάδοση ἱερῶν μυστηρίων στούς νεκρούς παρατηρεῖται καί κατά τήν μετέπειτα περίοδο μέ τήν τοποθέτηση γραπτῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς τοῦ πνευματικοῦ στά νεκρολείψανο αὐτῶν πού δέν πρόλαβαν νά ἐξομολογηθοῦν πρό τοῦ θανάτου(38), ἤ τήν τέλεση τοῦ ἁγίου Εὐχελαίου ὡς ἀναπληρώματος τῆς πρό τοῦ θανάτου μετάνοιας σέ περιπτώσεις ψυχορραγούντων ἤ καί ἤδη θανόντων. Τήν πιό ἀκραία ἐξέλιξη τῆς κατάχρησης αὐτῆς ἀποτελεῖ ἡ κατά τόν 14ο αἰ. ἐμφάνιση σέ ὁρισμένα χειρόγραφα Εὐχολόγια καί εἰδικῆς ἀκολουθίας Νεκρωσίμου Εὐχελαίου, μέ προφανῆ τελετουργικά στοιχεῖα ὁμοιοπαθητικῆς μαγείας(39) γιά τήν μετά θάνατο ἄφεση ἁμαρτιῶν ἀμετανοήτως θανόντων, ἡ ὁποία εὐτυχῶς διεγράφη ἀπό τήν λειτουργική πράξη τῆς Ἐκκλησίας, μόλις ἔγινε εὐρύτερα γνωστή με τήν συμπερίληψή της στήν πρώτη ἔκδοση τοῦ ἔντυπου Εὐχολογίου τό 1526(40).
Ἐκτός τῶν ἀνωτέρω, κατά τό παρελθόν παρατηρήθηκαν καί πολλές ἄλλες περιπτώσεις ἀναμείξεως χριστιανικῶν καί εἰδωλολατρικῶν λατρευτικῶν στοιχείων, οἱ ὁποῖες, δυστυχῶς, παρά τήν ἄνοδο τοῦ μορφωτικοῦ ἐπιπέδου τοῦ λαοῦ καί τήν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας καταβληθεῖσα κατηχητική προσπάθεια, παραμένουν ὡς σήμερα ἀνεξάλειπτες.Ὅπως λέγει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Νικλοδημος ὁ Ἁγιορείτης«Ἀπό ἄλλην, ἀδελφοί μου, ἀφορμήν δέν ἐστερεώθη ἡ ἁμαρτία καί αὔξησεν εἰς τόν κόσμον, πάρεξ ἀπό τάς κακάς συνηθείας τῶν μωρῶν καί διεφθαρμένων ἀνθρώπων, ἀπό τάς ἀλόγους προλήψεις μερικῶν ἀνοήτων, καί ἀπό παρανόμους καί ἀσυλλογίστους παραδόσεις, τάς ὁποίας ἐφεύρηκαν μέν οἱ παλιοί ἄνθρωποι, τάς ἠκολούθησαν δέ ὡς τυφλοί καί τάς ἐφύλαξαν οἱ μεταγενέστεροι…Ἐκ τούτου δέ τί ἠκουλούθησε; Τό νά νομίζουσιν οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι τό ἄνομον νόμιμον, τό ἀνεύλογον εὔλογον, τό ἄπρεπον πρέπον, τό βλαβερόν ὠφέλιμον»(41). Ἀντιπροσωπευτικά μνημονεύομε ἐδῶ τρεῖς μόνο ἀπ᾿ αὐτές τις περιπτώσεις, πού παρουσιάζουν τή μεγαλύτερη μεταξύ τοῦ λαοῦ διάδοση καί τίς συναντᾶμε καθημερινά στήν λειτουργικοποιμαντική μας διακονία.
