Επίκαιρα

ΤΡΙΩΔΙΟΝ: ΠΟΡΕΙΑ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

 

 

 

 

triodio

 

Iερομ. Λουκά Γρηγοριάτη

 

ΜΕΡΟΣ Α΄

 

Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὁρίζει μία περίοδο προετοιμασίας, ὥστε νά ἀξιωθοῦμε νά ἑορτάσωμε θεαρέστως καί ψυχοφελῶς τά Ἅγια Πάθη καί τήν λαμπροφόρο Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου. Ἡ περίοδος αὐτή ὀνομάζεται «Ἱερόν καί Κατανυκτικόν Τριώδιον». Εἶναι οἱ τρεῖς ἑβδομάδες, ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου μέχρι καί τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς, οἱ ἕξι ἑβδομάδες τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάς τῶν Παθῶν. Συνηθίσαμε ὅμως νά ὀνομάζουμε «Τριώδιον» τήν περίοδο ἀπό τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου μέχρι καί τῆς Τυρινῆς.

 

Κάθε ἡμέρα καί κάθε ἑορτή γιά τόν Χριστιανό εἶναι βεβαίως ἡμέρα σωτηρίας, σύμφωνα μέ τόν λόγο τῆς θείας Γραφῆς: «ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορ. στ΄ 2) καί «νῦν ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἤ ὅτε ἐπιστεύσαμεν. Ἡ νύξ προέκοψεν, ἡ δέ ἡμέρα ἤγγικεν˙ ἀποθώμεθα οὖν τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός» (Ρωμ. ιγ΄ 11-12). Ὅμως ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει ὁρίσει τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς γιά ἐντονώτερο ἀγῶνα, τόν ὁποῖο θά στηρίξουμε σέ σταθερά καί ἀδιάσειστα πνευματικά θεμέλια.

 

Θά ἀναπτύξουμε ἐν συνεχείᾳ ποιά εἶναι αὐτά τά θεμέλια. Οἱ σκέψεις αὐτές θά ἀποτελέσουν τήν πρώτη ἑνότητα τῆς ὁμιλίας.

 

Μέ τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, λοιπόν, ἀνοίγει τό ἱερόν Τριώδιον. Τό Σάββατον Ἑσπέρας ἀκοῦμε τά ὡραιότατα καί κατανυκτικά ἰδιόμελα, πού ἀρχίζουν μέ τό πασίγνωστο ἐκεῖνο: «Μή προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς ἀδελφοί˙ ὁ γάρ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται». Στό Κοντάκιο τοῦ Ὄρθρου ἀκοῦμε συνοπτικά καί ἐπιγραμματικά τό πνευματικό μήνυμα τῆς ἡμέρας: «Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν, καί Τελώνου μάθωμεν τό ταπεινόν». Σέ δύο μόνο προτάσεις μᾶς δίδεται ἡ βάσις τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἡ ταπεινοφροσύνη. Μᾶς τήν ἐξηγεῖ ὁ συναξαριστής τῆς Κυριακῆς στό Ὑπόμνημά του: «Ἐπειδή τό πρῶτο ὅπλο γιά νά ἀποκτήσουμε τήν ἀρετή εἶναι ἡ μετάνοια καί ἡ ταπείνωσις, καί πάλι μέγιστο ἐμπόδιο γιά τήν ἀπόκτησί της εἶναι ἡ ἀλαζονεία καί ἡ ἔπαρσις, οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὥρισαν νά διαβάζεται κατά τήν πρώτη Κυριακή τοῦ Τριωδίου αὐτή ἡ τόσο σημαντική παραβολή τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου˙ ὥστε νά μᾶς προτρέψουν μέ τό πρός ἀποφυγήν παράδειγμα τοῦ Φαρισαίου νά ἀποβάλουμε τό πάθος τῆς ἀλαζονείας καί οἰήσεως˙ καί μέ τό παράδειγμα πάλιν τοῦ Τελώνου νά ἀποκτήσουμε τήν ἀντίθετη πρός αὐτό τό πάθος ἀρετή τῆς ταπεινώσεως καί μετανοίας».

