Ο Απόστολος Παύλος

Ο Απόστολος Παύλος

 

   Ο Απόστολος Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας μεταξύ του 5 και 15 μ.Χ. από ευσεβείς Ιουδαίους γονείς. Ο Παύλος καταγόταν από τη φυλή Βενιαμίν κι άνηκε στην τάξη των Φαρισαίων (Ρωμ. 16,1 και Φιλιππ. 3,5). Ο πατέρας του ήταν Ρωμαίος πολίτης και προερχόταν από τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας της Κιλικίας. Από τον πατέρα του κληρονόμησε ο Παύλος και την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Αυτό το χαρακτηριστικό έδινε σημαντικά προνόμια στον Παύλο.

   Το εβραϊκό του όνομα ήταν Σαούλ. Κατά τη γνωστή τότε συνήθεια των Ιουδαίων της διασποράς να φέρουν εκτός από το ιουδαϊκό όνομα και ένα ομόηχο ελληνικό ή ρωμαϊκό λεγόταν και Σαύλος και αργότερα ονομάστηκε Παύλος.

   Εκτός από την Καινή Διαθήκη, δεν υπάρχουν άλλες αξιόπιστες πηγές για τον βίο του Παύλου. Μέσα από διάφορα χωρία, είναι δυνατόν να εξάγουμε συμπέρασμα για το περίγραμμα του βίου του Αποστόλου Παύλου πριν από τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό.

   Στην Ταρσό όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια, οι γονείς του φρόντισαν να αποκτήσει την καλύτερη και αρτιότερη ελληνική και ιουδαϊκή μόρφωση. Ο Παύλος δεν αρκέσθηκε στην μόρφωση που απέκτησε στη γενέτειρά του και πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου έμενε και η αδερφή του, για να τη συμπληρώσει με την εκπαίδευσή του στο Μωσαϊκό Νόμο. Έγινε μαθητής του σοφού νομοδιδάσκαλου Γαμαλιήλ και από αυτόν διδάχθηκε, όσο λίγοι, την ιουδαϊκή νομικο-θεολογική σκέψη του ραβινισμού.

    Το ύφος του, η θεολογική του μέθοδος και η χρήση της Γραφής παρουσιάζουν τον Παύλο ως αυστηρό αλλά και αγνό, ραββίνο, γνώστη όλων των επίμαχων ζητημάτων του ιουδαϊκού Νόμου και ικανό χειριστή της ραββινικής διαλεκτικής. Ο ίδιος ομολογεί αργότερα ότι υπήρξε πολύ επιμελής και μάλιστα υπέρμαχος ζηλωτής των πατρικών παραδόσεων και διέπρεπε μεταξύ των συνομηλίκων του (Γαλ. 1,14 και Πράξ. 26,4). Διακρινόταν για το μεγάλο ζήλο στο έργο του, την ανησυχία και τη δυναμικότητά του, την ευρύτητα του πνεύματος και την αντικειμενική του κρίση. Η ιουδαϊκή του καταγωγή, η ελληνική παιδεία και η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη τον καθιστούσαν ως τον πιο κατάλληλο για να μεταφέρει το χριστιανικό μήνυμα στον κόσμο της εποχής του.

   Εκτός από τη μόρφωση που έλαβε, ο Σαούλ έμαθε και την τέχνη του σκηνοποιού ώστε να εξασφαλίζει τα προς το ζην με ένα χειρωνακτικό επάγγελμα όπως και οι περισσότεροι ραββίνοι. Θα μπορούσε, δηλαδή, να φτιάχνει σκηνές από μάλλινα υφάσματα ή δέρματα. Έτσι θα είχε τα αναγκαία για τη ζωή του, δίχως να επιβαρύνει κανένα και χωρίς να επιβαρύνει οικονομικά τις κατά τόπους εκκλησίες.

    Ο Παύλος έπασχε από κάποια ασθένεια, η οποία πρέπει να ήταν μάλλον επώδυνη (Β' Κορ. 12,8), χωρίς ωστόσο να είναι δυνατό να εξακριβωθεί ακριβώς ποιο ήταν το σωματικό του πρόβλημα και μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν γι’ αυτό.

 

Ο ΠΑΥΛΟΣ ΣΚΛΗΡΟΣ ΔΙΩΚΤΗΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

 

Είχαν περάσει περίπου δέκα χρόνια από τότε που ο Σαούλ τελείωσε τις σπουδές του κι αποχαιρέτησε τον αγαπημένο του διδάσκαλο Γαμαλιήλ. Στο διάστημα αυτό δε γνωρίζουμε, που ακριβώς βρισκόταν.

Κατά τη διάρκεια της δημόσιας δράσης του Ιησού Χριστού (το 30-33 μ.Χ ο "νεανίας" Παύλος (Πράξ. 7,58) βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα, όπου είχε συνάψει στενές σχέσεις με την ανωτάτη θρησκευτική ηγεσία και μάλιστα με τον ίδιο τον αρχιερέα του Μεγάλου Ιουδαϊκού Συνεδρίου (Πράξ. 9,1), λαμβάνοντας ενεργό ρόλο στο διωγμό εναντίον των Ιουδαίων Χριστιανών.

   Τόσο η φαρισαϊκή ευσέβειά του όσο και ο ζήλος για την τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου διαμόρφωσαν τη συμπεριφορά και τη στάση του έτσι ώστε να καταστεί ένας από τους πιο σκληρούς και φανατικούς διώκτες των οπαδών του Χριστού. Έλαβε μέρος στο λιθοβολισμό του Στεφάνου, φυλάσσοντας στα πόδια του τα ιμάτια που άφησαν οι λιθοβολήσαντες Ιουδαίοι.

    Ύστερα από αυτή την εμπειρία ο Παύλος καταδίωκε με μίσος τους Χριστιανούς με κάθε τρόπο. Στη διάθεση του είχε όσα ζητούσε από τους άρχοντες των Ιουδαίων. Για αυτό το σκοπό χρησιμοποιούσε πολλά και σκληρά μέτρα προκειμένου να πετύχει τον αφανισμό των Χριστιανών. Ρήμαζε τις εκκλησίες, έμπαινε με τη βία στα σπίτια, έσερνε έξω άνδρες και γυναίκες, τους συλλάμβανε και τους έριχνε στη φυλακή, τους βασάνιζε. Είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Χριστιανών.

   Τον μετά μανίας διωγμό των Χριστιανών από τον Παύλο ομολογεί ο ίδιος (Γαλ. 1,13. Α'Κορ. 15,9. Φιλιπ. 3,5), ενώ το επιβεβαιώνει και ο Λουκάς στις Πράξεις (8,3. 9,1-2. 26,9-11).

Το μίσος του Παύλου εναντίον των ομοεθνών του χριστιανών πήγαζε, από τον υπέρμετρο φανατισμό και ζήλο του υπέρ της ιουδαϊκής θρησκείας (Φιλιπ. 3,5-6. Πράξ. 26,4, Γαλ. 1,13), αλλά και από την αγάπη του προς το ιουδαϊκό έθνος, το οποίο είχε επιλεγεί από τον Θεό να επιτελέσει σπουδαίο έργο στην ιστορία (Ρωμ. κεφ. 9-11). Επιπλέον, σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι ο Ιησούς είχε καταδικασθεί σε σταυρικό θάνατο ως σφετεριστής του μεσσιανικού αξιώματος, ενώ κατέλυσε διάφορες διατάξεις του μωσαϊκού νόμου και προέβλεψε την καταστροφή του ναού.

 

Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

(Πράξεις 9,1-19)

 

Για το γεγονός της μεταστροφής του Παύλου προς το Χριστιανισμό, εκτός από τις αναφορές στις επιστολές (Γαλάτ. 1,13. Α' Κορ. 15,8. Φιλιππ. 3,12. Εφεσ. 3,3), υπάρχουν και τρεις παράλληλες διηγήσεις στις Πράξεις (9,1-29. 22,3-21. 26,9-21).

   Σύμφωνα με τις παραπάνω μαρτυρίες που έχουν πηγή τον ίδιο τον Παύλο, έγινε χριστιανός από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό ο οποίος τον κάλεσε στο ευαγγελικό έργο και στο αποστολικό αξίωμα.

Ο ίδιος ομολογεί (Γαλ. 1,15) ότι, ο Θεός τον προόριζε για απόστολο του Ευαγγελίου πριν ακόμη γεννηθεί, και μετέτρεψε το ζήλο του για τον Νόμο, σε ζήλο για τη διάδοση του Ευαγγελίου.

