ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΔΙΗΓΗΣΗ (Ἰω. ια’ 1-44).
Φάνηκε παράξενη στούς μαθητές ἡ ἀπόφαση τοῦ Χριστοῦ νά ξαναγυρίσουν στήν περιοχή τῶν Ἱεροσολύμων.
‒Κύριε, τοῦ εἶπαν, αὐτόν τόν τελευταῖο καιρό οἱ Ἰουδαῖοι ζητοῦσαν νά σέ λιθοβολήσουν, καί πάλι θέλεις νά πᾶς στά μέρη ἐκεῖνα; Καλά εἴμαστε ἐδῶ στά μέρη τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ.
‒Ἄς προχωρήσουμε, ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς, δέν κινδυνεύουμε. Ὅταν κανείς περπατᾶ κατά τή διάρκεια τῆς ἡμέρας, δέν σκοντάφτει, ἀλλά βαδίζει μέ ἀσφάλεια, διότι βλέπει μέ τό φῶς τοῦ ἡλίου.
Ὕστερα ἀπό λίγο πρόσθεσε:
‒Ὁ Λάζαρος πού προχθές μᾶς εἰδοποίησαν ὅτι ἦταν ἄρρωστος βαριά, ἐκοιμήθη. Ἀλλά πηγαίνω νά τόν ξυπνήσω.
Οἱ μαθητές δοκίμασαν νέα ἔκπληξη. Ὁ ὕπνος εἶναι σημάδι πώς ἡ ἀρρώστια ὑποχωρεῖ· γιατί λοιπόν νά κάνουν τήν κουραστική αὐτή ὁδοιπορία; Ὁ Λάζαρος ἔμενε στή Βηθανία, μιά πόλη κτισμένη χίλια ἑκατό μέτρα πιό ψηλά ἀπό τό σημεῖο στό ὁποῖο βρίσκονται τώρα. Τότε ὁ Κύριος τούς εἶπε καθαρά:
‒Ὁ Λάζαρος πέθανε, καί χαίρομαι γιά τό ὅτι δέν ἤμουν ἐκεῖ. Διότι τώρα θά στηριχθεῖτε πιό πολύ στήν πίστη. Ἀλλά ἄς ξεκινήσουμε νά πᾶμε κοντά του.
‒Ἄς πᾶμε κι ἐμεῖς, εἶπε μελαγχολικά ὁ Θωμᾶς, νά πεθάνουμε μαζί του.
Ὅταν ἔφθασαν, ἔμαθαν πώς ὁ Λάζαρος ἦταν τέσσερις κιόλας ἡμέρες στόν τάφο. Πρώτη ἦρθε νά προϋπαντήσει τόν Διδάσκαλο ἡ Μάρθα:
‒Κύριε, ἄν ἤσουν ἐδῶ, δέν θά πέθαινε ὁ ἀδελφός μου. Ξέρω ὅμως καί τώρα πώς ὅ,τι ζητήσεις ἀπό τόν Θεό θά σοῦ τό δώσει.
‒Θ᾿ ἀναστηθεῖ ὁ ἀδελφός σου.
‒Ξέρω, Κύριε, ὅτι θά ἀναστηθεῖ στήν ἐσχάτη ἡμέρα.
‒«Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή». Ὅποιος πιστεύει σ᾿ ἐμένα, κι ἄν πεθάνει, θά ζήσει. Τό πιστεύεις αὐτό;
‒Ναί, Κύριε, πιστεύω ὅτι Ἐσύ εἶσαι ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ!