Ἡ πρώτη περίπτωση εἶναι τά λεγόμενα φυλακτά(42), ἤτοι, ὁρισμένα μαναδυναμοῦχα ἀντικείμενα(43), τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦν πολλοί ἄνθρωποι ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἀνεξαρτήτως πολιτισμοῦ καί θρησκείας, πρός ἀποτροπή οἱουδήποτε κακοῦ(44). Γιά τόν μαγικό χαρακτήρα τῆς χρήσεως αὐτῶν, πού καταδικάζεται αὐστηρά ἀπό τούς ἅγιους πατέρες καί τούς ἱερούς κανόνες(45), εἶναι ἐνδεικτικά τόσο τά ὑλικά πού συνήθως ἐπιλέγονται κατά τήν κατασκευή τους(46), ὅπως κόκκαλο νυχτερίδας ἤ φιδοπουκάμισο, ἀπήγανος, σκόρδο ἤ κρεμμύδα, κόκκινη κλωστή, πέταλο ἀλόγου, μαγνῆτες, γαλάζιες χάντρες, μαγικές ἐπιγραφές κ.λπ., ὅσο καί τό χερικό, δηλαδή, ἡ ἰδιαίτερη μαγική δύναμη τοῦ κατασκευαστῆ τους.Παράλληλα ὑπάρχουν καί τά καθαρά χριστιανικά φυλακτά, τά ὁποῖα οἱ πιστοί λαμβάνουν ὡς εὐλογία ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, καί τά ὁποῖα δέν ἔχουν καμμιά οὐσιαστική σχέση μέ τά ἀντίστοιχα εἰδωλολατρικά. Ἀλλ᾿ εἴτε ἀπό τή φύση, εἴτε ἀπό τή χρήση τους αἰσθητοποιοῦν τήν προστατευτική παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας, ὅπως π.χ. ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου, τά ἱερά λείψανα, οἱ ἱερές εἰκόνες καί τά ἱερά ἐνδύματα, τό ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Μικροῦ καί Μεγάλου Ἁγιασμοῦ καί τῶν ἱερῶν ἁγιασμάτων, τά ἄνθη τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ ἐπιταφίου, τά δαφνόκλαδα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαῒων, τό θυμίαμα τοῦ Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας…καί πολλά ἄλλα(47).
Δυστυχῶς, ὅμως, δέν ἀπολείπει καί ἐδῶ ἡ ἐπιστροφή ἐπί τά ἀσθενῆ καί πτωχά στοιχεῖα (Γαλ. 4,9) εἴτε μέ τήν κατασκευή φυλακτῶν μέ ἀνάμεικτο χριστιανικό καί εἰδωλολατρικό περιεχόμενο(48), εἴτε μέ τήν ἀπό ὁρισμένους χριστιανούς κατανόηση καί χρήση γενικά τῶν ἱερῶν ἀντικειμένων τῆς πίστεως μέ μαγική καί δεισιδαίμονα σημασία. Ἀναφέρουμε ἐπ᾿ αὐτοῦ δύο ἐνδεικτικά παραδείγματα: Πρῶτο τήν ἀπό Νομοκάνονα τοῦ 18/19ου αἰ. μαρτυρούμενη ἀκραία περίπτωση τῆς ἀνάμειξης τῆς θείας κοινωνίας μέ νερό, ὥστε νά κολυμβοῦν σ᾿ αὐτό οἱ γυναῖκες γιά νά τίς ἀγαποῦν οἱ ἄνδρες τους(49)· καί δεύτερο τήν ἀπό μαγική συνταγή συνιστώμενη χρήση τοῦ ἀντιμηνσίου γιά τήν λύση ἤ τό δέσιμο «τῶν κόμπων», δηλαδή, τόν θετικό ἤ ἀρνητικό ἐπηρεασμό τοῦ θύματος σέ κάποιο τομέα τῆς ζωῆς του(50). Ἔτσι δίδονται πράγματι τά ἅγια τοῖς κυσίν, τίθενται οἱ μαργαρίτες ἔμπροσθεν τῶν χοίρων (Ματθ. 7,6) καί ἐπιβεβαιώνεται γιά μιά ἀκόμη φορά τό φαινόμενο τῆς διπλῆς πίστης, γιά τά ὁποῖο μιλήσαμε προηγουμένως. Ἀλλά τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις Χριστοῦ πρός Βελίαλ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου; τίς δε συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων; ( Β΄Κορ. 6,14-16.Πρβλ. Ματθ. 6, 24).
Κατά δεύτερο λόγο αὐτός ὁ ἐπαμφοτερισμός ὁρισμένων χριστιανῶν μεταξύ Θεοῦ καί Σατανᾶ φαίνεται καί στό θέμα τῆς ἀνάμειξης τῶν λεγομένων μαγικῶν ἐπωδῶν μέ διάφορα ἁγιόλογα τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως βιβλικούς στίχους, εὐχές καί ὕμνους, πού ἀποτελεῖ ἕνα ἐπιπλέον τέχνασμα τοῦ Σατανᾶ γιά τήν ἐξαπάτηση τῶν ἀφελῶν καί τήν διευκόλυνση τοῦ ψυχοφθόρου ἔργου του ( Β΄Κορ. 11,14). Α΄Ἰωάν. δ,1)(51). Νά διευκρινίσουμε ἐδῶ, ὅτι ἐπωδές ὀνομάζονται οἱ λαϊκοί ἐκεῖνοι μαγικοί λόγοι, πολλές φορές ἀσυνάρτητοι, ἀκατανόητοι ἤ καί ξενόγλωσσοι, μέ τούς ὁποίους οἱ γητευτές ἀποσκοποῦν στή θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν πού προκαλοῦν τά πονηρά πνεύματα(52). Ἐπειδή δέ οἱ τελετουργικές αὐτές πρακτικές ἀνέκαθεν καταδικάζονταν ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς εἰδωλολατρία καί ἀποστασία γι᾿ αὐτό καί τίς ἐπένδυαν μέ κάποιο χριστιανικό ἔνδυμα, γιά νά γίνονται εὐκολότερα ἀποδεκτές καί ἀπό τούς χριστιανούς(53). Πρός τοῦτο χρησιμοποιοῦσαν καί ἄλλους τρόπους, ὅπως αὐτόν πού συνιστοῦσε μιά γητεύτρια γιά τή θεραπεία ἑνός παιδιοῦ: Γιά νά πιάσουν τά ξόρκια της ἔπρεπε νά τελεσθοῦν ἐπί τέσσερες συνεχόμενες ἑβδομάδες τέσσερες ἁγιασμοί ἡμέρα Πέμπτη καί τέσσερες λειτουργίες ἡμέρα Σάββατο. Ἡ χρήση ὁμοιοπαθητικῆς μαγείας εἶναι ἐδῶ προφανής. Οἱ ἁγιασμοί πρέπει νά τελεθοῦν ἡμέρα «Πέφτη», ὅπως τήν ὀνομάζει ὁ λαός, γιά νά πέσει τό κακό, καί οἱ λειτουργίες ἡμέρα Σάββατο, ὥστε μαζί μέ τό τελείωμα τῆς ἑβδομάδας νά τελειώσει καί τό κακό. Ἐπιβάλλεται δέ οἱ λειτουργίες νά εἶναι τοῦ Μ. Βασιλείου γιά νά ἀκουσθεῖ ἡ λέξη «μεγάλο», ὥστε νά εἶναι μεγαλύτερη καί ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς προτεινόμενης μαγικῆς θεραπείας(54).
Δυστυχῶς ἀπό ὁρισμένους λαογράφους διατυπώθηκε ἡ γνώμη ὅτι οἱ μαγικές αὐτές ἐπωδές παρεισῆλθαν τελικά καί στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν μορφή τῶν ἐξορκιστικῶν εὐχῶν, οἱ ὁποῖες διαβάζονται ὡς σήμερα στούς κατηχουμένους καί γενικά στούς ὀχλουμένους ὑπό πνευμάτων ἀκαθάρτων(55). Πρός στήριξη δέ τῆς ἀντίληψης αὐτῆς ἐπικαλοῦνται ὡς ἐπιχείρημα τήν ὕπαρξη στήν ἀρχαία Ἐκκλησία εἰδικῆς τάξεως ἐξορκιστῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τήν δύναμη τῶν ἐπωδῶν ἐξέβαλλαν ἀπό τούς ἀνθρώπους τά δαιμόνια καί ἐθεράπευαν τούς ἀσθενεῖς.Καί σ᾿ ὅ,τι μέν ἀφορᾶ τήν τάξη τῶν ἐξορκιστῶν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ἡ ἀπάντηση εἶναι, ὅτι αὐτοί ἀποτελοῦσαν ἀρχικά μιά ὁμάδα χαρισματούχων λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι στή συνέχεια ἀντικαταστάθηκαν ἀπό τούς περιβεβλημένους μέ τήν χάρη τῆς χριστιανικῆς ἱερωσύνης κληρικούς καί ἄρα δέν ἔχουν καμμιά οὐσιαστική σχέση μέ τούς εἰδωλολάτρες ἐπαοιδούς. Σ΄ὅ,τι δέ ἀφορᾶ καθ᾿ ἑαυτές τίς ἐξορκιστικές εὐχές, αὐτές εἶναι τόσο χριστοκεντρικές, ὅσο καί ὅλες οἱ ἄλλες προσευχές τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία καί γνωρίζει νά διδάσκει τούς πιστούς της πῶς καί τί δεῖ προσεύχεσθαι( Ματθ. 6,5-13) κατά περίπτωση.Τό μόνο οὐσιαστικό θεολογικό πρόβλημα πού ἐπισημαίνεται στή συνάφεια αὐτή εἶναι ἡ παρατηρούμενη σήμερα τάση μιᾶς καθ᾿ ὑπέρβαση τῆς ἱερατικῆς χάριτος δημιουργία «εἰδικευμένων ἐξορκιστῶν ἱερέων», ἡ ὁποία σέ συνδυασμό μέ τήν αὐτονόμηση τῆς ἐξορκιστικῆς δραστηριότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τή Θεία Εὐχαριστία(56), προσδίδει σ᾿αὐτήν ἕναν «πανθρησκειακό χαρακτήρα» σέ βάρος τῆς μοναδικότητας τήν ὁποία ἀπό τή φύση της ἔχει ἡ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ λύση τῶν ἔργων τοῦ διαβόλου(57).
