Ταπεινοφροσύνη

Ταπεινοφροσύνη

Eίναι δύσκολο να αποκτήση κανείς την ταπεινοφροσύνη. Διότι αν δεν απομακρυνθή από κάθε είδους δόξα, δεν θα μπορέση να αποκτήση αυτόν τον θησαυρό. Είναι δε τόσο μεγάλη η ταπεινοφροσύνη, ώστε, ενώ ο διάβολος φαίνεται ότι μιμήται όλες τις αρετές, γι? αυτήν ούτε καν γνωρίζει τί τέλος πάντων είναι. Και ο Απόστολος, γνωρίζοντας την ασφάλεια και την σταθερότητά της, μας προστάζει να την ενστερνισθούμε και όλους όσους ασκούν τις αρετές να είναι ντυμένοι μ? αυτήν. Και αν νηστεύης, και αν ελεής, και αν διδάσκης, και αν είσαι σώφρων και συνετός, πάλι αυτήν να έχης σαν τείχος απρόσβλητο για τον εαυτό σου. Ας συσφίγγη και ας συγκρατή τις αρετές σου η ωραιότερη απ? όλες τις αρετές, η ταπεινοφροσύνη. Βλέπεις και στον ύμνο των αγίων Τριών Παίδων, πώς, ενώ καθόλου δεν έκαναν μνεία των άλλων αρετών, συγκατέλεξαν τους ταπεινούς μαζί με τους υμνούντες, χωρίς να αναφερθούν σε σώφρονες η ακτήμονες. Διότι όπως είναι αδύνατο να κατασκευασθή ένα πλοίο χωρίς καρφιά, έτσι είναι αδύνατο και να σωθή κανείς χωρίς ταπεινοφροσύνη.
Επειδή δε αυτή είναι αγαθή και σωτήρια, ο Κύριος την ενδύθηκε, όταν εξεπλήρωσε το σχέδιο για την σωτηρία των ανθρώπων. Διότι λέγει: «Μάθετε απ? εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τή καρδία». Πρόσεξε ποιός είναι αυτός που το λέγει? γίνε τέλειος μαθητής του. Αρχή και τέλος των αρετών σου ας γίνη η ταπεινοφροσύνη. Και εννοώ το ταπεινό φρόνημα, όχι το εξωτερικό σχήμα μόνο. Στον εσωτερικό άνθρωπο αναφέρεται. Διότι αυτόν θα τον ακολουθήση και ο εξωτερικός. Εξετέλεσες όλες τις εντολές; Το γνωρίζει ο Κύριος. Αλλά ο ίδιος σε διατάζει πάλι να γίνης δούλος απ? την αρχή. Διότι λέγει: «Όταν όλα τα κάμετε να πήτε: Άχρηστοι δούλοι είμαστε».
Η ταπεινοφροσύνη λοιπόν κατορθώνεται με ονειδισμούς, με ύβρεις, με πλήγματα. Ν? ακούσης ότι είσαι ανόητος και βλάκας, ζητιάνος και φτωχός, αδύναμος και τιποτένιος, απρόκοπος σε έργα, χωρίς ευφράδεια στον προφορικό λόγο, άσχημος στην εμφάνιση, ασθενής στις δυνάμεις. Αυτά είναι τα νεύρα της ταπεινοφροσύνης. Αυτά άκουσε και έπαθε ο Κύριος. Σαμαρείτη τον είπαν και ότι έχει δαιμόνιο. Πήρε μορφή δούλου, ραπίσθηκε, πληγώθηκε.
Πρέπει λοιπόν κι εμείς να μιμούμαστε την έμπρακτη αυτή ταπεινοφροσύνη. Υπάρχουν λοιπόν μερικοί που υποκρίνονται με τα εξωτερικά σχήματα και ταπεινώνουν τον εαυτό τους, θηρεύοντας μ? αυτόν ακριβώς τον τρόπο την δόξα των ανθρώπων. Αλλά γίνονται φανεροί απ? τους καρπούς τους. Διότι μόλις υβρισθούν λίγο, δεν το υποφέρουν, αλλά ξερνούν το δηλητήριό τους όπως τα φίδια.

 

 

 

 

 

Ταπεινοφροσύνη

 

Μη συνηθίζεις να ταπεινολογείς, συμβουλεύει ένας Γέροντας, αλλά να ταπεινοφρονείς. Χωρίς ταπεινοσύνη δε μπορείς να προοδεύσεις στα πνευματικά και να τηρείς το θείο θέλημα.

 

Πέρασε κάποτε από το λογισμό του Μεγάλου Αντωνίου σε τίνος τάχα αγίου μέτρα να είχε φτάσει. Ο Θεός όμως, που ήθελε να του ταπεινώσει το λογισμό, του φανέρωσε μια νύχτα στ’ όνειρό του πως καλύτερός του ήταν ο μπαλωματής, που είχε ένα μικρομάγαζο σ’ ένα παράμετρο δρόμο της Αλεξάνδρειας.

Μόλις ξημέρωσε, ο Όσιος πήρε το ραβδάκι του και ξεκίνησε για την πόλη. Ήθελε να γνωρίσει από κοντά τον περίφημο μπαλωματή και να δει τις αρετές του. Με πολλή δυσκολία ανακάλυψε το μαγαζάκι του, μπήκε μέσα, κάθισε πλάι του στον πάγκο κι άρχισε να τον ρωτά για τη ζωή του.

Ο απλοϊκός άνθρωπος, που δε του πήγαινε ο νους ποιος μπορούσε να ήταν εκείνος ο γερο-καλόγερος που ήλθε τόσο ξαφνικά να τον εξετάσει, χωρίς να πάρει τα μάτια του από το παπούτσι που μπάλωνε, του αποκρίθηκε αργά- αργά με ηρεμία:
-Δεν ξέρω, Αββά μου, να έχω κάνει ποτέ κανένα καλό. Κάθε πρωί σηκώνομαι, κάνω την προσευχή μου κι αρχίζω τη δουλειά μου. Λέω όμως πρώτα στο λογισμό μου, πώς όλοι οι άνθρωποι σ’ αυτή την πόλη, από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο, θα σωθούν και μόνο εγώ θα καταδικαστώ για τις πολλές μου αμαρτίες. Κι όταν το βράδυ πάω να πλαγιάσω, πάλι το ίδιο συλλογίζομαι.

Ο Όσιος σηκώθηκε με θαυμασμό, τον αγκάλιασε, τον φίλησε, και του είπε με συγκίνηση:
-Συ, αδελφέ μου, σαν καλός έμπορος, κέρδισες τον πολύτιμο μαργαρίτη άκοπα. Εγώ γέρασα στην έρημο, ίδρωσα και κόπιασα, μα δεν έφτασα την ταπεινοσύνη σου.

Ακούγοντας ο ευσεβής Έπαρχος της Αλεξανδρείας την καλή φήμη του Αββά Μωϋσέως του Αιθίοπος, ανέβηκε κάποτε στη σκήτη να τον γνωρίσει από κοντά. Σαν το έμαθε όμως εκείνος, έφυγε κρυφά από την καλύβα του και πήγε κατά το έλος. Στο δρόμο συνάντησε τον άρχοντα και την ακολουθία του, που έτυχε να περνάνε από κει. Οι ξένοι, που δεν τον γνώριζαν, τον σταμάτησαν και τον ρώτησαν να τους δείξει την καλύβα του Αββά Μωϋσέως.

-Τι γυρεύετε απ’ αυτόν; έκανε μ’ αποστροφή ο Γέροντας. Αυτός είναι άνθρωπος μωρός.
Ο άρχοντας λυπήθηκε που είχε κάνει άδικα τόσο κόπο. Όταν έφτασε στην εκκλησία της σκήτης, είπε στους κληρικούς:
-Κάτω στην πόλη λένε τόσα καλά για τον Αββά Μωϋσή, γι’ αυτό ξεκίνησα να τον συναντήσω. Μα πριν από λίγο συναντήθηκα μ’ ένα Καλόγερο κι έμαθα από λόγου του πως πρόκειται για ανόητο άνθρωπο.
-Τι άνθρωπος ήταν αυτός, ρώτησαν αγανακτισμένοι οι κληρικοί, που τόλμησε να μιλήσει έτσι για τον Άγιο.
-Ένας μελαμψός Καλόγερος, πολύ ψηλός, με τριμμένα ρούχα.
Οι κληρικοί γέλασαν με την καρδιά τους.
-Αμ αυτός είναι ο Αββάς Μωϋσής.
Ο άρχοντας θαύμασε την ταπεινοσύνη του Γέροντος και γύρισε στην πόλη ωφελημένος.

Ο Όσιος Παχώμιος είχε συνήθεια μια ή και περισσότερες φορές την εβδομάδα να συγκεντρώνει τους Μοναχούς του Κοινοβίου του και να τους διδάσκει το λόγο του Θεού. Κάποτε, αντί να διδάξει ο ίδιος, πρόσταξε τον Θεόδωρο, νέο ακόμη στην ηλικία κι αρχάριο στη μοναχική ζωή, να μιλήσει στους αδελφούς. Ήθελε μ’ αυτό να δοκιμάσει την υπακοή του. Ο καλός υποτακτικός, χωρίς αντιρρήσεις και ταπεινολογίες, έκανε ευθύς την προσταγή του Ηγουμένου του. Σηκώθηκε κι άρχισε να διδάσκει το θείο λόγο. Αυτό όμως δεν καλοφάνηκε στους γεροντότερους. Θύμωσαν κι επιδεικτικά άφησαν τη συγκέντρωση κι έφυγαν για τα κελλιά τους. Σαν τέλειωσε η διδασκαλία, έστειλε ο Όσιος και τους κάλεσε να παρουσιασθούν μπροστά του.

-Γιατί φύγατε από τη σύναξη; τους ρώτησε αυστηρά.
-Τι ήθελες να κάνουμε, Αββά, αποκρίθηκαν με αγανάκτηση εκείνοι, αφού έβαλες ένα παιδί να διδάξει τους γέρους;
Ο Όσιος Παχώμιος αναστέναξε βαθειά και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του.
-Καλά λένε πως η υπερηφάνεια είναι ρίζα όλων των κακών και γκρεμίζει όλα τα καλά, που χτίζει ο ταλαίπωρος άνθρωπος με τόσους κόπους. Φεύγοντας από τη σύναξη δεν καταφρονήσατε, άθλιοι, τον Θεόδωρο, αλλά το Πνεύμα το Άγιο, που μιλούσε δι’ αυτού. Δεν είδατε εμένα, τον πνευματικό σας Πατέρα και διδάσκαλο, με πόση προσοχή παρακολουθούσα; Και σας βεβαιώνω πως πιο ωφέλιμη διδασκαλία δεν είχα ακούσει έως σήμερα.
Λέγοντας αυτά, τους έδωσε αυστηρό επιτίμιο για να συντρίψει τον εγωισμό τους.

Ένας πολύ ταπεινός σε κάποιο Κοινόβιο, ακολουθώντας πιστά την προτροπή του αποστόλου, «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε», όταν έσφαλλε κανένας από τους Μοναχούς, έπαιρνε αυτός την ευθύνη, κατηγορούσε τον εαυτό του και δεχόταν ευχαρίστως τις τιμωρίες που του επέβαλλαν.

Μερικοί Καλόγεροι όμως που δεν έβλεπαν την αρετή του αδελφού, αλλά κάποια αδεξιότητα που είχε στο εργόχειρο – ήταν λίγο αργός- , τον κατηγορούσαν συχνά και έλεγαν μεταξύ τους:
-Κοίταξε κει πόσα σφάλματα κάνει διαρκώς και για τίποτα δεν είναι ικανός.
Ο Ηγούμενος όμως, που ήξερε καλά πόσο ενάρετος ήταν ο αδελφός, έλεγε σ’ εκείνους που τον κατηγορούσαν:
-Προτιμώ ένα δικό του ψαθί, πλεγμένο με ταπεινοσύνη, από όσα φτιάχνετε εσείς με υπερηφάνεια.

Μια μέρα, που έπιασε πάλι ο Ηγούμενος τους καλογήρους να κατακρίνουν τον αδελφό για την αδεξιότητά του, πήρε από τα χέρια τους τα καλάθια που έπλεκαν και τα πέταξε στη φωτιά, που ήταν αναμμένη στη μέση της αυλής. Πέταξε μαζί και το καλάθι του ταπεινού αδελφού. Όλων των άλλων έγιναν σε λίγο στάχτη, το δικό του βγήκε ακέραιο από τη φωτιά.

Βλέποντας αυτό το θαύμα οι φιλοκατήγοροι καλόγεροι, έβαλαν μετάνοια στον αδελφό και του ζήτησαν συγγνώμη. Από τότε τον τιμούσαν σαν πνευματικό Πατέρα.

από το Γεροντικό

Πῶς ἀποκτᾶται ἡ ταπείνωση καί ταπεινοφροσύνη

Μετά ἀπό ὅσα εἴπαμε γιά τήν ἀξία τῆς ταπείνωσης ταπεινοφροσύνης, ἔρχεται φυσικά τό ἐρώτημα: Πῶς ἀποκτᾶται ἡ μεγάλη αὐτή ἀρετή; Μέ ποιό τρόπο θά τήν κάνουμε κτῆμα μας;

Τήν ἀπάντηση θά τή βροῦμε σίγουρα στήν ἐμπειρική σοφία τῶν Πατέρων τῆς ὀρθόδοξης μας Ἐκκλησίας. Τά μεγάλα πράγματα σίγουρα χρειάζονται κόπο καί μεγάλη προσπάθεια, γιά νά ἀποκτηθοῦν. Αὐτό βέβαια ἰσχύει καί γιά τήν ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης.

Στήν ἐποχή μας εἶναι σπάνιο πράγμα ἡ ταπείνωση. Μπορεῖ σ’ ἕνα ἄνθρωπο νά βρεῖς ἐργασία μερικῶν ἀρετῶν, ἀλλά ταπείνωσης μόλις κάποια μυρωδιά θά διακρίνεις.

Μιά πρώτη ἀπάντηση γιά τό πῶς ἀποκτᾶται ἡ ταπείνωση μᾶς δίνει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος: « Πρός τοῦτο τον ἐρωτῶντα θέλει ἀποκριθεῖ αὐτή ἡ ταπεινοφροσύνη οὕτως· εἶναι ἀρκετόν εἰς τόν μαθητήν νά γίνη κατά τήν μάθησιν ὅμοιος μέ τό διδάσκαλό του, καί εἰς τόν δοῦλον νά γίνη ὅμοιος μέ τόν Κύριόν του. Βλέπε ἐκεῖνον ὅστις ὥρισεν αὐτήν, καί δωρεῖται αὐτό τό χάρισμα, διά τίνος τρόπου ἀπέκτησεν αὐτήν· γίνου λοιπόν καί σύ ὅμοιος μέ αὐτόν, καί θέλεις εὕρει αὐτήν...διά τῆς τελειότητος πασῶν τῶν ἀρετῶν δυνατόν νά ἀποκτήση τις τήν ταπείνωσιν» (Λόγ. Κ΄). Δηλαδή νά μιμηθεῖ κάποιος τήν ζωήν τοῦ Κυρίου πού εἶναι ὁ δάσκαλος τῆς ταπείνωσης, μελετώντας συχνά τή ζωή Του μέσα ἀπό τά Εὐαγγέλια, καί νά προσπαθεῖ νά μιμεῖται τή συμπεριφορά Του.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, στό βίο τῆς Συγκλητικῆς, γράφει:«Εἶναι δύσκολο νά ἀποκτηθεῖ ἡ ταπεινοφροσύνη, χρειάζεται μεγάλο ἀγώνα. Ἄν δέν ἀπομακρυνθεῖ κάποιος ἀπό κάθε εἴδους δόξαν, δέ θά δυνηθεῖ νά ἀποκτήσει τήν ταπεινοφροσύνη, τό μεγάλο αὐτό θησαυρό».

Ὁ Ἀββᾶς Σισώης, λέγει:« Ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ ἐγκράτεια, ἡ συνεχής καί ἀδιάλειπτη πρός τό Θεό προσευχή καί τό νά ἀγωνιζόμαστε νά εἴμαστε κατώτεροι ἀπό κάθε ἄνθρωπο».

Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:« Γιά νά γίνει κάποιος ἀληθινά ταπεινός, πρέπει νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του φτωχό καί τελευταῖο ἀπ’ ὅλους. Νά ἀγωνίζεται νά μή θυμώνει, νά μήν ἀγανακτεῖ, νά μή φωνάζει καί νά νοιώθει πικρία, θυμό καί ὀργή ἐναντίον κανενός, νά μήν εἶναι ἀλαζόνας, φαντασμένος καί ὑπερήφανος. Νά μιμηθεῖ τόν Κύριο στήν ἁπλότητα καί τήν ταπεινοφροσύνη».

Ἀπ’ ὅ,τι ἔχω διαπιστώσει, διαβάζοντας γιά τήν ταπείνωση, ἡ ἀρχή τῆς κατάκτησης τῆς ἀρετῆς ἀρχίζει ἀπό τή συνεχή ἕρευνα καί τήν παραγματική γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μέ τήν αὐτογνωσία θά διαπιστώσουμε τήν μηδαμηνότητά μας καί τήν ἀδυναμία μας. Θά γνωρίσουμε τίς ἀτέλειες καί τίς ἁμαρτίες μας. Καί τό ἑπόμενο βῆμα πού πρέπει νά κάνουμε εἶναι νά συγκρίνουμε τίς δικές μας παραβάσεις τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐνοχή μας ἐνώπιόν Του, μέ τίς εὐεργεσίες πού μᾶς παρέχει καθημερινά. Καί τότε θά δοῦμε τήν ἀχρειότητά μας, τήν ἀχαριστία μας καί τήν ἐνοχή μας καί, ἄν ἔχουμε μέσα μας κάποια λογική καί γνώση, θά ἀρχίσει μέσα μας νά ριζοβολᾶ ἡ ἁγία ταπείνωση.

Ζωντανό παράδειγμα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἐνθυμούμενος τήν προηγούμενη του διαγωγή ἀπέναντι τοῦ Ἰησοῦ καί τῶν μαθητῶν του, ἀντιλαμβάνεται τήν ἀδικία πού διέπραττε καί ταπεινώνεται καί ὁμολογεῖ ὅτι ἐδίωξε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ὀνομάζει τόν ἑαυτό του«ἔκτρωμα» καί «ἐλαχιστότερο τῶν Ἀποστόλων», τή στιγμή πού ἔκανε τεράστιον ἔργο καί πολλούς κόπους ἔπαθε καί στερήσεις ὑπέμεινε γιά τό Χριστό, ταπεινούμενος ἔγινε ὑπηρέτης πάντων.

Καί τό νά θυμᾶται ὁ ἄνθρωπος ὅτι τόν περιμένει θάνατος καί σίγουρα θά φύγει ἀπό τή ζωή αὐτή, βοηθᾶ στήν ταπείνωσή του. Ἀλλά καί ἡ νοσταλγία τοῦ Παραδείσου βοηθᾶ στό νά θυσιάσει ὁ ἄνθρωπος τόν ἐγωϊσμό του καί νά γίνει ταπεινός. Καί τό σκότος τῆς κόλασης ἐνθυμούμενος ὁ ἄνθρωπος συνέρχεται. Ὅλα αὐτά ταπεινώνουν τό φρόνημα καί συντρίβουν τήν ψυχή, μέ ἀποτέλεσμα νά δέχεται τά σπέρματα τῆς ταπείνωσης καί ταπεινοφροσύνης.

Η Ταπεινοφροσύνη του Αγίου Ισαάκ του Σύρου

Θέλω  να ανοίξω το στόμα μου, αδελφοί μου, και να  μιλήσω για την υψηλή υπόθεση της ταπεινοφροσύνης, αλλά φοβάμαι, όπως φοβάται εκείνος, ο οποίος πρόκειται να μιλήσει  για τον Θεό με ανθρώπινους συλλογισμούς, καθότι η ταπεινοφροσύνη  είναι στολή της θεότητας, επειδή ο υιός και λόγος του Θεού και πατέρας έγινε άνθρωπος πάνω στην γη, ντύθηκε την ταπεινοφροσύνη, και συναναστράφηκε μαζί μας και ο κάθε ένας που θα ντυθεί την ταπεινοφροσύνη, αυτός στα αλήθεια γίνεται όμοιος με εκείνον, ο οποίος κατέβηκε από το ύψος του, και σκέπασε την δόξα του και την μεγαλοσύνη του  με αυτήν την ταπεινοφροσύνη, για να μην καταφλεχθεί η κτίση, βλέποντας την φύση της θεότητος του διότι η κτίση δεν μπορούσε να τον δει, αν δεν λαμβανε μέρος από αυτήν, αλλά ούτε να ακούσει τους λόγους του πρόσωπο προς πρόσωπο καθότι ούτε οι γιοι του Ισραήλ μπόρεσαν να ακούσουν  την φωνή του, όταν τους μίλησε από την νεφέλη γι’ αυτό έλεγαν στον Μωυσή, ας μιλήσει μαζί σου ο Θεός, και εσύ να μας πεις τα λόγια του, και ας μη μιλήσει σε μας, για να μην πεθάνουμε.
 
Πώς λοιπόν η κτίση μπορούσε να δει την θεία φύση; Διότι τόσο φοβερά υπήρχε η θέα του Θεού, ότι ο μεσίτης Μωυσής έλεγε, ότι είμαι γεμάτος φόβο και τρόμο επειδή όταν φάνηκε πάνω στο όρος του Σινά η δόξα του Θεού, κάπνιζε όλο το όρος, και έτρεμα από το φόβο, ώστε τα θηρία που πλησίαζαν στο κατώτερο μέρος του όρους, πέθαιναν ο λαός των Εβραίων, αφού καθάρισε τον εαυτό του  σύμφωνα με την εντολή του Μωυσή τρεις ημέρες, προετοιμάστηκε για να γίνει άξιος να  ακούσει την φωνή του Θεού, και να δει την θέα του, αλλά όταν έφτασε ο καιρός, δεν μπόρεσε να δεχτεί την θέα του φωτός του Θεού, και την σφοδρότητα της φωνής των βροντών. Ήδη όμως ο Θεός  έστειλε την χάρη του στον κόσμο με την ίδια την  παρουσία Του, χωρίς να κατέβη στην  γη με σεισμό, και φωτιά και  φοβερή φωνή, αλλά σαν βροχή πάνω σε πόκο, και ως σταγόνα που στάζει πάνω στην γη με απαλότητα, και με άλλη μορφή φάνηκε να συναναστρέφεται μαζί μας, καλύπτοντας με το καταπέτασμα της σάρκας την μεγαλοσύνη του, το οποίο (καταπέτασμα) κατασκεύασε για τον εαυτό του το θείο του νεύμα από τον κόλπο της παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, όπως, βλέποντας εμείς αυτόν, να υπάρχει  της γενιάς μας, να μην ταραχτούμε από την θέα του.
 
Γι’ αυτό λοιπόν καθένας ο  όποιος θα φορέσει την στολή (της ταπεινοφροσύνης), την οποία ντύθηκε ο Κτίστης (των όλων) στο σώμα του, ντύνεται αυτόν τον ίδιο τον Χριστό. Καθότι πεθύμησε να ντύσει τον εσωτερικό του άνθρωπο με την ομοίωση του Χριστού, με την οποία φάνηκε στην ίδια την κτίση Του, και μ’ αυτήν ακόμα φαίνεται στους δούλους Του, και αντί του ενδύματος της εξωτερικής τιμής και δόξας κοσμήθηκε με αυτήν.  Γι’ αυτό και η χωματένια κτίση, όταν βλέπει κάθε άνθρωπο, ντυμένο με αυτό το ομοίωμα (την ταπεινοφροσύνη), τον προσκυνεί προς τιμή του δεσπότη της, τον οποίο τον είδε ντυμένο με αυτήν, και συναναστρεφόμενο μαζί της διότι ποιά κτίση δεν ευλαβείται την θέα του ταπεινόφρονος; Αλλά έως ότου να αποκαλυφθεί η δόξα της ταπεινοφροσύνης σε όλους, υπήρχε ευκαταφρόνητη η θέα της, παρ’ όλο που ήταν γεμάτη αγιότητα, ήδη όμως έλαμψε η μεγαλοσύνη της στα μάτια του κόσμου, και κάθε άνθρωπος την τιμά, όπου και αν φανεί και με αυτόν τον Μεσίτη αξιώθηκε η κτίση  να δεχτεί την θέα του ίδιου της του Κτίστη και του Δημιουργού της. Γι’ αυτό ούτε οι εχθροί της αλήθειας μπορούν να την καταφρονήσουν, αλλά τιμάται (η αλήθεια) με αυτήν σαν να φορά στέφανον και πορφύρα.
 
Τον ταπεινόφρονα άνθρωπο δεν τον μισεί κανένας ποτέ, ούτε τον μαλώνει, ούτε τον καταφρονεί  επειδή τον αγαπά ο δεσπότης του, και γι’ αυτό αγαπάται από όλους. Επίσης, αυτός τους αγαπά όλους, και όλοι τον αγαπούν  όλοι τον επιθυμούν, και σε κάθε τόπο, όπου πλησιάσει, ως άγγελο φωτός τον βλέπουν, και του προσφέρουν ιδιαίτερη τιμή  και όταν μιλήσει, ο σοφός και ο δάσκαλος σιωπούν μπροστά του, και όλα τα μάτια των ανθρώπων προσέχουν στο στόμα του, και κάθε άνθρωπος ακούει τα λόγια του, και τα δέχεται ως λόγια Θεού τα λίγα λόγια του είναι ως τα άπειρα λόγια των σοφών, τα λόγια του είναι γλυκά στην ακοή των σοφών περισσότερο από το μέλι και το κερί, και από όλους θεωρείται σαν Θεός, ακόμη κι αν είναι αμόρφωτος και αμαθής στα λόγια, και στην θέα ευκαταφρόνητος και ευτελής.
 
Όποιος μιλάει καταφρονητικά για τον ταπεινόφρονα, και δεν τον λογαριάζει σαν ζωντανό άνθρωπο, αυτός ανοίγει το στόμα του και βλασφημεί τον Θεό, αλλά όσο καταφρονείται από όλη την κτίση, η τιμή του διαμένει πάντα και παντού. Πλησιάζει ο ταπεινόφρονας στα φθοροποιά θηρία, και όταν τον δουν, αμέσως ημερώνει η αγριότητα τους, και τον πλησιάζουν ως δεσπότη τους, και κουνούν τα κεφάλια τους, και γλείφουν τα χέρια του και τα πόδια  του, διότι μυρίζουν  σε αυτόν εκείνη την ευωδία, την οποία εξέπεμπε ο Αδάμ πριν από την παράβαση, η  οποία αφαιρέθηκε τότε από εμάς, πάλι όμως ο Ιησούς Χριστός με την παρουσία του την ανανέωσε και την έδωσε πίσω, και μύρισε την ευωδία του γένους των ανθρώπων.
 
Πλησιάζει πάλι ο ταπεινόφρονας  άνθρωπος στα θανατηφόρα ερπετά, και αν αισθανθούν τα χέρια του πάνω στα σώματά τους, σταματά αμέσως η οξύτητα και η σκληρότητα του θανατηφόρου δηλητηρίου τους, και ψηλαφώνται από αυτόν ως ακρίδες. Πλησιάζει στους ανθρώπους, και  τον προσέχουν ως να προσέχουν στον Κύριο και τι λέω ανθρώπους αλλά και οι δαίμονες με όλη τους την σφοδρότητα και την πικρία, και με όλη  την περηφάνια του φρονήματος τους, όταν πλησιάσουν στον ταπεινόφρονα, γίνονται σαν χώμα, και μαραίνεται η κακία τους, και καταστρέφονται όλα τα σχέδια τους, και οι πανουργίες τους μένουν ανενεργές.

Πηγή: Απόσπασμα από τo Λόγο Κ΄, Περί του, πόση τιμή έχει η ταπεινοφροσύνη, και πόσο ο βαθμός της είναι ανώτερος. Από τα ‘Ασκητικά’ του Αγίου Ισαάκ