Ἡ Μάρθα φαίνεται νά δυσπιστεῖ γιά τήν ἄμεση ἀνάσταση τοῦ ἀδελφοῦ της. Πιστεύει ὅτι θ᾿ ἀναστηθεῖ στήν ἔσχατη ἡμέρα, πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά τώρα πιά, σκεπτόταν ἡ Μάρθα, εἶναι πολύ ἀργά. Πηγαίνει καί φωνάζει τήν ἀδελφή της, τή Μαρία. Ἦλθε τρέχοντας ἡ Μαρία νά προϋπαντήσει τόν Ἰησοῦ. Ἔπεσε στά πόδια Του καί μέ δάκρυα στά μάτια ἐξέφρασε καί ἐκείνη τή λύπη της:
‒Ὤ Κύριε, ἄν ἤσουν ἐδῶ, δέν θά πέθαινε ὁ ἀδελφός μου.
Ὁ Ἰησοῦς, ὅταν τήν εἶδε νά κλαίει καί τούς Ἰουδαίους νά κλαῖνε, δάκρυσε.
Πῆγε στό μνημεῖο καί ἔδωσε ἐντολή:
‒Βγάλτε τήν πλάκα ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνημείου.
Στάθηκε γιά λίγη ὥρα μπροστά στόν ἀνοικτό τάφο, ἐνῶ μιά προσευχή πύρινη ἀνέβηκε πρός τόν Πατέρα Του:
‒Σ᾿ εὐχαριστῶ, Πατέρα, πού ἄκουσες καί τώρα τήν προσευχή μου. Ἐγώ ξέρω ὅτι πάντα μ᾿ ἀκοῦς, ἀλλά τώρα Σέ παρακαλῶ γιά ὅλους αὐτούς πού εἶναι ἐδῶ μπροστά, γιά νά πιστέψουν, Πατέρα, μετά ἀπό αὐτό τό θαῦμα ὅτι πραγματικά Ἐσύ μέ ἀπέστειλες.
Ὕστερα ἔριξε τή ματιά Του στό σκοτεινό ἄνοιγμα τοῦ τάφου καί πρόσταξε μέ δυνατή φωνή:
‒Λάζαρε, βγές ἔξω.
Καί τότε, μπρός στά κατάπληκτα καί φοβισμένα μάτια ὅλων παρουσιάστηκε ὁ Λάζαρος περιτυλιγμένος μέ τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους. Τό βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ ἀγκάλιασε στοργικά ὅλο τό πλῆθος πού τόν περιτριγύριζε καί σταμάτησε στίς δύο ἀδελφές, πού τόν κοίταζαν μέ λατρεία καί εὐγνωμοσύνη. Τά δάκρυα πού ἔλαμπαν ἀκόμη στά μάτια τους δέν ἦταν πιά δάκρυα πόνου, ἀλλά τά δάκρυα πού ἀνεβαίνουν ἀβίαστα στά μάτια, ὅταν ἡ ψυχή νιώθει πλημμυρισμένη ἀπό λατρεία καί εὐγνωμοσύνη, ἐκστατική μπροστά στήν ἀπέραντη, τήν ἀνερμήνευτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ
Σ᾿ αὐτή τήν περικοπή, παιδιά, πού σύντομα σᾶς ἀφηγήθηκα, ὑπάρχει κάτι πολύ περισσότερο ἀπό ἕνα καταπληκτικό γεγονός. Ὑπάρχει ἡ ἀπάντηση στό πρόβλημα τοῦ θανάτου. Οἱ ἄνθρωποι συνήθως αἰσθάνονται μιά τρομακτική συγκίνηση, ὅταν σκέπτονται τόν θάνατο. Βλέπουμε ὅμως ὅτι ὁ Κύριος τό ἀντιμετωπίζει μέ ἀφάνταστη ἠρεμία.
1. Θυμάστε πῶς ἀνακοίνωσε στούς μαθητές Του στήν ἀρχή τόν θάνατο τοῦ Λαζάρου; (...)
«Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω αὐτόν». «Ὁ φίλος μας ὁ Λάζαρος κοιμήθηκε· ἀλλά πηγαίνω νά τόν ξυπνήσω». Αὐτό τό φοβερό πράγμα, πού ἐμᾶς τόσο μᾶς τρομάζει, ὁ Κύριος τό ὀνομάζει ὕπνο. Ἔπειτα θυμηθεῖτε πῶς ἀναστήθηκε ὁ Λάζαρος. Ὁ Χριστός φώναξε «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω». Ὁ Κύριος δηλαδή προσκάλεσε, καί ὁ Λάζαρος ἀπάντησε. Τόν προσκάλεσε μέ τό ὄνομά του, διότι ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι αὐτός πού ἦταν καί πρίν. Ὁ Λάζαρος δέν εἶχε πάψει νά ὑπάρχει. Ἀπό τόν κόσμο βεβαίως αὐτόν εἶχε ἀναχωρήσει, ἐντούτοις ζοῦσε κάπου ἀλλοῦ, σ᾿ ἕναν τόπο στόν ὁποῖο ἔφθανε ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ.
Μέ ἄλλα λόγια ὁ θάνατος δέν εἶναι τό τέρμα τῆς ζωῆς ἀλλά ἀλλαγή ζωῆς. Ὁ θάνατος λοιπόν μεταβάλλει τήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ‒ χωρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα ‒, ὅμως δέν διαλύει τή συνείδησή του. Ἐξακολουθεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ζεῖ καί ν᾿ ἀκούει στό παλιό του ὄνομα. Νά λοιπόν τό πρῶτο καί ἐλπιδοφόρο μήνυμα πού ἀναβλύζει ἀπό τήν προσφώνηση αὐτή τοῦ Κυρίου. Οἱ νεκροί δέν παύουν νά ὑπάρχουν. Γι᾿ αὐτό καί στήν Ἐκκλησία ὀνομάζονται «κοιμηθέντες» ἤ «κεκοιμημένοι».
2. Ἐκεῖνο ὅμως πού προπαντός μαθαίνουμε ἀπό τό καταπληκτικό θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου καί ἀπό τή συνομιλία τοῦ Κυρίου μέ τή Μάρθα, πού προηγήθηκε, εἶναι ἡ ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ. «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω», φώναξε ὁ Κύριος, «καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκώς». Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἐξουσιαστής τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Δέν ὑπάρχει περιοχή ἔξω ἀπό τήν ἐξουσία Του. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Λάζαρος ἐπανῆλθε στή ζωή.
‒Τό θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου δέν εἶναι τό μοναδικό στό ὁποῖο φαίνεται ἡ ἐξουσία τοῦ Κυρίου ἐπί τοῦ θανάτου, ἀλλά εἶναι τό πιό καταπληκτικό. Θυμᾶται κανείς ποιούς ἄλλους νεκρούς εἶχε ἀναστήσει προηγουμένως ὁ Κύριος, καί μπορεῖ νά μᾶς πεῖ ποῦ εἶναι ἡ ὑπεροχή τοῦ τελευταίου αὐτοῦ θαύματος τοῦ Κυρίου; (...)
Ἀνέστησε τήν κόρη τοῦ Ἰαείρου (Λουκ. η’ 41 κ.ἑ.) καί τόν υἱό τῆς χήρας στή Ναΐν (Λουκ. ζ’ 11 κ.ἑ.). Τή θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου τήν ἀνέστησε λίγο μετά τό θάνατό της «ἐκ τῆς κλίνης». Τόν γυιό τῆς χήρας ὕστερα ἀπό λίγες ὧρες ἀπό τό φέρετρο. Καί τόν Λάζαρο ὕστερα ἀπό 4 μέρες «ἐκ τοῦ μνημείου» (!). Καί τά τρία αὐτά θαύματα ἀποτελοῦν, μαζί μέ τήν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, προμηνύματα τοῦ ἄλλου μεγάλου θαύματος, πού θά γίνει στό τέλος τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου. Τότε ὁ Κύριος θά μᾶς καλέσει ὅλους, καί «πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καί ἐκπορεύσονται...» (Ἰω. ε’ 28). Στή Συντέλεια τοῦ κόσμου θά συμβεῖ καί ἡ κοινή ἀνάσταση ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀνθρώπων.