 

Ἡ ταπεινοφροσύνη δέν εἶναι μόνον ὁ καρπός τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος, ἀλλά καί ἡ ἀρχή. Πρέπει νά παλαίψουμε μέ τίς πονηριές τοῦ διαβόλου. Στόν ἀγῶνα αὐτόν ἡ ταπεινοφροσύνη θά γίνῃ ἀκαταμάχητη πανοπλία. Ἡ ὑπερηφάνεια μᾶς κρατεῖ μακρυά ἀπό τόν ἐκκλησιασμό καί ἀπό τήν ἐξομολόγησι. Δέν μᾶς ἀφήνει νά τηρήσουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Δέν φαινόμαστε νορμάλ στά μάτια τοῦ κόσμου.

 

Πολλά ἀκόμη παθαίνουμε στήν ζωή μας, ἐπειδή δέν ξέρουμε νά εἴμαστε ταπεινοί. Στήν οἰκογενειακή ζωή π.χ. πολλά θά εἴχαμε ἀποφύγει, ἄν εἴμασταν ταπεινοί! Ἄν ὡριμάσουμε στήν πνευματική ζωή, καί πάλι ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀπαραίτητη. Οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν: «τό φυλάξαι τά ἀγαθά χαλεπώτερον τοῦ κτήσασθαι». Μέ τήν ταπείνωσι ἀσφαλίζουμε ὅ,τι κερδίσαμε. Μέ τήν ὑψηλοφροσύνη, ὅτι τάχα ἀποκτήσαμε ἀρετές, τά χάνουμε ὅλα.

 

Τήν δεύτερη Κυριακή, τήν λεγομένη τοῦ Ἀσώτου, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία προβάλλει τήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός γιά μᾶς δέν εἶναι μόνο Δημιουργός ἀλλά καί Πατέρας. Πατέρας πού ἀγαπᾶ βέβαια τούς δικαίους, ἀγαπᾶ ὅμως ἐξίσου καί τούς ἁμαρτωλούς. Πατέρας πού περιμένει τήν ἐπιστροφή μας, τήν ἐπιστροφή κάθε ἀσώτου, στήν πατρική του ἀγκαλιά. Ὑπάρχει μία ὄμορφη εἰκόνα ἀπό τήν τελετή τῆς μοναχικῆς κουρᾶς. Ὅταν ὁ ὑποψήφιος μοναχός ἀποφασίσει ὁριστικά νά ἐγκαταλείψῃ τό κοσμικό φρόνημα δέχεται τήν μοναχική κουρά. Στό τέλος τῆς Ἀκολουθίας ὁ Γέροντας πού τόν ἀναδέχεται ὡς ὑποτακτικό, τόν πλησιάζει πατρικά, ὅπως φαίνεται στήν εἰκόνα τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, καί τόν ἀσπάζεται. Ἀκριβῶς τήν στιγμή πού ψάλλεται τό τροπάριο: «Ἐπιγνῶμεν ἀδελφοί, τοῦ μυστηρίου τήν δύναμιν˙ τόν γάρ ἐκ τῆς ἁμαρτίας, πρός τήν πατρικήν ἑστίαν, ἀναδραμόντα Ἄσωτον Υἱόν ὁ πανάγαθος Πατήρ, προϋπαντήσας ἀσπάζεται, καί πάλιν τῆς οἰκείας δόξης, χαρίζεται τά γνωρίσματα».

 

Πῶς νά μή χαίρεται ἡ ψυχή, ὅταν ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι κάθε στιγμή μποροῦμε νά γυρίσουμε στό πατρικό μας σπίτι;

 

Ποιό ὅμως εἶναι τό πατρικό μας σπίτι; Εἶναι ἡ θεία Χάρις.

 

Στό Κοντάκιο τῆς Κυριακῆς τοῦ ἀσώτου ψάλλει ἡ Ἐκκλησία: «Τῆς πατρῴας δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον ... δέξαι με μετανοοῦντα». Πατέρα μου ἐπουράνιε, ἔφυγα μακρυά ἀπό τήν πατρική σου δόξα, ὁ ἀνόητος, καί τόν πλοῦτο τῆς θείας Χάριτος πού μοῦ εἶχες ἐμπιστευθῆ, τόν σκόρπισα σέ ἀσωτίες ... Γι’ αὐτό σέ παρακαλῶ, δέξου με τώρα πού ἔχω καταλάβει τό λάθος μου καί ἔχω μετανοήσει».