"ότε δε ευδόκησεν ο Θεός, ο άφορίσας με εκ κοιλίας μητρός μου και καλέσας δια της χάριτος αυτού, αποκαλύψαι τον υιόν αυτού εν έμοί ίνα εύαγγελίζωμαι αυτόν εν τοις έθνεσιν" (Γαλ. 1,15-16).

   Πολλοί Χριστιανοί είχαν απομακρυνθεί από τα Ιεροσόλυμα εξαιτίας του διωγμού. Αρκετοί κατέφυγαν στη Δαμασκό, όπου προσέλκυαν και άλλους στη χριστιανική πίστη. Αυτό εξόργισε τον Παύλο, ο οποίος δεν αρκέσθηκε μόνο στο διωγμό των Χριστιανών της Ιουδαίας, αλλά ζήτησε την άδεια και την βοήθεια του αρχιερέα, για να μεταβεί στη Δαμασκό με σκοπό να συλλάβει και τους εκεί μεταστραφέντες Ιουδαίους και να τους οδηγήσει δεμένους στην Ιερουσαλήμ ώστε να δικασθούν και να τιμωρηθούν (Πράξ. 9,1-2). Για να πετύχει το σκοπό του, πήρε από τον αρχιερέα συστατικά γράμματα για τις συναγωγές της Δαμασκού.

   Το 36 μ.Χ. περίπου, καθώς πήγαινε προς τη Δαμασκό επικεφαλής μιας καλά οπλισμένης ομάδας, ξαφνικά λίγο προτού να φτάσει στην πόλη, τον περιέβαλε ένα παράδοξο κι εκτυφλωτικό φως, το οποίο τον έριξε από το άλογο και τον τύφλωσε.

Τότε άκουσε από τον ουρανό μια φωνή να τον αποκαλεί με το εβραϊκό του όνομα και του είπε: «Σαούλ, Σαούλ γιατί με καταδιώκεις;». Ο Παύλος έπεσε κάτω από τον φόβο του και ρώτησε «Ποιος είσαι Κύριε;»  Και ο Κύριος απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, αυτός τον όποιο εσύ καταδιώκεις. Αλλά σήκω επάνω, πήγαινε στην πόλη κι εκεί θα σου φανερωθεί, τι πρέπει να κάνεις» (Πράξεις 9,1-18).

   Όλα όσα έκανε ο Παύλος εναντίον των Χριστιανών, στρέφονταν εναντίον του Χριστού! Όσα συμβαίνουν στους πιστούς, θα πει αργότερα και ο Μέγας Βασίλειος, ο Κύριος τα δέχεται ότι συμβαίνουν στον ίδιο τον εαυτό Του.

   Ο Παύλος μετάνιωσε ειλικρινά για όλα αυτά. Προσπάθησε να σηκωθεί ζητώντας να τον βοηθήσουν, γιατί είχε χάσει το φως του. Οι συνοδοί του έκπληκτοι τον οδήγησαν στη Δαμασκό και τον άφησαν στο σπίτι κάποιου Ιούδα, στην Ευθεία οδό. Τρεις ημέρες έμεινε ο Παύλος χωρίς να φάει και να πιεί κάτι. Βυθισμένος στο σκοτάδι, γιατί δεν έβλεπε ακόμη, προσευχόταν στον Κύριο και ζητούσε συγγνώμη για την προηγούμενη διαγωγή του. Ο Θεός της αγάπης τον είχε πια συγχωρήσει.

   Στη Δαμασκό ζούσε ένας ευλαβής Χριστιανός, ο Ανανίας. Γι’ αυτόν λέει η αρχαία παράδοση, πώς ήταν ένας από τους εβδομήκοντα μαθητές του Κυρίου και πως είχε καταφύγει στη Δαμασκό, όταν άρχισε ο διωγμός από τον Παύλο.

   Σ' αυτόν λοιπόν παρουσιάστηκε ο Κύριος μέσα σε όραμα και του είπε: «Ανανία πήγαινε στο σπίτι του Ιούδα στην Ευθεία οδό, να βρεις το Σαύλο από την Ταρσό πού προσεύχεται».

Κι αυτός, που δεν ήξερε όσα είχαν γίνει, απάντησε με σεβασμό: «Κύριε γι’ αυτόν τον άνθρωπο έχω ακούσει όσα φοβερά έκαμε εναντίον των αγίων οπαδών Σου στην Ιερουσαλήμ».

Αλλά ο Κύριος τον καθησύχασε και του είπε: «Πήγαινε χωρίς φόβο, γιατί αυτός πια είναι ο εκλεκτός μου. Αυτός θα κηρύξει τ' όνομά μου σ' όλο τον κόσμο».

   Ο Ανανίας με θάρρος πια πήγε και βρήκε τον Παύλο να προσεύχεται. Με καλοσύνη κι αγάπη έβαλε τα χέρια του πάνω στο κεφάλι του Παύλου και του είπε: «Σαούλ, αδελφέ μου, ο Κύριος που σου παρουσιάστηκε στο δρόμο, με έστειλε για ν’ αποκτήσεις το φως σου και να γεμίσεις με Άγιο Πνεύμα».

Τότε με άλλο θαύμα έπεσαν από τα μάτια του Παύλου κάτι σαν λέπια και ήρθε το φως του. Αφού σηκώθηκε δέχτηκε το Άγιο Βάπτισμα και έφαγε κάτι για να βρει τις σωματικές του δυνάμεις. Μα πιο πολύ απόκτησε το  φωτισμό του Θεού και τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, για ν' αναδειχτεί αργότερα ο μεγάλος Απόστολος της Οικουμένης. Ο Παύλος από τρομερός διώκτης του Χριστιανισμού έγινε τώρα ο θερμότερος και ο μεγαλύτερος κήρυκας του Ευαγγελίου, θυσιάζοντας μάλιστα και την ζωή του γι’ αυτό.

 

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

(Πράξεις 9,19-31)

 

Μετά τη μεταστροφή του, τη βάπτιση και την κατήχησή του από τον Ανανία στη Δαμασκό, ο Παύλος πήγαινε στις συναγωγές και κήρυττε πλέον φανερά ότι ο Ιησούς είναι ο Υϊός του Θεού (Πράξ. 9,20). Αυτό βέβαια προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Ιουδαίων της Δαμασκού, οι οποίοι αποφάσισαν να τον θανατώσουν.

   Οι Χριστιανοί όμως φυγάδευσαν τον Παύλο στην έρημο της Αραβίας, στο βασίλειο των Ναβαταίων, νότια της Δαμασκού, πιθανώς δια λόγους ασφαλείας (Γαλ. 1,17). Όπως ο Κύριος πού έμεινε σαράντα μέρες στην έρημο, έτσι και ο Παύλος έμεινε μόνος του, όπου είχε αρκετό καιρό  για να συγκεντρωθεί και να προσευχηθεί. Αργότερα επέστρεψε στη Δαμασκό, όπου άσκησε το αποστολικό του έργο για τρία χρόνια.

   Η μεταστροφή του προκάλεσε μεγάλη έκπληξη μεταξύ των Ιουδαίων και των Χριστιανών. Σύμφωνα με τις Πράξεις, η εχθρότητα των Ιουδαίων τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την πόλη (Πράξ. 9,23-25), αν και στην περίπτωση αυτή, στη δίωξή του έλαβε ενεργά μέρος και ο εθνάρχης Αρέτας (ή Αρέθας), βασιλιάς των Ναβαταίων (Β' Κόρ. 11,32-33).

Γι’ αυτό οι πιστοί φυγάδεψαν τον Παύλο. Μια νύχτα τον κατέβασαν από τα τείχη μέσα σ' ένα μεγάλο καλάθι. Κατόπιν πήγε στα Ιεροσόλυμα. Παρ’ ότι προσπαθούσε να έρθει σε επαφή με τους άλλους αποστόλους, εκείνοι, όπως και οι άλλοι Χριστιανοί, ήταν ακόμη επιφυλακτικοί απέναντι του. Οι Πράξεις μας πληροφορούν ότι ο Βαρνάβας τον παρουσίασε στους Αποστόλους και στους άλλους Χριστιανούς, ο οποίος τους έκανε γνωστή τη μεταστροφή του και έτσι έγινε δεκτός από τους χριστιανικούς κύκλους της Ιερουσαλήμ. Όλοι τους χάρηκαν για τη θαυμαστή αυτή αλλαγή του Παύλου και δόξασαν τον Κύριο.

   Στην Ιερουσαλήμ ο Παύλος ήρθε σε επαφή με τον Πέτρο (Γαλ. 1,18). Εκεί συνάντησε και τον Ιάκωβο τον αδελφό του Κυρίου. Ο νέος Απόστολος με θάρρος και δύναμη άρχισε να κηρύττει το Ευαγγέλιο στην Ιερουσαλήμ.

 

Ο ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΗΝ ΤΑΡΣΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ

(Πράξεις 11,19-30)

 

Το κήρυγμα του Παύλου στα Ιεροσόλυμα εξαγρίωσε πολλούς φανατικούς Εβραίους, που αποφάσισαν να τον θανατώσουν. Αλλά οι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων, χωρίς να πάρουν είδηση οι εχθροί του Παύλου, τον φυγάδεψαν μέσω της Καισάρειας στην πατρίδα του την Ταρσό. Έτσι ο Παύλος βρέθηκε ξανά στην Ταρσό, όπου πέρασε μερικά ήσυχα χρόνια (Πράξ. 9,26-30). Στο διάστημα αυτό προσευχόταν με θέρμη στον Κύριο και κατάστρωνε τα Ιεραποστολικά του σχέδια. Περίμενε όμως να τον καλέσει ο Κύριος, για να μεταφέρει το Ευαγγελικό μήνυμα σ' έναν κόσμο, πού δεν είχε ακόμη γνωρίσει το Χριστό.

   Ύστερα από την Ιερουσαλήμ, η Αντιόχεια ήταν η άλλη μεγάλη πόλη, όπου διαδόθηκε το Ευαγγέλιο. Η Αντιόχεια είχε πλατιούς δρόμους και στολιζόταν με ωραίους κήπους κι άλλα έργα πολιτισμού. Εκεί Χριστιανοί από την Κύπρο και την Κυρήνη της Τυνησίας κήρυξαν αρχικά το Χριστιανισμό. Με τη δύναμη του Θεού πολλοί πίστευαν στον Κύριο, ιδίως ελληνιστές Ιουδαίοι. Έτσι λέγονταν όσοι Ιουδαίοι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα.

Τα ευχάριστα αυτά νέα έκαμαν τους Αποστόλους, να στείλουν εκεί από τα Ιεροσόλυμα το Βαρνάβα, για να ενισχύσει τους νέους πιστούς. Ο Βαρνάβας, ως αγαθός άνθρωπος που ήταν, προσέλκυε πολλούς στον Κύριο. Με το φωτισμό του Θεού μάλιστα αποφάσισε να καλέσει κοντά του και τον Παύλο, σαν τον πιο κατάλληλο γι’ αυτή τη δουλειά. Χωρίς καθυστέρηση λοιπόν πήγε στην Ταρσό, όπου οι δύο παλιοί φίλοι συναντήθηκαν και πάλι. Ο Παύλος με ξεχωριστή χαρά δέχτηκε την πρόσκληση του Βαρνάβα, να έρθει στην Αντιόχεια. Εκεί για ένα χρόνο δίδαξαν μαζί το Ευαγγέλιο με θαυμαστά αποτελέσματα (Πράξ. 11,19-26).

   Οι Πράξεις (Πράξ. 11,30 και 12,25) μνημονεύουν ένα ταξίδι του Παύλου και του Βαρνάβα στα Ιεροσόλυμα προκειμένου να φέρουν βοήθεια από την Εκκλησία της Αντιόχειας προς τους Χριστιανούς της Ιουδαίας, κατά την περίοδο του λιμού που είχε γίνει τα χρόνια του αυτοκράτορα Κλαυδίου.

   Στην Αντιόχεια η νεαρή Εκκλησία προόδευε συνεχώς. Οι πιστοί μέχρι τότε λέγονταν μεταξύ τους αδερφοί, μαθητές, άγιοι κ.λπ. Από τους άλλους όμως ονομάζονταν Ναζωραίοι. Εκεί στην Αντιόχεια ονομάστηκαν για πρώτη φορά «Χριστιανοί», στην αρχή από τον απλό λαό και ύστερα από τις επίσημες Αρχές της πόλεως. Πράγματι δεν υπήρχε πιο χαρακτηριστικό όνομα για τους πιστούς. Τ' όνομα τούτο μοιάζει με την επιγραφή που έβαλε ο Πιλάτος πάνω στο Σταυρό γραμμένη στα Εβραϊκά, Ελληνικά και Ρωμαϊκά. Έτσι και τ' όνομα «Χριστιανός» ενώ είναι Εβραϊκό, έχει Ελληνική ρίζα και Ρωμαϊκή κατάληξη. Μ’ αυτόν τον τρόπο φανερωνόταν η παγκόσμια έκταση, που θα έπαιρνε ο Χριστιανισμός.

 

Η Α’ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ

(Πράξεις Κεφ. 13-14)

Στην Αντιόχεια τα μέλη της Εκκλησίας, με προσευχή και νηστεία, ήθελαν να μάθουν ποιο ήταν το θέλημα του Θεού για το μέλλον της Εκκλησίας. Και ο Θεός δεν άργησε να φανερώσει το θέλημά Του. Μετά από χαρισματική απoκάλυψη το Άγιο Πνεύμα στη διάρκεια της θείας λατρείας, είπε στους χριστιανούς της Αντιόχειας να ξεχωρίσουν τον Παύλο και το Βαρνάβα για το έργο που τους είχε καλέσει ο Κύριος.

Οι πιστοί με ευλάβεια άκουσαν και δέχτηκαν το θέλημα του Θεού. Έτσι με τις ευχές των πιστών και με τις ευλογίες της Εκκλησίας άρχισε η πρώτη αποστολική περιοδεία από την Αντιόχεια το 45 μ.Χ.

   Τα γεγονότα της πρώτης αποστολικής περιοδείας που αποτελεί την πρώτη μεγάλη εξόρμηση του Χριστιανισμού έξω από τα όρια της Παλαιστίνης, περιλαμβάνονται στα κεφάλαια 13 και 14 των Πράξεων των Αποστόλων.

 

Ο Παύλος και ο Βαρνάβας στην Κύπρο

(Πράξεις 13,4-12)

 

Οι Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας, μαζί με το νεαρό Ιωάννη Μάρκο τον ανεψιό του Βαρνάβα και μετέπειτα Ευαγγελιστή, από την παραλιακή πόλη Σελεύκεια έπλευσαν για την Κύπρο. Έφτασαν στη Σαλαμίνα, την αρχαία παραλιακή πόλη στην ανατολική πλευρά του νησιού. Εκεί αρχικά κήρυξαν το λόγο του Θεού στις συναγωγές των Ιουδαίων.

   Αφού διέσχισαν το νησί κατέληξαν στην Πάφο την τότε πρωτεύουσα της Κύπρου. Στην Πάφο ανάμεσα στους πολλούς που πίστεψαν και βαπτίστηκαν, ήταν κι ο Ρωμαίος διοικητής του νησιού ανθύπατος Σέργιος Παύλος. Από δω και πέρα ο Σαύλος γίνεται γνωστός με τ' όνομα Παύλος.

Ο ανθύπατος αρχικά προσκάλεσε τον Παύλο για να ακούσει το λόγο του Θεού. Εκεί βρήκαν και κάποιον μάγο Ιουδαίο, ψευδοπροφήτη με το όνομα Ελύμας (Βαριησούς). Αυτός προσπάθησε να αποτρέψει τον ανθύπατο Σέργιο Παύλο να πιστέψει και να βαπτιστεί. Ο Παύλος με τη βοήθεια του Θεού τιμώρησε με τύφλωση το μάγο και βάπτισε τον ανθύπατο, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τη διδασκαλία του Παύλου.

 

 

Ο Παύλος και ο Βαρνάβας στη Μικρά Ασία

(Πράξεις 13,13-14,28)

 

Οι Απόστολοι αφού απόπλευσαν από την Κύπρο, αποβιβάστηκαν στην Αττάλεια, στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας. Μετά πήγαν στην Πέργη, απ’ όπου ο νεαρός Μάρκος αποχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, γιατί είχε φαίνεται κουραστεί από τις οδοιπορίες.

   Οι Απόστολοι με πολλούς κόπους έφτασαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Εκεί κήρυξαν το λόγο του Θεού όχι μόνο στην εβραϊκή συναγωγή αλλά και στους εθνικούς που ήταν προσήλυτοι στον Ιουδαϊσμό. Πολλοί από αυτούς πίστεψαν στο Χριστό. Αυτό ξεσήκωσε τους Ιουδαίους οι οποίοι αποδοκίμασαν τον Παύλο και τους ανάγκασαν να φύγουν για το Ικόνιο. Οι εχθροί της πίστεως με τα εμπόδια τους γίνονταν αφορμή ν' ακούγεται κι αλλού ο λόγος του Θεού.

   Στο Ικόνιο οι Απόστολοι όπως  συνήθιζαν πήγαν στη συναγωγή και το κήρυγμα τους ήταν τόσο πειστικό, ώστε πίστεψαν αρκετοί Ιουδαίοι και εθνικοί. Έμειναν αρκετό καιρό εκεί και κήρυτταν το λόγο του Θεού. Οι Ιουδαίοι ξεσήκωσαν πολλούς από τους εθνικούς εναντίον των Χριστιανών και ετοιμάζονταν να τους λιθοβολήσουν και να τους εκδιώξουν. Οι Απόστολοι κατάλαβαν τις προθέσεις τους και πήγαν στις πόλεις της Λυκαονίας Λύστρα και Δέρβη.

   Στα Λύστρα με το κήρυγμά τους πολλοί πίστεψαν στον Κύριο. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν κι ο μετέπειτα συνεργάτης του Παύλου και σπουδαίος μαθητής του, ο Τιμόθεος.

Εκεί ο Παύλος θεράπευσε ένα χωλό εκ γενετής και οι κάτοικοι δε δίστασαν ν' ανακηρύξουν θεούς τους Αποστόλους. Το Βαρνάβα ονόμασαν Δία και τον Παύλο, πού μιλούσε πιο πολύ, Ερμή. Ετοιμάζονταν μάλιστα να κάμουν θυσία για χάρη τους. Οι Απόστολοι με πολύ κόπο κατόρθωσαν να τους εμποδίσουν. Κι ενώ προσπαθούσαν να τους απαλλάξουν από αυτές τις μάταιες συνήθειες, οι διαθέσεις του ασταθούς πλήθους άλλαξαν ξαφνικά. Από τη μια άκρη έφτασαν στην άλλη. Άρχισαν να τους νομίζουν για μάγους. Ιουδαίοι από την Αντιόχεια και το Ικόνιο, πήραν μαζί τους τα πλήθη και μια μέρα πού βρέθηκε μόνος του ο Παύλος, τον λιθοβόλησαν με αγριότητα. Έπειτα τον έσυραν έξω από την πόλη νομίζοντας ότι πέθανε. Αλλά ο Κύριος, με τις περιποιήσεις των πιστών, έσωσε τον Παύλο και του θεράπευσε τις πληγές.

   Αμέσως μετά, όταν ο Παύλος συνήλθε, μαζί με το Βαρνάβα έφυγαν και έφτασαν στη Δέρβη, όπου πολλοί δέχτηκαν τη χριστιανική πίστη.

 Είχαν περάσει δυο περίπου χρόνια από τότε πού άρχισε η ιεραποστολή. Ήταν καιρός να γυρίσουν στην Αντιόχεια, απ’ όπου είχαν ξεκινήσει. Επέστρεψαν από τις ίδιες πόλεις. Πήγαν ξανά στα Λύστρα, στο Ικόνιο και στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Οι Απόστολοι στερέωναν τους Χριστιανούς στην πίστη και έλυναν όσα προβλήματα είχαν παρουσιαστεί. Χειροτόνησαν πρεσβυτέρους σε κάθε Εκκλησία, κήρυξαν στην Πέργη και μετά στην Αττάλεια. Παντού οι πιστοί τους υποδέχονταν με μεγάλη χαρά. Με ακόμη μεγαλύτερη χαρά τους υποδέχτηκαν, σαν γύρισαν με πλοίο, οι Χριστιανοί της Αντιόχειας στη Συρία το 48 μ.Χ.

 

Η Αντιόχεια η "Μητέρα των εξ Εθνών Εκκλησιών

και η μεθοδολογία του Παύλου

 

Η Αντιόχεια ονομάζεται «Μητέρα των εξ Εθνών εκκλησιών». Ο Παύλος την είχε ως ορμητήριο και καταφύγιο σε όλα τα ιεραποστολικά ταξίδια που πραγματοποίησε. Όλες σχεδόν οι περιοδείες του κατέληγαν στην Αντιόχεια, όπου σχεδίαζε τη συνέχεια του έργου για τη διάδοση του Ευαγγελίου. Σ’ αυτήν την πόλη χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον ίδιο τον Παύλο το όνομα χριστιανός, για να χαρακτηρίσει κάθε μέλος της νέας πίστης. Η περιοδεία αυτή ήταν επιτυχής γιατί δημιουργήθηκαν πολλές χριστιανικές κοινότητες κυρίως ανάμεσα στους εθνικούς.

   Η μέθοδος που ακολούθησαν ήταν να απευθύνονται πρώτα στους Ιουδαίους στις συναγωγές. Όπως ήταν φυσικό, οι ομιλίες άρχιζαν πάντοτε από την Παλαιά Διαθήκη και τονιζόταν ότι οι προφητείες για την έλευση του Μεσσία πραγματοποιήθηκαν πλέον στο πρόσωπο του Ιησού, τον οποίο όμως η ανωτάτη θρησκευτική ηγεσία των Ιεροσολύμων παρεξήγησε και καταδίκασε σε σταυρικό θάνατο με τη συνεργασία των Ρωμαίων. Όμως ο Χριστός αναστήθηκε, εμφανίστηκε στους μαθητές του, και τους έδωσε εντολή να κηρύξουν τα γεγονότα αυτά σε όλα τα έθνη, ξεκινώντας από τους Ιουδαίους.

Μετά από την εχθρότητα που συνάντησαν από μέρους των Ιουδαίων, στράφηκαν προς τους εθνικούς, συνήθως μέσω των εθνικών που ήταν προσήλυτοι στον Ιουδαϊσμό.

   Αν και δεν έγινε δυνατό να δημιουργηθούν πολλές κοινότητες κατά το πρότυπο της Εκκλησίας της Αντιόχειας, όπου η πλειοψηφία των πιστών ήταν Ιουδαίοι, δημιουργήθηκαν όμως χριστιανικές κοινότητες αποτελούμενες κατά το μεγαλύτερο μέρος από εθνικούς. Από την άποψη αυτή, η περιοδεία στέφθηκε από επιτυχία. Πολλές Εκκλησίες οργανώθηκαν (Πράξ. 14,23), αν και αυτό έγινε κάτω από διωγμούς και αρκετούς κινδύνους των Αποστόλων (Β' Τιμ. 3,11).

   Το γεγονός αυτό αποτέλεσε όμως και αιτία αναταραχής από την μεριά κάποιων Χριστιανών, οι οποίοι απαιτούσαν από τους εξ εθνών προσήλυτους να περιτέμνονται πριν ενταχθούν στην Εκκλησία. Αυτή η αναταραχή οδήγησε στην πρώτη Αποστολική Σύνοδο.

 

Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ

(Πράξεις 15,1-35)

 

Οι Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας διηγήθηκαν στους πιστούς της Αντιόχειας, όσα έγιναν με τη βοήθεια του Θεού κατά την αποστολική τους περιοδεία. Όλοι τους ευχαριστούσαν και δοξολογούσαν το Θεό, γιατί άνοιξε τις πόρτες της πίστεως και της σωτηρίας και στους εθνικούς (Πράξ. 14,27).

Τη χαρά όμως από τα ευχάριστα αυτά νέα προσπάθησαν να μειώσουν μερικοί Χριστιανοί, πού προέρχονταν από τους Ιουδαίους (οι λεγόμενοι ιουδαΐζοντες). Αυτοί ζητούσαν για τους Χριστιανούς πού προέρχονταν από τους ειδωλολάτρες να τηρούν την περιτομή και τις άλλες τυπικές διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου. Ήθελαν δηλαδή ν' αναμείξουν το χριστιανισμό με τους νεκρούς τύπους της εβραϊκής θρησκείας. Υπήρχε λοιπόν άμεσος ο κίνδυνος να νοθευτεί ο Χριστιανισμός, να χάσει τον πανανθρώπινο χαρακτήρα του και να γίνει μια φυλετική θρησκεία.

   Ήταν τα πρώτα σύννεφα, που έφεραν μεγάλη αναταραχή στους Χριστιανούς της Αντιόχειας. Αυτή η διδασκαλία των ιουδαϊζόντων προκάλεσε την αντίδραση του Παύλου και του Βαρνάβα. Παρά τις προσπάθειες των εκεί Αποστόλων οι ιουδαΐζοντες Χριστιανοί έμεναν αμετάπειστοι.

Ο Παύλος αναφέρει στην προς Γαλάτας επιστολή (Γαλ. 2,11-14), ότι ήρθε αντιμέτωπος με τον Πέτρο, όταν αυτός επισκέφτηκε την Αντιόχεια και ο οποίος παρασύρθηκε από τις απαιτήσεις των Ιουδαιοχριστιανών. Από τις απαιτήσεις τους αυτές παρασύρθηκαν και άλλα εξέχουσα στελέχη από την πρώτη Εκκλησία, ακόμη και ο Βαρνάβας. 

Τότε αποφασίστηκε κι έγινε μια επιτροπή από τον Παύλο, το Βαρνάβα, τον Τίτο κι άλλους πιστούς. Με τις ευχές της Εκκλησίας τα μέλη της επιτροπής έφυγαν για τα Ιεροσόλυμα, όπου μαζί με τους άλλους Αποστόλους και τους πρεσβυτέρους θα έλυναν το ζήτημα αυτό (Πράξ. 15,2).

   Οι πιστοί στα Ιεροσόλυμα υποδέχτηκαν με εγκαρδιότητα τους αδερφούς από την Αντιόχεια. Ο Παύλος κι ο Βαρνάβας διηγήθηκαν, όσα έγιναν με τη βοήθεια του Θεού κατά την περιοδεία τους. Όλοι τους χάρηκαν και δόξασαν το Θεό.

Κατόπιν έγινε, το 49 μ.Χ., η «Αποστολική Σύνοδος», στην οποία πήραν μέρος οι Απόστολοι, οι πρεσβύτεροι και οι πιστοί. Πρόεδρος ήταν ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος. Ύστερα από αρκετή συζήτηση πού έγινε μέσα σε μια ατμόσφαιρα αγάπης και σεβασμού, επικράτησε η γνώμη του Παύλου και του Βαρνάβα. Αυτήν υποστήριξαν ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και άλλοι.

Καθοριστική υπήρξε η εισήγηση του Πέτρου, που τόνισε ότι ο Θεός δέχτηκε τους ειδωλολάτρες στην Εκκλησία και τους έδωσε με το βάπτισμα το Άγιο Πνεύμα. Σημαντική ήταν και η παρέμβαση του Ιακώβου, ο οποίος έκανε αναδρομή στους προφήτες και υπογράμμισε την αναγκαιότητα να μην απαιτείται τίποτα άλλο από τους ειδωλολάτρες που θα γίνονταν Χριστιανοί, παρά μόνο να μη συμμετέχουν σε ειδωλολατρικές γιορτές και θυσίες, να μην τρώνε από τα ειδωλόθυτα και να μην πίνουν από το αίμα των πνιγμένων ζώων (Πράξ. 15,28-29).

   Η πρόταση του Ιακώβου έγινε ομόφωνα δεκτή από τη Σύνοδο. Ακόμη αποφασίστηκε ότι ο Χριστιανισμός έπρεπε ν’ απαλλαγεί από τους εβραϊκούς τύπους. Αποφασίστηκε επίσης όλοι οι Χριστιανοί να θεωρούνται ίσοι μεταξύ τους και όλοι τους να ζουν ηθικά και ν' αποφεύγουν το σκανδαλισμό των άλλων αδερφών.

   Οι αποφάσεις αυτές της αποστολικής Συνόδου έγιναν δεκτές απ' όλους και έφεραν την ειρήνη στην Εκκλησία. Κοινοποιήθηκαν μάλιστα με επιστολή της Συνόδου στις νεώτερες αδερφές Εκκλησίες της Αντιόχειας, της Συρίας και της Κιλικίας. Η Σύνοδος εξέλεξε τον Παύλο και το Βαρνάβα, οι οποίοι συνοδευόμενοι από τον Ιούδα (Βαρσαββάς) και το Σίλα, ανθρώπους με εξέχουσα θέση ανάμεσα στους χριστιανούς, να μεταφέρουν στην Εκκλησία της Αντιόχειας την απόφαση της Συνόδου (Πράξ. 15,22-27). Έτσι για μια ακόμη φορά το Άγιο Πνεύμα προστάτεψε την ενότητα της Εκκλησίας.

   Η σημασία της συνόδου ήταν μεγάλη. Η Εκκλησία απέδειξε τη δημοκρατική της φύση, αφού για την αντιμετώπιση του κάποιου προβλήματος  δεν αποφασίζει ένας αλλά το σύνολο των μελών της. Ακόμη επιβεβαιώθηκε ο πανανθρώπινος χαρακτήρας του χριστιανικού κηρύγματος και δεν έμειναν προσκολλημένοι στις εντολές του Μωσαϊκού νόμου. 

   Και ύστερα από την αποστολική Σύνοδο παρέμειναν αμετάπειστοι μερικοί «ιουδαΐζοντες Χριστιανοί». Αυτοί προέρχονταν από τους φανατικούς Ιουδαίους και συνέχιζαν ακόμη, να θεωρούν υποχρεωτικούς όλους τους τύπους του Μωσαϊκού νόμου. Με τον καιρό όμως η πλάνη τους έσβησε κι αυτοί ξεχάστηκαν.

 

Η Β’ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ

(Πράξεις 15,36-18,17)

Ο Παύλος στη Μικρά Ασία και στην Τρωάδα

(Πράξεις 15,36-16,10)

 

Ο Απόστολος Παύλος κι ο συνεργάτης του Σίλας, το 49 μ.Χ., ξεκίνησαν από την Αντιόχεια της Συρίας για τη δεύτερη αποστολική περιοδεία. Οι Χριστιανοί με τις προσευχές τους ανάθεσαν στο Θεό την προστασία κι αυτής της περιοδείας.

Οι Απόστολοι αφού πέρασαν από διάφορες πόλεις της Συρίας και της Κιλικίας, επισκέφτηκαν τις πόλεις στις οποίες είχε κηρύξει στην πρώτη του περιοδεία. Πέρασαν πρώτα από τη Δέρβη και τα Λύστρα, απ’ όπου πήραν μαζί τους τον Τιμόθεο.

   Ο Παύλος ήθελε να ιδρύσει Εκκλησίες σε μεγάλα κέντρα επιρροής, σχεδίαζε να επισκεφθεί την Έφεσο, εμποδίστηκε όμως από το Άγιο Πνεύμα. Αφού διέσχισε τη Φρυγία και τη Γαλατία, κατευθύνθηκε προς τις μεγάλες πόλεις της Βιθυνίας. Εδώ ο Παύλος ίδρυσε τις Εκκλησίες της Γαλατίας, στις οποίες απηύθυνε αργότερα την Προς Γαλατάς Επιστολή.

Με υπόδειξη του Αγίου Πνεύματος παρέκαμψαν τη Μυσία και έφτασαν στην παραλιακή πόλη Τρωάδα, την αρχαία Τροία. Από την Τρωάδα, καθώς φαίνεται, προστέθηκε στη συνοδεία τους ο Λουκάς ο Ιατρός, ο γνωστός Ευαγγελιστής.

   Εκεί στην Τρωάδα ο Θεός με όραμα κάλεσε τον Παύλο και τους συνεργάτες του, να πάνε στη Μακεδονία. Συγκεκριμένα είδε τη νύχτα σε όραμα έναν άνδρα Μακεδόνα που στεκόταν όρθιος, και τον παρακαλούσε λέγοντάς του: «Πέρασε στη Μακεδονία και βοήθησέ μας» (Πράξ. 16,9).

Στην Τρωάδα ο Παύλος είδε ένα όραμα που τον παρακινούσε να περάσει στη Μακεδονία και το οποίο θεωρήθηκε σαν θεϊκή εντολή. Έτσι ό Θεός άνοιγε την πόρτα της Ελλάδας και της Ευρώπης στο Χριστιανισμό. Το πέρασμα στην Ελλάδα αποτελεί σημαντικό γεγονός για την Εκκλησία και όλο τον κόσμο γιατί πρώτη αυτή από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα γνώριζε το Χριστιανισμό και θα φώτιζε ύστερα και τ' άλλα έθνη.

 

Ο Παύλος στους Φιλίππους

Η πρώτη Χριστιανική Εκκλησία στην Ελλάδα

(Πράξεις 16,11-40)

   Ο Παύλος και οι συνεργάτες του με πλοίο έφτασαν στο νησί Σαμοθράκη και από κει την επομένη στη Νεάπολη, τη σημερινή Καβάλα. Προτίμησαν όμως για μεγαλύτερη επιτυχία στο έργο τους να πάνε στους Φιλίππους, την πιο σπουδαία πόλη από τις ρωμαϊκές αποικίες της Μακεδονίας.

   Στους Φιλίππους οι Ιουδαίοι δεν είχαν συναγωγή. Προσεύχονταν όμως έξω από την πόλη κοντά σ' ένα ποταμάκι, το Γαγγίτη. Εκεί κήρυξαν οι Απόστολοι το λόγο του Θεού σε μερικές γυναίκες. Μ' αυτές πού πίστεψαν και βαπτίστηκαν, ίδρυσαν την πρώτη Χριστιανική Εκκλησία στην Ελλάδα αλλά και σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Ανάμεσα τους μάλιστα ξεχώριζε για τις αρετές της μια πλούσια γυναίκα, η Λυδία, πού ήταν έμπορος κόκκινων υφασμάτων. Η Λυδία η οποία αναγνωρίστηκε ως Αγία από την Εκκλησία μας, ήταν η πρώτη που βαπτίστηκε και είναι η πρώτη Ευρωπαία χριστιανή. Αυτή μάλιστα από ευγνωμοσύνη ανέλαβε τη φιλοξενία των Αποστόλων.

   Στους Φιλίππους ο Σατανάς είχε παρασύρει τα αφεντικά μιας δαιμονισμένης νέας. Αυτοί πλούτιζαν με τις μαντείες, που έλεγε με το στόμα της το πονηρό πνεύμα. Μια μέρα λοιπόν συνάντησε η δαιμονισμένη τον Παύλο και το Σίλα και φώναξε μ' αυτή το πονηρό πνεύμα: «Τούτοι οι άνθρωποι είναι δούλοι του Ύψιστου Θεού και ήρθαν εδώ, να μας διδάξουν το δρόμο της σωτηρίας». Αυτό αποτελούσε μια πονηριά του Σατανά, που ήθελε ν’ αποκτήσει την εμπιστοσύνη, όσων θαύμαζαν τον Παύλο. Έτσι θα τους παρέσυρε κατόπιν στη μαντεία και την ειδωλολατρία.

Αλλά ο Παύλος κατάλαβε τη δολιότητα. Με τη δύναμη του Θεού έδιωξε από αυτή το πονηρό πνεύμα και τη θεράπευσε τελείως.

   Τα αφεντικά της νεαρής υπηρέτριας εξαγριώθηκαν με το θαύμα, επειδή έχασαν μια πηγή πλουτισμού. Δεν άργησαν μάλιστα να συκοφαντήσουν τους Αποστόλους ότι τάχα αναστάτωναν την πόλη και ότι διδάσκουν ξένα θρησκευτικά έθιμα. Οι διοικητές της πόλεως, από επιπολαιότητα δέχτηκαν τις κατηγορίες. Έπιασαν τους Αποστόλους, τους χτύπησαν με αγριότητα και τους φυλάκισαν με αυστηρά δεσμά.

Ο Παύλος και ο Σίλας σαν να μην τους συνέβαινε τίποτε, υμνολογούσαν το Θεό! Και να το αποτέλεσμα. Ο παντοδύναμος Θεός τους απάντησε. Κατά τα μεσάνυχτα δυνατός σεισμός άνοιξε τις πόρτες της φυλακής και ελευθέρωσε τους φυλακισμένους Αποστόλους. Σαν ξύπνησε ο δεσμοφύλακας και είδε τη φυλακή ανοιχτή, νόμισε έντρομος πώς έφυγαν οι κρατούμενοι. Την άλλη μέρα ασφαλώς αυτόν θα θεωρούσαν υπεύθυνο. Γι' αυτό τράβηξε το μαχαίρι ν' αυτοκτονήσει.

Ο Παύλος τον πρόλαβε και του είπε: «Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου, όλοι είμαστε εδώ». Η έκπληξη του δεσμοφύλακα ήταν απερίγραπτη, όταν το διαπίστωσε. Αφού άκουσε από τους Αποστόλους τον Ευαγγελικό λόγο πίστεψε και βαπτίστηκε μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του. Μάλιστα φιλοξένησε με χαρά τους Αποστόλους.

Ο σεισμός όμως έφερε κι άλλα αποτελέσματα. Την άλλη μέρα οι διοικητές της πόλεως φοβισμένοι αποφυλάκισαν τους Αποστόλους. Μα πιο πολύ φοβήθηκαν, μόλις άκουσαν από τους Αποστόλους ότι ήταν Ρωμαίοι πολίτες. Ντροπιασμένοι τους ζήτησαν μάλιστα να τους συγχωρέσουν και τους παρακάλεσαν να φύγουν από την πόλη

   Οι Απόστολοι ελεύθεροι πια συνάντησαν τους συνεργάτες τους και τους πιστούς στο σπίτι της Λυδίας. Ο Παύλος τους διηγήθηκε όσα είχαν γίνει και ενίσχυσε έτσι την πίστη τους στο Θεό. Μετά από λίγες ημέρες ο Παύλος, ο Σίλας και ο Τιμόθεος έφυγαν για τη Θεσσαλονίκη. Ο Λουκάς έμεινε στους Φιλίππους, για να ενισχύει την εκεί νεαρή Εκκλησία.

 

Ο Παύλος στη ΘεσσαλονίκηΤο κέντρο και η πρωτεύουσα της Μακεδονίας

(Πράξεις 17,1-9)

 

Ο Παύλος και οι συνεργάτες του έφυγαν από τους Φιλίππους, γύρω στο 50 μ.Χ. και αφού πέρασαν από την Αμφίπολη και την Απολλωνία, από την ιστορική «Εγνατία οδό» έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, η οποία ήταν η πρωτεύουσα της Μακεδονίας.

Εκεί ο Παύλος, καθώς συνήθιζε, άρχισε το κήρυγμα του από την ευρύχωρη συναγωγή των Ιουδαίων. Κήρυξε για τρία συνεχόμενα Σάββατα με θαυμαστά αποτελέσματα. Πίστεψαν και βαπτίστηκαν πολλοί Ιουδαίοι και αρκετοί προσήλυτοι. Αυτοί ήταν εθνικοί που ζητούσαν να βρουν την αλήθεια στην εβραϊκή θρησκεία. Έτσι ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη πολυάριθμη και ζωντανή Εκκλησία με πλούσια τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.

   Αλλά και εδώ πάλι βρέθηκαν μερικοί Ιουδαίοι, πού αντέδρασαν στο θρίαμβο αυτό της χριστιανικής πίστεως. Παρέσυραν από την αγορά διάφορους αργόσχολους τύπους και με κραυγές άρχισαν να συκοφαντούν τους Αποστόλους. Τους αναζήτησαν μάλιστα στο σπίτι του καλού Χριστιανού Ιάσονα, για να τους συλλάβουν. Και επειδή δεν τους βρήκαν εκεί, έφεραν στους Ρωμαίους άρχοντες της πόλεως, τον Ιάσονα και άλλους Χριστιανούς, με την κατηγορία ότι συνωμοτούν κατά του αυτοκράτορα.

Οι Ρωμαίοι άρχοντες αναστατώθηκαν από τις συκοφαντίες και αφού προηγουμένως πήραν χρηματική εγγύηση, άφησαν ελεύθερους τους Χριστιανούς.

Μόλις νύχτωσε οι Χριστιανοί με μεγάλη λύπη φυγάδευσαν κρυφά τον Παύλο και τον Σίλα στη Βέροια. Εκεί μετά από λίγο πήγε και ο Τιμόθεος.

 

Ο Παύλος στη Βέροια

Η πόλη με τη μεγαλύτερη ευγένεια

(Πράξεις 17,10-15)

 

Ο Παύλος με τους συνεργάτες του έφτασαν στη Βέροια. Στη μικρή εβραϊκή συναγωγή της Βέροιας οι Ιουδαίοι άκουγαν με προσοχή τους Αποστόλους και τους φέρονταν με μεγαλύτερη ευγένεια από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Μάλιστα εξέταζαν τη Γραφή για να ελέγξουν αν ήταν έτσι όπως τα έλεγε ο Παύλος.

Πολλοί από αυτούς πίστεψαν, καθώς και πολλοί Έλληνες κι Ελληνίδες, μάλιστα από την ανώτερη τάξη. Έτσι ιδρύθηκε και στη Βέροια μεγάλη και ζωντανή χριστιανική Εκκλησία.

   Τα νέα αυτά αφού έμαθαν διώκτες του Παύλου από τη Θεσσαλονίκη, ήρθαν κι άρχισαν να φέρνουν κάποια αναταραχή στα πλήθη. Αμέσως όμως οι Χριστιανοί της Βέροιας για να προστατέψουν το σεβαστό τους Απόστολο, τον Παύλο, τον διευκόλυναν να φύγει για την Αθήνα.

Ο Παύλος από το πιο κοντινό παραλιακό λιμάνι ταξίδεψε με πλοίο για την Αθήνα. Στη Βέροια άφησε τους αγαπητούς του συνεργάτες το Σίλα και τον Τιμόθεο.

 

Ο Παύλος στην Αθήνα

Η πόλη της σοφίας και των πολλών αγαλμάτων

(Πράξεις 17,16-34)

 

Ο Απόστολος Παύλος γύρω στο 51 μ.Χ., ήρθε στο κέντρο όλης της Ελλάδας, στην ονομαστή Αθήνα, την πόλη που δοξάστηκε για τη σοφία, τις τέχνες και τον πολιτισμό της. Ο Παύλος πριν κηρύξει περίμενε να έρθουν και οι συνεργάτες του από τη Βέροια. Στο διάστημα αυτό είχε την ευκαιρία να συζητάει με τους Εβραίους στη συναγωγή και στην αγορά και να γίνεται γνωστός σε πολλούς Αθηναίους.

Ιδιαίτερη εντύπωση έκαμαν στον Παύλο τα πολλά αγάλματα των θεών, που είχαν στήσει οι Αθηναίοι σε κάθε γωνιά της πόλης. Την εποχή εκείνη η Αθήνα είχε περισσότερα αγάλματα, από όσα είχε όλη η άλλη Ελλάδα. Γι’ αυτό ο Παύλος ονόμασε την Αθήνα πόλη ειδώλων, δηλαδή πόλη γεμάτη με είδωλα.

Όλα αυτά τα είδωλα όμως δεν ικανοποιούσαν τους Αθηναίους. Γι’ αυτό είχαν ανακηρύξει και κάποιο άγνωστο Θεό. Για να τον τιμήσουν μάλιστα, είχαν φτιάξει και ένα βωμό, πού είχαν γράψει πάνω του την αφιέρωση «αγνώστω Θεώ» (Πράξ. 17,23).

   Αυτό ήταν μεγάλη έκπληξη για τον Παύλο, αλλά και μεγάλη ευκαιρία για να βρει τρόπο συνεννοήσεως με τους σοφούς των Αθηναίων. Έτσι κίνησε σοβαρά την περιέργεια των στωϊκών και των επικούρειων φιλοσόφων, που κάλεσαν τον Παύλο να έρθει κάτω από την Ακρόπολη, στον Άρειο Πάγο, να τους αναπτύξει τις ιδέες του. Εκεί δίκαζαν οι Αθηναίοι δικαστές και οι ονομαστοί ρήτορες ανέπτυσσαν τις θεωρίες τους. Ήταν μια ευκαιρία για τον Παύλο, ν' απλώσει το δίχτυ του θείου κηρύγματος στους Αθηναίους.

   Στο πλήθος των φιλοσόφων και του λαού πάνω στον Άρειο Πάγο, ο Παύλος έκαμε μια θαυμάσια ομιλία. Παρ' ότι η ομιλία του Αποστόλου Παύλου μετέδιδε νοήματα αμιγώς βιβλικά, ο Παύλος δεν τα υποστήριξε με παραθέματα από την Παλαιά Διαθήκη, κάτι που συνήθιζε να κάνει διαλεγόμενος με Ιουδαίους, άλλα χρησιμοποίησε στοιχεία γνωστά και σεβαστά στους Αθηναίους. Επρόκειτο για μια επιχειρηματολογική ευελιξία την οποία ο Παύλος περιγράφει στα εδάφια Κορινθίους Α’ 9,19-23 και η οποία συνοψίζεται με την κατακλείδα του: «Στους πάντες έγινα τα πάντα, ώστε με κάθε τρόπο να σώσω μερικούς».

   Ο Παύλος ξεκίνησε την ομιλία του κάνοντας αναφορά στο βωμό με την επιγραφή «στον άγνωστο θεό. Ο Παύλος επαίνεσε τους Αθηναίους ως φιλόθρησκους και ευλαβείς, γιατί είχαν πολλούς ναούς και ιερά. Ιδιαίτερα γιατί τιμούσαν τον άγνωστο σ' αυτούς Θεό.

Κατόπιν του είπε ότι ως δημιουργός του κόσμου και δότης παντός αγαθού, αυτός ο αληθινός Θεός δεν κατοικεί σε ναούς, δεν έχει ανάγκη από τις υπηρεσίες των ανθρώπων και είναι ακατάλληλη η κατασκευή ομοιωμάτων του. Αυτή η σκέψη, αναφέρει ο Παύλος, είναι σύμφωνη με τα λόγια του Στωικού ποιητή Αράτου.

   Τέλος, μίλησε για την αγάπη του Θεού, που κορυφώθηκε με την Ενανθρώπηση του Κυρίου, τη Σταύρωση και την ένδοξη Ανάστασή Του. Τους είπε ότι ο Θεός θα κρίνει τον κόσμο μέσω ενός άντρα που ανέστησε από τους νεκρούς.

   Το κήρυγμα του διακόπηκε όταν έγινε αναφορά στην Ανάσταση του Χριστού. Ήταν κάτι που δε χωρούσε στο μυαλό των Αθηναίων και για το οποίο δεν είχαν την παραμικρή προετοιμασία. Η νύξη στην Ανάσταση του Χριστού προκάλεσε χλευαστικές αντιδράσεις στους ακροατές του. Κατόπιν αποπέμφθηκε με την προοπτική να τους τα ξαναπεί μια άλλη φορά, επειδή θεωρούσαν τα λόγια του ως σπερμολογίες, δηλαδή λόγια που τα μαζεύει κανείς από εδώ και από εκεί και τα επαναλαμβάνει χωρίς να τα καταλαβαίνει.

   Λίγοι μόνο πίστεψαν και συγκινήθηκαν από την ομιλία του Παύλου και οι οποίοι αποτέλεσαν την πρώτη Χριστιανική Εκκλησία των Αθηνών. Ανάμεσα τους διακρίνονταν ένας επίσημος Αθηναίος, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και μια γυναίκα η Δάμαρις. Ο Διονύσιος αναδείχτηκε ένας από τους πρώτους υπερασπιστές της χριστιανικής πίστεως και επίσκοπος των Αθηνών.

   Η συμπεριφορά των Αθηναίων στενοχώρησε τόσο πολύ τον Παύλο, ώστε να φύγει αμέσως από την πόλη και να μην γράψει ούτε μια επιστολή προς την πόλη αυτή.  Σήμερα, το κείμενο της φημισμένης αυτής ομιλίας βρίσκεται σε μια μπρούντζινη πλάκα δίπλα στις λαξευτές σκάλες που οδηγούν στον Άρειο Πάγο.

 

Ο Παύλος στην Κόρινθο

Η πόλη του πλούτου και του εμπορίου

(Πράξεις κεφ. 18)

 

Ύστερα από την Αθήνα, την πόλη της σοφίας, ο Παύλος πήγε στην Κόρινθο, την πόλη του πλούτου και του εμπορίου. Η Κόρινθος βρισκόταν ανάμεσα σε δυο λιμάνια, του Λέχαιου στον Κορινθιακό κόλπο και των Κεχρεών στον Ισθμιακό. Από την αδιάκοπη κίνηση των εμπόρων, που έρχονταν απ' όλες τις γωνιές του τότε κόσμου, έμοιαζε με κυψέλη. Στην Κόρινθο φαινόταν ότι δε θα γινόταν δεκτό το Ευαγγελικό κήρυγμα, γιατί πλεόναζε η αμαρτία.

   Ο Παύλος εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Ιουδαίου σκηνοποιού Ακύλα και της γυναίκας του Πρίσκιλλας. Ήταν Ιουδαίοι που είχαν φτάσει πρόσφατα στην Κόρινθο από την Ρώμη, έπειτα από ένα διάταγμα του αυτοκράτορα Κλαυδίου, με το οποίο απελάθηκαν όλοι οι Ιουδαίοι από την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Καθώς φαίνεται, ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα είχαν γνωρίσει το Χριστιανισμό στη Ρώμη. Αυτοί λοιπόν πρόθυμα δέχτηκαν τον Παύλο στο εργαστήριο τους να εργαστεί, για να έχει όσα θα του χρειάζονταν να ζει. Με έκπληξη και χαρά άκουγαν τον Παύλο να τους μιλάει για το Χριστό. Γι’ αυτό τον διευκόλυναν να πηγαίνει συχνά στην εβραϊκή συναγωγή, όπου μιλούσε και συζητούσε με Ιουδαίους και Έλληνες προσήλυτους.

   Ο Παύλος με μεγάλη χαρά και ικανοποίηση δέχτηκε μια μέρα τους αγαπητούς του συνεργάτες, Σίλα και Τιμόθεο, που ήρθαν από τη Μακεδονία. Ο Σίλας και ο Τιμόθεος πληροφόρησαν τον Παύλο για την αρετή και την πίστη των αδερφών καθώς και για μερικές απορίες των Χριστιανών της Θεσσαλονίκης. Τότε ό Παύλος, το 51 μ.Χ., με αφορμή τα νέα που του Έφεραν οι συνεργάτες του, έγραψε την πρώτη «Επιστολή προς Θεσσαλονικείς». Αυτή η θεόπνευστη και τόσο διδακτική Επιστολή ήταν το πρώτο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, που γραφόταν μέχρι τότε.