3. Θυμάστε, παιδιά, ποιά μοναδικά λόγια εἶπε ὁ Κύριος στή Μάρθα γιά νά τή βεβαιώσει ὅτι θά ἀναστήσει τό Λάζαρο; (...)
«Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή». Ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι ἔχουμε ζωή, ὁ Κύριος εἶναι ἡ ζωή καί ἀπό Αὐτόν μεταδίδεται. Δέν εἶναι τό ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ τῆς ζωῆς, εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς. Ὅποιος ἑνώνεται διά τῆς πίστεως μέ τόν Χριστό, δέν ἔχει νά φοβᾶται τόν θάνατο, ἔχει ἑξασφαλίσει τή ζωή!
ΕΦΑΡΜΟΓΗ
Μέ πόσο φῶς καί ἐλπίδα καί δύναμη γεμίζει τήν καρδιά μας αὐτή ἡ ἀλήθεια, παιδιά, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἡ ἀνάσταση καί ἡ ζωή! Τώρα πιά μποροῦμε ν᾿ ἀντικρίσουμε μέ ἄλλο μάτι τόν θάνατο καί τή ζωή.
1. Πῶς ἀντιμετωπίζει ὁ πιστός τόν θάνατο ἀγαπημένων του προσώπων; (...)
Χύνει βέβαια δάκρυα, δέν εἶναι παγερός καί σκληρός ‒ καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δάκρυσε‒ ὅμως δέν βυθίζεται στό θρῆνο καί τήν ἀπόγνωση. Ξέρει ὅτι δέν ἔπαψαν νά ὑπάρχουν οἱ ἀγαπημένοι του, ἀλλά ὅτι ζοῦν καί ὅτι πάλι θά τούς συναντήσει σέ μιά ἄλλη ζωή φωτεινή.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς διδάσκει πῶς πρέπει νά πενθεῖ ὁ χριστιανός: «Ἀλλά λές: <Πῶς εἶναι δυνατόν νά μή λυπᾶμαι, ἀφοῦ εἶμαι ἄνθρωπος;> Οὔτε ἐγώ ζητῶ νά μή λυπᾶσαι καθόλου. Ἐκεῖνο πού ἐμποδίζω δέν εἶναι ἡ μετρημένη ἀλλά ἡ πολλή καί βαριά λύπη. Διότι τό νά λυπᾶται κανείς γιά τόν θάνατο ἀγαπημένου προσώπου εἶναι φυσικό. Τό νά λυπᾶται ὅμως ὑπερβολικά εἶναι πάθος παράλογο καί ἀπρεπές… Δάκρυσε· μήν ἀφήσεις ὅμως τόν ἑαυτό σου νά περιέλθει σέ ἀπελπισία καί ἀδημονία καί ἀγανάκτηση… Δάκρυσε τόν ἄνθρωπό σου ὅπως ὁ Χριστός δάκρυσε τόν Λάζαρο, γιά νά μᾶς δώσει ἔτσι μέτρα καί κανόνες λύπης, τούς ὁποίους δέν πρέπει νά ξεπερνοῦμε… Ὀφείλουμε λοιπόν νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό ὄχι μόνο γιά τήν ἀνάσταση μέ τά ἀνέκφραστα καί ἀθάνατα ἀγαθά της, ἀλλά καί γιά τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, ἡ ὁποία μπορεῖ νά παρηγορήσει ψυχή πονεμένη καί λυπημένη καί νά μᾶς δίνει θάρρος καί πεποίθηση γιά τούς ἀγαπημένους μας πού ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ὅτι θά τούς ξανασυναντήσουμε στόν κόσμο τῶν πνευμάτων. Καί ὅταν γίνει ἡ καθολική ἀνάσταση, θά βλεπόμαστε καί σωματικά καί θά εἴμαστε αἰώνια μαζί, ἀπολαμβάνοντας τή μακαριότητα καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ»