Γενικό πλαίσιο ενότητας:
- Ο όρος «πρόνοια»: Ερμηνεία του όρου
- Μορφές που μπορεί να πάρει η πρόνοια του Θεού
- Σύγχρονα περιστατικά (γερόντων κλπ) όπου φαίνεται η πρόνοιά Του
- Πρόνοια του Θεού στη δική μας ζωή
Εμπιστοσύνη στην Πρόνοια του Θεού
Ο Γέροντας, καθισμένος κάτω από ένα πεύκο, ένα καλοκαιρινό απόγευμα, μας μιλούσε για την απεριόριστη εμπιστοσύνη, που πρέπει να έχουμε στην Πρόνοια του Θεού: «Ξέρετε, αυτό που λέει η Γραφή και «αι τρίχες της κεφαλής υμών ηριθμημέναι εισί», είναι στην πραγματικότητα. Έτσι είναι. Τίποτε στη ζωή μας δεν είναι τυχαίο. Ο Θεός φροντίζει ακόμη και για τις πιο μικρές λεπτομέρειες της ζωής μας. Δεν αδιαφορεί για μας, δεν είμαστε μόνοι στον κόσμο. Μας αγαπά και μας έχει στο νου Του κάθε στιγμή και μας προστατεύει. Πρέπει να το καταλάβουμε αυτό και να μη φοβούμαστε τίποτε». (Κοντά στο γέροντα Πορφύριο, σελ. 279)
Εμπιστοσύνη στη Θεία Πρόνοια
Ένας ευσεβής κληρικός συντηρούσε, με χίλιες δυο στερήσεις, ορφανοτροφείο για μικρά παιδιά. Κάποιο βράδυ, τον επισκέπτεται ένας φίλος του. Και μαθαίνει από το στόμα του ότι για το συσσίτιο της επομένης δεν του είχαν μείνει καθόλου τρόφιμα.
Η νύχτα προχωρούσε. Τα καταστήματα, όλα κλειστά. Κι ούτε πεντάρα στο ταμείο.
-Ας προσευχηθούμε, είπε ο καλός κληρικός.
Κι οι δυο μαζί, γονάτισαν κι έκαναν μια θερμή προσευχή.
Και να το αποτέλεσμά της. Πρωί – πρωί, φθάνει ένα φορτίο τροφίμων, με το εξής σημείωμα από τον αποστολέα: «Απόψε, δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Κάτι μου έλεγε μέσα μου να σηκωθώ χαράματα, να πάω στο μαγαζί μου και να στείλω αυτά τα τρόφιμα στο ορφανοτροφείο». (Διακόσια Χριστιανικά Ανέκδοτα (Κεραμιδά), σελ. 79).
Ήταν Κυριακή του Τυφλού. Ο Γέροντας- που έμενε τότε στο κελί του Τιμίου Σταυρού της Ι.Μ. Σταυρονικήτα- ήταν άρρωστος στο κρεβάτι κι εξαντλημένος απ’ την μια λόγω της ασθένειας και από την άλλη εξ αιτίας της νηστείας. Σηκώθηκε και βγήκε στην αυλή του κελιού στενοχωρημένος λίγο, γιατί δεν είχε κάτι να φάει για να δυναμώσει.
Εκείνη τη στιγμή κοίταξε προς τη θάλασσα κι είδε να υψώνεται στον ουρανό κάτι, σαν μια κουκίδα, που κατευθυνόταν προς το κελί του. Σε λίγο διέκρινε ένα μεγάλο πουλί, σαν γεράκι ή αετό, που κρατούσε στα νύχια του ένα μεγάλο ψάρι. Καθώς έφτασε πάνω από το κελί, άφησε το ψάρι κι εκείνο έπεσε μπροστά στον Γέροντα και σπαρταρούσε.
