Αναζητώντας το ληστή

Αναζητώντας το ληστή

Έπειτα από την τραγική καταστροφή της Ιερουσαλήμ ο Ιωάννης ο απόστολος, ο ευαγγελιστής και μαθητής του Χριστού, κάνει κέντρο της αποστολικής του δράσεως την Έφεσο. Απ’ την πόλη αυτή μ’ ευκολία επισκεπτόταν τις Εκκλησίες της Μ. Ασίας. Περιδιάβαινε τις γύρω πόλεις και τις περιφέρειες τους και τις τράνταζε με τα φλογερά του κηρύγματα ο Ιωάννης. Τους έφερνε τη ζωογόνο χριστιανική αλήθεια, όπως την είχε ακούσει από τα χείλη του Κυρίου κι’ όπως την είχε δει να εφαρμόζεται στη ζωή του Χριστού.

Μιλούσε σε όλους με γλυκύτητα και στο τέλος όλες οι ομιλίες του κατέληγαν στην αγάπη. Στην αγάπη, που μας έδειξε ο Θεός, που είναι Αγάπη. Στην αγάπη, που οφείλουμε και μείς στο Χριστό, που σταυρώθηκε για μας. Αλλά και στην αγάπη, που οι Χριστιανοί χρωστάμε ο ένας στον άλλο. Η αγάπη ήταν η αδυναμία του, δηλαδή η δύναμη του Ιωάννη. Η αγάπη όμως δε βρισκόταν μόνο στα χείλη του Αποστόλου. Προ πάντων πλημμύριζε την καρδιά του. Κι από κει ξεχυνόταν έπειτα με κάθε τρόπο. Γιατί για την αγάπη του μιλούσαν το ειρηνικό του βλέμμα, η γλυκύτητα του προσώπου του, η ανεξάντλητη πραότητα του. Ακόμη η πατρική στοργή του προς όλους. Και προ πάντων οι συνεχείς θυσίες του για τους άλλους.

Και γύριζε καθημερινά ο Ιωάννης σε πόλεις και χωριά και κήρυττε ασταμάτητα την αγάπη αυτή του Χριστού μας. Σε μια του περιοδεία στην Μικρά Ασία, ανάμεσα στα τόσα παιδιά που τον πλησίαζαν και άκουγαν με ενδιαφέρον και προσοχή τα σαγηνευτικά του λόγια, γνώρισε κι ένα παιδί το οποίο ξεχώριζε από όλα τα άλλα. Η προσοχή με την οποία παρακολουθούσε τα λόγια του, η αθωότητα που καθρεπτιζόταν στα μάτια του, τα σεμνά του φερσίματα έδειχναν, πως το παιδί αυτό μια μέρα θα γινόταν καλός Χριστιανός, ξεχωριστός. άγιος. Κι ο Ιωάννης με την τρυφερή καρδιά τον αγάπησε τον ενάρετο αυτό νέο. Ήθελε μάλιστα να τον βοηθήσει με κάθε μέσο, για να καλλιεργηθεί πιο πολύ στη χριστιανική ζωή. Γι’ αυτό πριν να φύγει για περιοδεία μακρινή, τον εμπιστεύθηκε στην προστασία και τις φροντίδες του επισκόπου του τόπου.

Έπειτα από πολλά χρόνια, κατάλευκος πια ο απόστολος του Χρίστου, ξαναγύρισε στον ίδιο εκείνο τόπο. Η αγάπη του είχε γράψει μ’ άσβηστα γράμματα στη μνήμη του τις μορφές και τα ονόματα των Χριστιανών. Και τώρα τους αναζητούσε όλους. Ήθελε να τους δει. Να μάθει για την πρόοδο τους στην ενάρετη ζωή. Αναζήτησε όμως ιδιαίτερα, όπως ήταν φυσικό, και τον αγαπητό του εκείνο νέο. Αλλά πουθενά δεν τον έβλεπε. Με κάποια ανησυχία τότε ρώτησε τον επίσκοπο:

—Θυμάσαι εκείνο το παιδί, που σου ‘χα εδώ και χρόνια εμπιστευτεί; Δεν το βλέπω. Τι έγινε;

Ο επίσκοπος λυπημένος δεν απαντούσε. Ο γέροντας Απόστολος ξαναρώτησε.

—Γιατί δεν μου απαντάς; Μήπως και πέθανε το παιδί;

—Μακάρι να ‘χε πεθάνει!…

—Και λοιπόν τι έγινε;

—Έγινε… ληστής. Αρχιληστής έγινε…

—Ληστής!

—Ναι, άγιε Απόστολε. Δεν πρόσεξε και μ’ όλες τις συμβουλές μου έκανε κακές παρέες. Αυτές του λέρωσαν και του μόλυναν την καρδιά και τον πήραν από την Εκκλησία. Η κατάληξη ήταν να πάρει μερικούς από τους κακούς αυτούς συντρόφους του και να βγει ληστής στα βουνά. Η περιφέρεια όλη τον τρέμει.

Βαθειά λύπη πλάκωσε την καρδιά του Αποστόλου. Να χαθεί λοιπόν αυτή η ψυχή, στην οποία τόσες ελπίδες είχε στηρίξει; Στάθηκε μια στιγμή αμίλητος. Έπειτα με φωνή, που έδειχνε όλη του την αγάπη, είπε σταθερά.

—Θα πάω να τον βρω. Να τον φέρω πίσω…

—Μη! … Μη, άγιε Απόστολε. Δεν είναι ‘κείνος που ήξερες μια φορά. Τώρα είναι μια σωστή τίγρης. Θα σε ξεσχίσει. Θα χάσεις τη ζωή σου. Και μείς τόσο σε χρειαζόμαστε.

Άλλα ο Ιωάννης δεν τα άκουσε τα λόγια αυτά. Μέσα του μιλούσε δυνατά η φωνή της αγάπης. Πήρε λοιπόν το ραβδί του ο γέροντας και με σύντροφο την προσευχή ξεκίνησε. Έκανε μια μεγάλη και δύσκολη πορεία σ’ απάτητους τόπους. Ανέβαινε βουνά, διάβαινε λόγγους και δάση. Μα δε σταματούσε. Έπρεπε να βρει το πλανεμένο πρόβατο. Έπρεπε να σώσει το παραστρατημένο παιδί.

Έτρεχε στα άγρια βουνά της περιοχής, στις σπηλιές, τα ποτάμια και τις χαράδρες, όπου μάθαινε πως υπήρχαν κρησφύγετα ληστών. Ρωτούσε παντού, έψαχνε, ξενυχτούσε, γύριζε από τόπο σε τόπο. Δεν το έβαζε κάτω. Έπρεπε να βρει το χαμένο πρόβατο.

Κάποια μέρα μέσα στις απότομες πλαγιές ενός βουνού, πλάι σε κάτι βράχους και σπηλιές, έτρεξαν κατά πάνω του σαν άγρια θηρία κάποιοι ληστές έτοιμοι να τον ληστέψουν και να τον κακοποιήσουν. Μα σαν είδαν το ήρεμο βλέμμα του και την πολλή αγάπη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, πήραν την απόφαση να τον οδηγήσουν στον αρχηγό τους τον Αρχιληστή.

Μόλις παρουσίασαν τον άγιο απόστολο μπροστά στον αρχιληστή, εκείνος στην αρχή τον αντίκρισε μ’ άγριο κακούργο βλέμμα. Μα μόλις τον αναγνώρισε, τά ‘χασε. Ο αρχιληστής, ήταν κάποτε εκείνο το αγνό, το άγιο, το ξεχωριστό παιδί, στο οποίο τόση αγάπη είχε δείξει ο ευαγγελιστής της αγάπης. Ντροπιασμένος τώρα άρχισε να τρέχει με φόβο, να φύγει, να κρυφτεί. Αλλά ο απόστολος του Χριστού Ιωάννης, έτρεχε από πίσω του και του φώναζε με όλη του την δύναμη και την αγάπη του. Κι ενώ ήταν γέρος στην ηλικία, έτρεχε όσο μπορούσε και τον ικέτευε να σταματήσει. Να του πει δυο λόγια, δυο λόγια αγάπης. Κοντοστάθηκε για λίγο ο αρχιληστής. Κι ο Ιωάννης με δάκρυα στα μάτια και πόνο στην καρδιά άρχισε να του λέει λόγια θερμά, πατρικά, στοργικά. Η αγάπη του αυτή σαν τη θηλιά των κυνηγών, άρπαξε τ’ αγρίμι. Μάλαξε του κακούργου την καρδιά. Ο ληστής σαν παιδάκι άρχισε να κλαίει. Ευλογημένα της μετάνοιας δάκρυα! Ο Ιωάννης δεν χάνει την ευκαιρία. Με νέους λόγους, με νέες παρακλήσεις, με νέο ξεχείλισμα αγάπης, κερδίζει το ληστή. Τον παίρνει απ’ το χέρι και τον ξαναφέρνει στην πόλη, που ‘χε αφήσει.

Από τώρα και στο έξης ο πριν ληστής θα είναι ένας ήμερος και υποδειγματικός Χριστιανός. Θαύμα είχε γίνει. Και το θαύμα αυτό το εργάσθηκε η αγάπη του Ιωάννη, του ανθρώπου της αγάπης.