Μιά τρίτη τέλος περίπτωση εἶναι ὁ τρόπος ἑορτασμοῦ τῶν χριστιανικῶν ἑορτῶν, κατά τίς ὁποῖες παρατηρεῖται διολίσθηση πολλῶν χριστιανῶν πρός συμπεριφορές ἀνάλογες πρός αὐτές μέ τίς ὁποῖες οἱ ἐθνικοί τιμοῦσαν τίς δικές τους ἑορτές(58).Εἶναι αὐτό ἀκριβῶς πού ἐννοεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅταν λέγει, ὅτι πρέπει νά τιμοῦμε τίς χριστιανικές ἑορτές «μή πανηγυρικῶς, ἀλλά θεϊκῶς, μή κοσμικῶς, ἀλλ᾿ ὑπερκοσμίως»(59). Ὁ ἐν λόγῳ ἐκφυλισμός εὐνοεῖται ἰδιαίτερα στίς περιπτώσεις ἐκεῖνες κατά τίς ὁποῖες οἱ ἐκκλησιαστικές ἑορτές ἀντικατέστησαν παλαιότερες ἐθνικές ἑορτές, πού ἐτελοῦντο τήν ἴδια ἐποχή, ὅπως π.χ. ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγένων( 25 Δεκεμβρίου) τήν ἐθνική ἑορτή τοῦ ἀνικήτου ἡλίου (χειμερινό ἡλιοστάσιο)(60), ἤ ἡ μνήμη τοῦ προφήτου Ἠλία καί ἡ πρός τιμή του ἀνέγερση ἐξωκκλησίων στίς κορυφές τῶν βουνῶν τήν ἑορτή τοῦ ἡλιακοῦ καί ὑετίου Διός, ὁ ὁποῖος καί αὐτός λατρευόταν στίς κορυφές τῶν βουνῶν(61).Ἔτσι ἐπιβιώνουν ὡς σήμερα προχριστιανικά ἤθη καί ἔθιμα, πού ὄχι μόνο δέν ἔχουν καμμιά σχέση πρός τήν ἑκάστοτε ἀγόμενη ἐκκλησιαστική ἑορτή, ἀλλ᾿ ἐνίοτε ἔρχονται καί σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τό χριστιανικό ἦθος. Ἀντιπροσωπευτικό ἐδῶ παράδειγμα ἀποτελοῦν οἱ κατά τήν περίοδο τῶν Ἀπόκρεω καί γενικά τοῦ κατανυκτικοῦ Τριωδίου καρναβαλικές ἐκδηλώσεις, μέ τίς μεταμφιέσεις, τήν βωμολοχία καί τίς ἄλλες ἀνηθικοτήτες, πού ἀποτελοῦν κατάλοιπο τῶν κατά τήν περίοδο τῆς ἀνοίξεως ἑορταζομένων ἐθνικῶν ἑορτῶν τῶν Βοτῶν καί Βουρμαλίων καί καταδικάζονται αὐστηρά ἀπό τόν ξβ΄κανόνα τῆς ἐν Τρούλλῳ Συνόδου (691)(62).