Τότε ο Γέροντας κατευθύνθηκε στο εκκλησάκι του κελιού του και αφού προσευχήθηκε, μην τυχόν το συμβάν ήταν εκ του πειρασμού, δοξολόγησε κι ευχαρίστησε την Παναγία για τη μέριμνα και την πρόνοια που είχε. Κατόπιν βγήκε στην αυλή, πήρε το ψάρι, το έψησε, το έφαγε κι έτσι ανέλαβε λίγο τις δυνάμεις του. (Ο Γέρων Παΐσιος, σελ. 275)
Η φροντίδα του Θεού
Παιδικό Γεροντικό
Στα βάθη της ερήμου της Ιουδαίας, στην Παλαιστίνη, βρίσκεται το μοναστήρι του Αββά Θεοδοσίου, που το είχε κτίσει ο ίδιος ο Άγιος τον 5ο αιώνα. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, έγινε μεγάλο, με πολλούς πατέρες, οι οποίοι συντηρούσαν το γηροκομείο, τα εργαστήρια, το ορφανοτροφείο και το πτωχοκομείο που υπήρχαν στους χώρους της μονής.
Όταν πρωτοϊδρύθηκε όμως αυτό το Κοινόβιο, ήταν πολύ φτωχό. Συχνά οι πατέρες αντιμετώπιζαν προβλήματα, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που δεν είχαν ούτε τα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή τους. Η πίστη τους όμως στον Θεό και οι ευχές και προσευχές του Γέροντά τους, του Αγίου Θεοδοσίου, πάντοτε τους βοηθούσαν και τους έβγαζαν από τις δύσκολες στιγμές.
Κάποιο Μεγάλο Σάββατο οι μοναχοί διαπίστωσαν κάτι θλιβερό. Στο μοναστήρι δεν υπήρχε καμιά προμήθεια, ούτε ακόμα και κάποια προσφορά για τη Θεία Ευχαριστία. Έψαξαν, ξαναέψαξαν, μα τίποτα δε βρήκαν. Περνούσε η ώρα και πλησίαζε η μεγάλη στιγμή της Αναστάσεως. Ήταν αποφασισμένοι να μη φάνε εκείνο το γιορτινό λαμπρό βράδυ, αφού η κατάσταση έτσι τους υποχρέωνε. Εκείνο όμως που δεν άντεχαν ήταν ότι θα έμεναν χωρίς Θεία Κοινωνία. Μάταια άρχισαν να ψάχνουν όλοι πάλι για κάποιο κομμάτι ψωμί. Ήταν αδύνατον να βρουν οτιδήποτε.
Συλλογίστηκαν την απόλυτη στέρηση στην οποία βρίσκονταν και πήγαν στον Γέροντα τους, τον Άγιο Θεοδόσιο και του είπαν για τη δύσκολη κατάσταση και τη θλίψη τους. Ο Άγιος τους άκουσε με ηρεμία. Δεν ταράχθηκε καθόλου με τα λεγόμενά τους.http://vatopaidi.files.wordpress.com/2009/07/askites.jpg" >
-Έτσι έχουν τα πράγματα Γέροντα, είπε τελικά κάποιος από τους πατέρες. Ο Όσιος Θεοδόσιος, που ως τότε ήταν σιωπηλός, απάντησε:
-Πηγαίνετε παιδιά μου, και φροντίστε να είναι όλα έτοιμα για τη νυχτερινή Θεία Λειτουργία. Να προετοιμασθείτε και εσείς και θα ανταμώσουμε το βράδυ πια.
-Μάταιη παρηγοριά, ψιθύρισε ένας μοναχός.