 

Τό πατρικό μας σπίτι λοιπόν εἶναι νά εἴμαστε μέσα στήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὅπου θά νοιώθουμε τήν χαρά καί τήν εἰρήνη, τήν ἀγάπη καί τήν καλωσύνη, καί τά ἄλλα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μακρυά ἀπό τό πατρικό μας σπίτι, οὔτε χαρά ὑπάρχει, οὔτε εἰρήνη, οὔτε ἀγάπη, οὔτε καλωσύνη, οὔτε πίστις, οὔτε πραότητα· ἀλλά θυμοί, καί στακωμοί, καί ἔχθρες καί μίση, καί διαζύγια, καί παιδιά ταλαιπωρημένα, καί γονεῖς ἐγκαταλελειμένοι, καί κοινωνία ἀναστατωμένη.

 

Μέ τήν τρίτη Κυριακή, τήν λεγομένη τῆς Ἀπόκρεω, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας καί τῆς Κρίσεως.

 

Ἡ ζωή μας εἶναι πρόσκαιρη, καί ὁ θάνατος δέν διαλέγει μόνο τούς γέρους. Τόν δέ θάνατό μας θά ἀκολουθήσει ἡ δικαία Κρίσις.

 

Ἡ ὑπενθύμησις θανάτου καί τῆς Κρίσεως εἶναι ἄριστο παιδαγωγικό μέσο, διότι τονώνει τήν προθυμία μας. Εἴμαστε ἀμελεῖς. Ἡ ἀμέλεια εἶναι κακό πάθος. Μᾶς ἀφήνει πνευματικά νεκρούς, χωρίς Χάρι Θεοῦ. Διότι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ στολίζει τίς γενναῖες ψυχές, πού μάχονται μέ ζῆλο καί νηφαλιότητα.

 

Οἱ γενναῖες ψυχές ἀγωνίζονται στήν ἀγάπη, στήν συμπάθεια, στήν ἐπιείκεια, στήν ἐλεημοσύνη. Αὐτό εἶναι τό μήνυμα τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω. Τό κριτήριο, μέ τό ὁποῖο θά μᾶς κρίνει ὁ Θεός, εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἐφ’ ὅσον δέν ἔδειξες ἀγάπη στόν ἀδελφό σου, λέγει ὁ Χριστός, οὔτε σέ μένα ἔδειξες. Ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι θεμέλια στήν πνευματική ζωή. Χωρίς αὐτά δέν χτίζουμε τίποτε. Σήμερα μάλιστα, πού ἡ ἐλεημοσύνη δέν γίνεται εὔκολα μέ χρήματα, ἡ ἠθική στήριξις, τό χαμόγελο, ἡ καλή συντροφιά καί ἄλλοι τρόποι συμπαραστάδεως εἶναι ἐλεημοσύνη.

 

Ἀκολουθεῖ ἡ Κυριακή τῆς Τυρινῆς, κατά τήν ὁποία «ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπό τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ Ἀδάμ». Ὁ συναξαριστής καί πάλιν ὡς ἑξῆς ὑπομνηματίζει τήν ἡμέρα: «Τώρα πού ἀρχίζει ἡ Μεγ. Τεσσαρακοστή, θυμόμαστε τήν ἐξορία τοῦ Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισο καί φέρνουμε στόν νοῦ μας τό μεγάλο κακό πού ἔκανε ἡ ἀδυναμία τῶν πρωτοπλάστων νά νηστέψουν. Γι’ αὐτό ἐμεῖς ἀρχίζουμε μέ προθυμία τήν νηστεία καί προσέχουμε, ὥστε νά ἐπιτύχουμε ἐκεῖνο στό ὁποῖο ἀστόχησε ὁ Ἀδάμ, δηλαδή τήν θέωσι».

 

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς λένε κάτι πολύ σημαντικό. Ὅτι ὁ Χριστός μᾶς ἐχάρισε ὄχι μόνον ἐκεῖνο τόν ἀπωλεσθέντα Παράδεισο ἀλλά ἐπιπλέον καί τήν θέωσι.

 

Εἶναι ἡ θέωσις γιά ὅλους;

 

Ναί, εἶναι γιά ὅλους. Ὅλοι μας ἔχουμε τήν κλῆσι νά θεωθοῦμε. Ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος, ὥστε ἐμεῖς νά θεωθοῦμε, λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος.

 

Ὅμως ἄλλοι τρέχουμε προθυμότερα πρός τήν θέωσι καί ἄλλοι κάνουμε μπρός-πίσω. Κάθε ἁμαρτία εἶναι μία ὀπισθοδρόμησις. Κάθε φορά πού τηροῦμε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, κάνουμε ἕνα βῆμα πρός τήν θέωσι. Ὅταν μετανοῶ, θεώνομαι. Ὅταν προσεύχομαι, θεώνομαι. Ὅταν ἐξομολογοῦμαι, ἐκκλησιάζομαι, συγχωρῶ, ὑπομένω, θυσιάζομαι ἀπό ἀγάπη, θεώνομαι.

 

Στούς καλούς ἀγωνιστές ἡ Ἐκκλησία μέ τά γράμματα τῆς Ἀκολουθίας ὑπενθυμίζει τόν θρῆνο τοῦ Ἀδάμ στόν τόπο τῆς ἐξορίας του. Λέγει: «Ἐκάθησεν Ἀδάμ τότε, καί ἔκλαυσεν ἀπέναντι τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου, χερσί τύπτων τάς ὄψεις, καί ἔλεγεν˙ Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τόν παραπεσόντα».

 

Ὅσο πιό βαθειά συναισθάνεται κανείς τήν τραγωδία τῆς Πτώσεως, τόσο πιό ἔντονα ἀναζητεῖ τόν ἀπωλεσθέντα Παράδεισο. Ὁ ἀδαμιαῖος θρῆνος εἶναι ἡ βαθυτέρα μορφή πένθους γιά τόν Παράδεισο, ἀλλά εἶναι κτῆμα ἐλαχίστων. Ἐκείνων τῶν ψυχῶν πού ἀξιώθηκαν νά ἀποκτήσουν γεῦσι τῆς μακαρίας ζωῆς καί ὕστερα τήν ἔχασαν. Πρῶτος ὁ γενάρχης μας Ἀδάμ ἔκλαιε ἀπαρηγόρητος γιά τήν ἀπώλειά της. Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης εἶναι ἀπό τούς νεωτέρους ἁγίους πού εἶχαν στήν καρδιά τους τόν ἀδαμιαῖο θρῆνο, ὅπως φαίνεται στό παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπό τίς συγγραφές του: «Ἀδάμ, ὁ πατήρ τῆς οἰκουμένης, εἰς τόν Παράδεισον ἐγνώριζε τήν ἡδύτητα τῆς θείας ἀγάπης. Οὕτω, μετά τήν ἔξωσιν ἐκ τοῦ Παραδείσου διά τό ἁμάρτημά του, ἐγκαταλελειμμένος ἀπό τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, ὤδινε πικρῶς καί μετά βαθέων στεναγμῶν ὠδύρετο. Πᾶσα ἡ ἔρημος ἀντήχει ἀπό τούς λυγμούς αὐτοῦ. Ἡ ψυχή αὐτοῦ ἐβασανίζετο ὑπό τῆς σκέψεως: ‛Τόν ἠγαπημένον Θεόν μου ἐλύπη-σα’. Δέν μετεμελεῖτο τόσον περί τῆς Ἐδέμ ἤ τοῦ κάλλους αὐτῆς, ὅσο περί τῆς ἀπωλείας τῆς θείας ἀγάπης, ἥτις ἀκορέστως ἕλκει τήν ψυχήν πρός τόν Θεόν. Οὕτω πᾶσα ψυχή, ἥτις ἐγνώρισε τόν Θεόν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ὕστερον δέ ἀπώλεσε τήν χάριν, δοκιμάζει ἀδαμιαῖον πένθος. Ὁδυνᾶται ἡ ψυχή καί μεταμελεῖται σφοδρῶς, ὅταν προσβάλῃ τόν ἠγαπημένον Θεόν» .

 

Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος Σιλουανός, βάζοντας τόν Ἀδάμ νά συμβουλεύει ἐμᾶς τά τέκνα του:

 

«Μετανοεῖτε καί προσεύχεσθε. Καί ἐγώ, ἐπί πολύ μετενόουν καί ἐθλιβόμην, ὅτι τόν Θεόν προσέβαλον, ὅτι διά τά ἁμαρτήματά μου ἀφῃρέθη ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη ἀπό τοῦ προσώπου τῆς γῆς. Τά δάκρυά μου ἔρρεον κατά πρόσωπον καί ἤρδευον τό στῆθος καί ἔπιπτον ἐπί τήν γῆν˙ καί πᾶσα ἡ ἔρημος ἤκουε τούς στεναγμούς μου.

 

Ὑμεῖς δέν δύνασθε νά ἐννοήσητε τό βάθος τῆς θλίψεώς μου, οὔτε πῶς ὠδυρόμην διά τόν Θεόν καί τόν Παράδεισον. Εἰς τόν Παράδεισον ἤμην ἀγαλλώμενος. Πνεῦμα Θεοῦ ηὔφραινέ με καί ἐλεύθερος ἤμην παθημάτων. Ὅταν ὅμως ἐξεβλήθην ἐκ τοῦ Παραδείσου, τότε θηρία καί πτηνά, τά ὁποῖα μέ ἠγάπων πρίν, ἤρχισαν νά μέ φοβοῦνται καί νά φεύγουν ἀπ’ ἐμοῦ˙ αἱ κακαί σκέψεις ἐσπάρασσον τήν καρδίαν μου˙ ψῦχος καί λιμός μέ ἐβασάνιζον˙ ὁ ἥλιος μέ ἔκαιε καί ἄνεμοι μέ ἐμάστιζον˙ οἱ ὑετοί μέ κατέβρεχον, καί αἱ ἀσθένειαι μέ κατεπόνουν˙ ὅπως καί τά λοιπά δεινά τῆς γῆς. Ἐγώ δέ τά πάντα ἔφερον μετ’ ἀκλονήτου ἐλπίδος εἰς τόν Θεόν.

 

Καί ὑμεῖς, τεκνία μου, φέρετε τούς πόνους τῆς μετανοίας˙ ἀγαπᾶτε τάς θλίψεις, ἀποξηραίνετε τά σώματα ὑμῶν δι’ ἀσκήσεως καί ἐγκρατείας, ταπεινώσατε ἑαυτούς καί ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς, ὅπως ἐνοικήσῃ ἐν ὑμῖν τό Ἅγιον Πνεῦμα. Τότε θά γνωρίσητε καί θά εὕρητε τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν» .

 

Σέ ἐμᾶς βεβαίως, πού δέν ἔχουμε τέτοια βαθειά μετάνοια ἀλλά ἀγωνιζόμεθα στά συνήθη μέτρα, ἡ Ἐκκλησία ὑπενθυμίζει μέν τόν ὑψηλό αὐτό στόχο ἀλλά συγκαταβαίνει καί μᾶς προτρέπει νά πολεμήσουμε τουλάχιστον τίς κακές μας συνήθειες, ὅπως γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ. Ἀληθής νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια νηστεία ἐστίν ἀληθής» . Νηστεία λοιπόν δέν εἶναι μόνο νά ἀπέχουμε ἀπό φαγητά ἀλλά καί ἀπό τά πάθη μας. Αὐτός ὁ ἀγώνας εἶναι σωτήριος, καί ὁδηγεῖ στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

 

Κλείνοντας αὐτή τήν πρώτη ἑνότητα δέν πρέπει νά ξεχάσουμε καί μία πέμπτη προϋπόθεσι γιά τήν εἴσοδό μας στήν Μεγ. Τεσσαρακοστή, πού δέν ἀναγράφεται βέβαια στό βιβλίον τοῦ Τριωδίου, ἀποτελεῖ ὅμως ἐκκλησιαστικό θεσμό. Εἶναι ἡ ἀλληλο-συγχώρησις πού γίνεται τό Ἑσπέρας αὐτῆς τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς. Ἔχει τόση μεγάλη σημασία ἡ πρᾶξις αὐτή, ὥστε ἔδωσε καί στήν Κυριακή τήν προσωνυμία τῆς συγχωρήσεως. Θυμᾶμαι ὅτι στό χωριό μου οἱ ἄνθρωποι αὐτή τήν ἡμέρα πήγαιναν στούς ἀνθρώπους, μέ τούς ὁποίους εἶχαν ψυχρανθῆ, καί ζητοῦσαν συγχώρεσι.  

 

[1] ΑΡΧΙΜ. ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ, Ὁ Γέρων Σιλουανός, ἔκδ. ΟΡΘ. ΚΥΨΕΛΗ, σελ. 433.

[2] Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 438.

[3] ΜΕΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Λόγος Β΄ περί Νηστείας, PG 31, 196

Επικοινωνία

Διεύθυνση Μεγάλου Ναού: Δανάης 1, Έγκωμη,
2408, Λευκωσία
Διεύθυνση Μικρού Ναού: Αγίου Νικολάου 1, Έγκωμη, 2408, Λευκωσία
Τηλέφωνο: 22355300
Fax: 22590969
Email: agiosnikolaosengomis

@gmail.com

Announcement

Church of Saint Nicolaos in Engomi is open daily from 8:30 am to 12:00 noon, from 5:00 to 8:00 pm and the hours of Liturgical services. For more information contact us on: agiosnikolaosengomis@gmail.com