Ἕναν ἀνάλογο εἰδωλολατρικό χαρακτήρα εἶχαν ἀνέκαθεν καί οἱ διάφορες ἑορταστικές ἐκδηλώσεις πυρολατρίας μέ τήν καταδίκη τῶν ὁποίων ἀσχολήθηκε ἐπίσης ἡ προαναφερθεῖσα Σύνοδος(63) καί οἱ ὁποῖες ἐπιβιώνουν ὡς σήμερα μέ τά περίφημα ἀναστενάρια καί τίς φωτιές πού ἀνάβονται κατά τήν ἑορτή τοῦ Γενεθλίου τοῦ τιμίου Προδρόμου( 24 Ἰουνίου). Καί τά μέν ἀναστενάρια (64) ἀποτελοῦν σήμερα ἔθιμο, πού τελεῖται τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης ἀπό κλειστό κύκλο μυημένων καί σέ ὁρισμένες μόνο περιοχές τῆς Μακεδονίας, ὅπου καί μεταφυτεύτηκε ἀπό τούς πρόσφυγες τῆς ἀνατολικῆς Θράκης μετά τό 1923. Ἐκτός δέ τῆς πυροβασίας, πού εἶναι γενικώτρο θρησκειολογικο φαινόμενο,τό ἔθιμο αὐτό περιέχει καί ἄλλα ἀνάμεικτα εἰδωλολατρικά καί χριστιανικά λατρευτικά στοιχεῖα, ὅπως λιτανεία εἰκόνων, ἐκστασιακό χορό, θυσία ταύρου κ.ἄλ. Τό δέ τελετουργικό ἄναμμα τῶν φωτιῶν κατά τήν ἑορτή τοῦ γενεθλίου τοῦ Προδρόμου μέ τούς διασκελισμούς καί τά ὑπεράλματα πάνω ἀπό τίς φλόγες τους εἶναι πολύ γενικώτερο ἔθιμο, πού ἀπαντᾶται σέ ὅλα τά μέρη τῆς Ἑλλάδος καί προφανῶς ἔχει τήν καταγωγή του στίς παμπάλαιες συνήθειες τῶν ἀγροτικῶν πληθυσμῶν νά καῖνε αὐτή τήν περίοδο τά ξερά χόρτα καί γενικά κάθετι σάπιο καί βλαβερό πού θά μποροῦσε νά ἀποτελέσει ἑστία μολύνσεως(65).
Μέσα ἀπό τήν φυσική αὐτή καθαρτική ἰδιότητα τοῦ πυρός εὔκολα μπορεῖ κανείς νά ἀναχθεῖ καί στόν μεταφυσικό ἁγνιστικό του χαρακτήρα, τόν ὁποῖο θεωρεῖται, ὅτι κατά τήν ἐποχή αὐτή εὐνοεῖ ἰδιαίτερα ἡ προοδευτική εἴσοδος τῆς ἀστρικῆς ὥρας στό θερινό ἡλιοστάσιο, φαινόμενο ἡλιοτροπικό πού ἐντυπωσίαζε ἰδιαίτερα τούς πρωτογόνους λαούς, ἀφοῦ δέν γνώριζαν τή φυσική του ἐξήγηση(66). Ἔτσι ὁ κρίσιμος αὐτός διαβατήριος χρόνος θεωρήθηκε ὁ εὐνοϊκότερος γιά κάθε εἴδους μαγικές δραστηριότητες ἐναντίον οἱουδήποτε κακοῦ, ὅπως π.χ. γιά τήν ἀναζωογόνηση τῆς βλάστησης καί τήν ἐξασφάλιση τῆς εὐκαρπίας τῆς γῆς, ἤ τό μάντεμα τῆς καλῆς τύχης μέ τόν κλήδωνα(67) καί τούς ἄλλους οἰωνισμούς.Ἐπιπλέον ἡ κατά τήν ἐποχή αὐτή πραγματοποιούμενη συλλογή θεραπευτικῶν βοτάνων καί ἀρωματικῶν ἀνθοφύτων, ὅπως ἡ ρίγανη, καί ἡ νυκτερινή ἔκθεσή τους στίς πεζοῦλες τῶν σπιτιῶν ἤ τῶν ἐξωκκλησίων γιά νά ἀστρισθοῦν, ἤ καί νά εὐλογηθοῦν κατά τήν προμνημονευθεῖσα ἑορτή τοῦ Προδρόμου, ὁδήγησε ὄχι μόνο στήν παρετυμολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ ἁγίου (ἅι-Γιάννης=αὐτός πού γιαίνει, θεραπεύει), ἀλλά καί στήν προσωνυμία του ὡς Ριγανᾶ. Κατά μία δέ ἐκδοχή καί ἡ συσχέτιση τῆς ἑορτῆς μέ τίς φωτιές τῆς ἐποχῆς ( ἅϊ-Γιάννης ὁ Λαμπαδάρης) ἐξηγεῖται ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ «διαλαλημός» τοῦ θαυμαστοῦ τοκετοῦ τοῦ ἁγίου (Λουκ. 1,65) ἔγινε μέ τό ἄναμμα φωτιῶν ἀπό τόπο σέ τόπο, κατά τό σύνηθες σύστημα ἐπικοινωνίας τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς(68).