Ο Γέροντας τον άκουσε και είπε:
-Μήπως παιδιά μου, ο Θεός μας έγινε ασθενέστερος στη δύναμή του; Μήπως δεν είναι σε θέση να χορηγεί και σήμερα, Εκείνος που έθρεψε τον ισραηλίτικο λαό με το μάνα στην έρημο; Ή μήπως δεν μπορεί να κάνει θαύματα πια Εκείνος που χόρτασε με πέντε ψωμιά και δύο ψάρια το πλήθος που τον ακολουθούσε;
Οι μοναχοί θαύμασαν τους λόγους του Αγίου, μα περισσότερο θαύμασαν την πίστη του και την πεποίθησή του ότι όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχή. Έκαναν να φύγουν από το κελί του Γέροντα, όταν τον άκουσαν να λέει:
-Να ετοιμάσετε όχι μόνο το Ιερό Βήμα, αλλά και την πασχαλινή τράπεζα. Γιατί να ξέρετε, πατέρες μου, πώς Εκείνος που μεριμνά για τα πετεινά του ουρανού θα φροντίσει και για μας.
Έφυγαν οι πατέρες σιωπηλοί. Τα λόγια του Γέροντα ήταν πραγματική παρηγοριά στη θλίψη και την απογοήτευσή τους. Μα κάπου βαθιά μέσα τους ένιωθαν πως τα λόγια αυτά τους τα είχε πει ο Γέροντας μόνο και μόνο για να απαλύνει τη στενοχώρια τους. Ήταν σχεδόν βέβαιοι πως δεν θα μπορούσαν να γιορτάσουν την Ανάσταση.
Ο ήλιος είχε δύσει, όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Σάστισαν οι πατέρες. Ποιος θα μπορούσε να είναι τέτοια ώρα και μέρα… Άνοιξαν την κεντρική πόρτα της μονής και αντίκρισαν έναν άγνωστο. Είχε μαζί του δύο φορτωμένες καμήλες.
-Ευλογείτε πατέρες, είπε ο άγνωστος.
-Ο Κύριος, απάντησαν οι μοναχοί.
-Συμπαθάτε με που σας αναστατώνω τέτοια ώρα, μα συμβαίνει κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω, είπε ο άγνωστος και συνέχισε: Κάθε χρόνο τέτοια μέρα έχω τάμα να πηγαίνω προμήθειες σε κάποια σκήτη, εδώ παρακάτω. Συνηθίζω κιόλας να κάθομαι στη νυχτερινή αναστάσιμη λειτουργία και την άλλη μέρα να επιστρέφω. Έτσι ξεκίνησα και φέτος. Μα, καθώς έφτανα εδώ έξω από το μοναστήρι σας, κατά παράδοξο τρόπο οι δύο μου καμήλες σταμάτησαν να προχωρούν, γονάτισαν κάτω και ήταν αδύνατο να τις σηκώσω και να τις αναγκάσω να συνεχίσουν. Δεν υπάκουαν με κανένα τρόπο. Τότε, λοιπόν, σκέφτηκα μήπως τελικά, είναι θέλημα Θεού να μείνουν τα πράγματα εδώ. Γι’ αυτό σας χτύπησα, με τη σκέψη να αφήσω σ’ εσάς τις προμήθειες αυτές και αμέσως οι καμήλες μου σηκώθηκαν και πλησίασαν την είσοδο της μονής.
Ήταν πραγματικά θέλημα θεού. Η πρόνοιά Του είχε φροντίσει για τις ανάγκες του μοναστηριού. Τα τρόφιμα που τους προσέφερε ο άγνωστος έφτασαν όχι μόνο για το γιορτινό τραπέζι της Αναστάσεως, αλλά ως την Πεντηκοστή κι ακόμα περισσότερο. Όσο για τις προσφορές στη Θεία Λειτουργία, ούτε αυτές τους έλειψαν όλες αυτές τις μέρες.
Οι μοναχοί θαύμασαν την πίστη του Γέροντά τους προς τον Θεό. Από εκείνη τη μέρα τον ευλαβούνταν ακόμα περισσότερο τον Άγιο Θεοδόσιο, ενώ στη ζωή τους κατείχε ξεχωριστή θέση πια η ελπίδα στον Θεό.