Ἀκόμη ὡς περιπτώσεις ἐκμαγίκευσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας θά μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν καί πολλές ἄλλες εὐσεβεῖς κατ᾿ ἀρχήν λαϊκές λατρευτικές συνήθειες καί ἐκδηλώσεις, ὅπως τά ἀναθήματα (τάματα), ἡ ἰδιωτική τέλεση τῆς θείας λειτουργίας καί ἄλλων ἁγιαστικῶν τελετῶν, οἱ πάσης φύσεως προσφορές τῶν πιστῶν πρός τήν Ἐκκλησία, ἡ κηρόδεση τῶν ναῶν, ὁ ἐγκοιμισμός σ᾿ αὐτούς κ.ἄ., οἱ ὁποῖες, ὅμως, βρίσκονται μερικές φορές στά ὅρια μιᾶς ἀντίληψης ἐξαγορᾶς τῆς θείας βοηθείας, ἡ ὁποία δέν ἀπέχει πολύ τοῦ ἀξιώματος do ut des (: δίνω γιά νά δώσεις), πού βρίσκεται στή βάση τῆς μαγικῆς ἀντίληψης γιά τήν ὑποταγή τοῦ θείου στό ἀνθρώπινο θέλημα(69). Μιά γενικευμένη, ὅμως, καί χωρίς πνευματική διάκριση, ἀπόλυτα ἀρνητική θεώρηση ὅλων αὐτῶν τῶν ἐκδηλώσεων μπορεῖ νά ὁδηγήσει στό ἄλλο ἄκρο καί νά μᾶς φέρει σέ ἀντίθεση μέ τό ἴδιο τό πνεῦμα τῆς Καινῆς Διαθήκης(70), ὅπου ἐξαίρεται ἡ στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θαυματουργική θεραπεία ἀσθενῶν μέ τήν ἁπλῆ ἐπαφή τῶν ἱματίων του ( Μάρκ. 3,10. 6,56/Λουκ. 6, 19. 8,44), ἤ καί μέ μόνη τή σκιά τῶν ἀποστόλων( Πράξ., 15-16).
Τό πόσο, πράγματι, ἀγχίθυροι εἶναι ἡ ὀρθόδοξη λειτουργική εὐσέβεια καί ἡ ἐκκοσμικευμένη λαϊκή λατρεία φαίνεται καί ἀπό τό ἀκόλουθο παράδειγμα περί τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἡ ὁποία κατά τήν ὀρθόδοξο θεολογία «ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει»(71), καί ἡ ὁποία, παρά ταῦτα, διολίσθησε κατά τό παρελθόν πρός τήν εἰδωλολατρία, συνταράζοντας τήν Ἐκκλησία μέ τίς περίφημες εἰκονομαχικές ἔριδες. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης μνημονεύει τή βάπτιση ἑνός παιδιοῦ πού ἔγινε μέ ἀνάδοχο τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Δημητρίου, γεγονός τό ὁποῖο ἀποδίδει στήν ὑπερβολική τιμή καί ἀγάπη πού ἔτρεφε ὁ πατέρας τοῦ συγκεκριμένου παιδιοῦ πρός τόν ἅγιο καί τήν πίστη του στήν πραγματική παρουσία τοῦ ἁγίου διαμέσου τῆς εἰκόνας του(72).Σήμερα στήν Ἱερά Μονή Τσαμπίκας στό χωριό Ἀρχάγγελος Ρόδου ἀνδρόγυνα πού τεκνοποιοῦν ἀπό θαῦμα τῆς Παναγίας, βαπτίζουν τό παιδί τους μέ ἀνάδοχο τήν Παναγία, τηρώντας τό ἑξῆς ἰδιότυπο λαϊκό τυπικό:. «Ἀπό τήν ἀρχή τοῦ μυστηρίου δένεται μιά κορδέλα, ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μέχρι τήν κολυμβήθρα.Κατόπιν στό σημεῖο τῆς ἀλείψεως τοῦ παιδιοῦ μέ λάδι ἀπό τούς ἀναδόχους πρίν τήν τριττή κατάδυση, ὁ ἱερέας λύνει τήν κορδέλα ἀπό τήν κολυμβήθρα καί «βάφει» τήν ἄκρη της μέσα στήν κανδήλα τῆς Παναγίας.Ἐν συνεχείᾳ, μέ τήν ἄκρη αὐτῆς τῆς κορδέλας, ἀλείφει τό βαπτιζόμενο ὁ ἱερέας καί μετά οἱ ὑπόλοιποι νονοί. Κατά κάποιο τρόπο, δηλαδή, ἡ Παναγία θεωρεῖται ὡς ὁ κυρίως ἀνάδοχος… Ἀσφαλῶς, μέ τό ἔθιμο αὐτό οἱ γονεῖς δείχνουν ὅτι αἰσθάνονται οἰκεία τήν Παναγία· θέλουν ἐπίσης νά τῆς δείξουν τήν εὐχαριστία τους γιά τήν ἀπόκτηση τοῦ παιδιοῦ…Πίσω ὅμως ἀπό τό αἴσθημα ὅτι κάνουν νονά τήν Παναγία, συχνά κρύβεται καί μιά διάθεση δέσμευση τῆς Παναγίας καί σιγουριᾶς, ὅτι αὐτή θά εἶναι ὑπεύθυνη γιά τόν νεοφώτιστο σέ κάθε πτυχή τῆς ζωῆς του καί ἐγγυήτρια τῆς ἀσφάλειάς του…»(73).
Ἀνακεφαλαιώνοντας θά μπορούσαμε νά συνοψίσομε τή στάση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν λαϊκῶν ἐθίμων στίς ἑξῆς τρεῖς βασικές ἀρχές: α. Ἀπόλυτος σεβασμός καί φροντίδα συντήρησης καί καλλιέργειας γιά τά ἔθιμα ἐκεῖνα πού συνηχοῦν πρός τό ὀρθόδοξο δόγμα καί τό ὀρθόδοξο λειτουργικό ἦθος. β. Ποιμαντική ἀνοχή καί πνεῦμα παιδαγωγικῆς ἀξιοποίησης πρός ἐκεῖνα πού δέν δημιουργοῦν ἰδιαίτερα πνευματικά προβλήματα, ὅπως π.χ. αὐτά πού ἀναφέρονται στήν ἀγάπη πρός τή φύση, τήν προστασία τοῦ περιβάλλοντος καί τήν καλῶς νοούμενη ψυχαγωγία τῶν ἀνθρώπων.γ.Ἀπερίφραστη καταδίκη καί συστηματική ποιμαντική προσπάθεια ἐξάλειψης τῶν ἐθίμων ἐκείνων, τόσο τῶν παλαιῶν, ὅσο καί τῶν νεωτέρων πού ἔφερε ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς λατρείας, καί τά ὁποῖα δέν ἐναρμονίζονται μέ τό πνεῦμα τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἱερῶν κανόνων. Μέ τόν τρόπο αὐτό δημιουργεῖται μιά στέρεη βάση καί στόν διεπιστημονικό διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξου Θεολογίας καί Λαογραφίας, ἰδιαίτερα χρήσιμο σήμερα κατά τή συνάντηση τῆς ὀρθόδοξης ἱεραποστολῆς μέ καινούργιους πολιτισμούς, θρησκεῖες καί λαϊκές παραδόσεις(74). Ὅσο δ᾿ ἀφορᾶ τήν ἐδῶ καθαρά ἑλλαδική πραγματικότητα εἶναι ἀντιπροσωπευτικά ὅσα γράφει ὁ ἀείμνηστος καθηγητής τῆς Λαογραφίας Δημήτριος Λουκάτος σ᾿ ἕνα κείμενό του ὑπό τόν τίτλο «ἡ Ἐκκλησία καί τά λαογραφικά της» :
«Ὁποιαδήποτε κι ἄν θά εἶναι ἡ πολιτιστική ἐξέλιξη, ἤ ἡ ἀφομοίωση τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους μέσα στόν παγκόσμιο μηχανικό τρόπο ζωῆς, μέ τούς καταρράκτες τῶν τουριστικῶν ἐπισκέψεων καί τήν οἰκονομική ἔνταξή του στήν Κοινή Εὐρωπαΐκή Ἀγορά, θά τοῦ μείνη πάντα μιά γωνιά ἰδιότυπης παραδοσιακῆς ζωῆς, μιά ἑστία ἀποτελεσματικῆς ἀντίστασης, ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική του ἐθιμοτυπία. Ἄν εἴχαμε γίνει Καθολικοί ἤ Διαμαρτυρόμενοι, τότε πολύ γρήγορα ὁ εὐρωπαϊκός ἤ διεθνής ἀσβέστης θά εἶχε σκεπάσει τά ἐθνικά φηφιδωτά μας. Ἐπειδή, ὅμως, ἀκολουθοῦμε τό πιό λαογραφικό δόγμα στίς τελετουργικές ἐκδηλώσεις καί ἐνέργειες, πού εἶναι πλούσιες καί συνεχεῖς καί οἰκεῖες, ὄχι μόνο στήν Ἐκκλησιά, ἀλλά καί μέσα στό σπίτι καί ἔξω, στόν δημόσιο βίο, κι ἐπειδή τό δόγμα αὐτό προσαρμόστηκε καί ζυμώθηκε ἀπό χρόνια, μέ τίς ἑλληνικές - ἀρχαῖες καί νέες – συνήθειες καί παραδόσεις μας, γι αὐτό δύσκολα θά φθάσουμε σέ συγχώνευση ἀφανιστική… Γιορτές, τελετές καί σύμβολα στήν ὀρθόδοξη ἑλληνική λατρεία εἶναι ἕνα ἐξαίρετο σύνολο ζωντανῶν ἐκδηλώσεων, πού γίνονται ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία γιά τό λαό, ἤ ἀπό τόν λαό γιά τήν Ἐκκλησία, γεμίζουν τή ζωή τοῦ ἔθνους καί κρατοῦν σέ ἀπόσταση, ἤ μή συμμετοχή, ὁποιαδήποτε εἰσβολή ἀπό ξένα καί δελεαστικά ἔθιμα.Καί μόνη ἡ διαφορά τῆς ἀρχιτεκτονικῆς τῶν βυζαντινῶν ἐκκλησιῶν μας, πού σφραγίζουν σ᾿ ὅλη τή Ἑλλάδα τό ἐθνικό μας τοπίο, θα ἀρκοῦσε γιά νά δηλώσῃ τόν ξεχωριστό χῶρο. Ἀλλά καί οἱ εἰκόνες, τά θυμιατήρια, τά κόλλυβα, τό σχῆμα τῶν παπάδων μας, ἡ ψαλτική, οἱ γορτές, φωνάζουν γιά τό ἰδιαίτερο λαογραφικό χρῶμα τοῦ τόπου, πού μποροῦν νά τό διαφεντεύουν γιά αἰῶνες…Ἄς κατακρίνουν οἱ θεολογικῶς αὐστηροί ἱεροκήρυκες τά «εἰδωλολατρικά» μικροέθιμα τοῦ λαοῦ. Ὅλοι τους, καί αὐτοί καί οἱ ἄλλοι, οἱ συμπαθητικοί κληρικοί τῶν χωριῶν, διατηροῦν μιάν ἐκκλησιαστική ὀρθόδοξη λαογραφία ἀπό τίς πιό ἀκατάλυτες. Ἡ λειτουργία μας κι οἱ ἄλλες ἀκολουθίες εἶναι γεμάτες ἀπό λαϊκά παραδοσιακά ἐνδιαφέροντα, σέ νόημα, σέ θέαμα, σέ μέλος…Ἡ ὀρθόδοξη λατρεία, διατηρεῖ θέλοντας καί μή, τά ἑλληνικά παραδοσιακά ἔθιμα καί μέσα στόν ὁποιοδήποτε ἐξευρωπαϊσμό μας, οἱ γιορτές, οἱ τελετές, και ἡ κοινωνική τους ἐπίδραση θά δείχνουν πάντα τήν ἐθνική φυσιογνωμία μας καί θά φωνάζουν μ᾿ ἕνα πανηγυρικό τρόπο: ἐδῶ Ἑλλάδα»(75).