   Με νέες τώρα δυνάμεις, ο Παύλος, συνεχίζει το ιεραποστολικό του έργο. Ανάμεσα σ' αυτούς που πίστεψαν και βαπτίστηκαν, διακρίνονταν ο Στεφανάς, ο Ιούστος, ο αρχισυνάγωγος Κρίσπος και άλλοι. Αλλά ο φανατισμός και η σκληρότητα των Ιουδαίων ανάγκασαν τον Παύλο συμβολικά να τινάξει τα ρούχα του και ν' αφήσει τη συναγωγή. Στράφηκε οριστικά πια στους εθνικούς. Δίδασκε στο σπίτι του Ιούστου, που γειτόνευε με τη συναγωγή.

Τότε ο ίδιος ο Κύριος με όραμα ενθάρρυνε τον Παύλο και του είπε: «Κήρυττε χωρίς φόβο, γιατί εγώ είμαι μαζί σου. Μάθε ότι στην πόλη αυτή υπάρχει πολύς λαός δικός μου». Ο Παύλος συνεχίζει τώρα με άφθαστο ζήλο και ενθουσιασμό. Μένει στην Κόρινθο δεκαοχτώ ολόκληρους μήνες. Έτσι με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος και τη δραστηριότητα του Παύλου στερεώθηκε γερά η Χριστιανική Εκκλησία της Κορίνθου.

   Η   πρόοδος όμως  αυτή  της  Εκκλησίας  έκαμε τους  φανατικούς Εβραίους να στραφούν εναντίον του Παύλου. Μια μέρα λοιπόν μαζί με τον αρχισυνάγωγο Σωσθένη συνέλαβαν τον Παύλο και τον έφεραν μπροστά στο Γαλλίονα. Ο Γαλλίονας ήταν ο ανθύπατος όλης της νότιας Ελλάδας και της Αχαΐας με έδρα την Κόρινθο. Αλλά ήταν άνθρωπος μορφωμένος και συνετός. Σ’ αυτόν έφεραν τον Παύλο με την κατηγορία ότι εναντιώνεται στο Μωσαϊκό νόμο.

Ο ανθύπατος, πού κατάλαβε το φανατισμό τους και την αθωότητα του Παύλου, τον ελευθέρωσε και έδιωξε τους Εβραίους από το δικαστήριο. Μερικοί Έλληνες που παρακολουθούσαν τη δίκη αγανάκτησαν για τη μοχθηρία των Ιουδαίων και ξυλοκόπησαν άγρια το Σωσθένη. Αυτό όμως τον ωφέλησε γιατί, καθώς φαίνεται, τον έκαμε να σκεφτεί καλύτερα, να μετανοήσει και να σωθεί.

Το γεγονός αυτό με το Γαλλίονα είναι σημαντικό για την χρονολόγηση του βίου του Παύλου, διότι βάσει μιας επιγραφής, η οποία ανακαλύφθηκε στους Δελφούς, ο Γαλλίων ανέλαβε αυτό το αξίωμα το 51 μ.Χ.

   Η Ελλάδα είχε γίνει το εύφορο και αποδοτικό χωράφι, όπου με απλοχεριά ο Παύλος είχε σπείρει το λόγο του Θεού. Ήταν καιρός πια να τελειώσει τη δεύτερη περιοδεία του. Μαζί με τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα και τους συνεργάτες του αναχώρησε από το λιμάνι των Κεχρεών με πλοίο για τη Συρία. Έμεινε όμως για λίγο στην Έφεσο και κατόπιν πήγε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Από εκεί ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα, χαιρέτησε την Εκκλησία και γύρισε στην Αντιόχεια. Έτσι έκλεισε η μεγαλειώδης αυτή δεύτερη περιοδεία του «Αποστόλου των Εθνών» Παύλου, γύρω στο 52 μ.Χ.

 

Η Γ’ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ

(Πράξεις 18,18-20,38)

Ο Παύλος στην Μικρά Ασία

(Πράξεις 18,18-23)

 Ο Απόστολος Παύλος, ο ακούραστος αυτός εργάτης του Ευαγγελίου, πάλι από την Αντιόχεια της Συρίας άρχισε την τρίτη Περιοδεία του το 52 μ.Χ.

Αρχικά ο Παύλος επισκέφτηκε τις πόλεις της Μικράς Ασίας στις οποίες είχε κηρύξει και ιδρύσει στις δυο προηγούμενες περιοδείες του. Έτσι θα ενίσχυε ακόμη περισσότερο στην πίστη τους Χριστιανούς των Εκκλησιών αυτών. Χωρίς να υπολογίζει κόπους και κινδύνους πέρασε από τη Γαλατία, τη Φρυγία και άλλες επαρχίες της Μικράς Ασίας.  Πέρασε από τις Κολοσσές και τη Λαοδίκεια ιδρύοντας σημαντικές εκκλησίες στις πόλεις αυτές. Κατόπιν πιστός στην υπόσχεση που είχε δώσει στους Εφεσίους ότι θα τους ξανάβλεπε, κατέληξε στην Έφεσο το 53 μΧ..

 

Ο Παύλος στην Έφεσο

(Πράξεις Κεφ. 19)

 

Η Έφεσος ήταν μεγάλη ελληνική πόλη με σπουδαία εμπορική κίνηση. Για τον Απόστολο Παύλο έγινε το κέντρο, απ' όπου θα μπορούσε να κηρύξει το Ευαγγέλιο πιο εύκολα στα διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας και στην Ελλάδα.

Ο Παύλος παρέμεινε στην Έφεσο τρία ολόκληρα χρόνια. Εκεί εργάζονταν ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα, και για τρεις περίπου μήνες κήρυττε στη Συναγωγή. Αφού συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις από Εβραίους και ειδωλολάτρες, των οποίων θίγονταν τα συμφέροντα, περιόρισε για δυο χρόνια περίπου τη διδασκαλία του στους Χριστιανούς.

   Στην Έφεσο ο Παύλος βάπτισε πρώην οπαδούς του Ιωάννη του Προδρόμου που αγνοούσαν το Άγιο Πνεύμα. Έκανε επίσης πολλά θαύματα. Οι άνθρωποι έπαιρναν ακόμη ρούχα και αντικείμενα που χρησιμοποιούσε ο Παύλος και τα έβαζαν πάνω σε ασθενείς και αυτοί θεραπεύονταν. Άλλοι πάλι τα έβαζαν πάνω σε δαιμονισμένους και γίνονταν καλά.

Υπήρχαν και περιοδεύοντες Ιουδαίοι εξορκιστές που θεράπευαν χρησιμοποιώντας το όνομα του Ιησού Χριστού. Αυτό το έκαναν και οι γιοί κάποιου Ιουδαίου αρχιερέα Σκευά. Αυτοί μάλιστα κακοποιήθηκαν από τα πονηρά πνεύματα διότι δεν είχαν την απαιτούμενη προετοιμασία γι’ αυτό.

   Στην Έφεσο υπήρχε μεγάλος ναός της Αρτέμιδας. Από τη λατρεία της είχαν συμφέροντα ιερείς, μουσικοί, αγαλματοποιοί κι άλλοι πολλοί. Ορισμένοι λοιπόν από αυτούς, όπως κάποιος Δημήτριος, πωλητής ειδωλίων της θεάς Άρτεμης, παρέσυραν το λαό εναντίον των Χριστιανών. Τελικά όμως με την ειρηνευτική επέμβαση του Γραμματέα της Πόλεως (κάτι σαν Δημάρχου), ο λαός ηρέμησε και οι Χριστιανοί αφέθηκαν ελεύθεροι.

 

Ο Παύλος στην Ελλάδα

(Πράξεις 20,1-6)

Τον Παύλο τον απασχολούσε, καθώς μας βεβαιώνει ο ίδιος, η μέριμνα για όλες τις Εκκλησίες. Ιδιαιτέρως ανησυχούσε για τις Εκκλησίες της Ελλάδας. Γι' αυτό αποφάσισε να τις επισκεφτεί για μια ακόμη φορά. Από την Έφεσο πήγε στην Τρωάδα και μετά στους Φιλίππους. Εκεί συνάντησε με μεγάλη χαρά τους αγαπημένους του Χριστιανούς και τους συνεργάτες του Τιμόθεο, Λουκά κι Αρίσταρχο. Με ακόμη μεγαλύτερη χαρά έμαθε από τον Τίτο ευχάριστα νέα για την Εκκλησία της Κορίνθου.

Μετά επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια, όπου οι Χριστιανοί τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Στη συνέχεια έφυγε για την Κόρινθο, όπου έμεινε τρεις μήνες, εξαιτίας της χαλαρότητας των ηθών που παρατηρήθηκε στην πόλη. Ο Τίτος με δυο άλλους αδελφούς θα συγκέντρωναν τη βοήθεια της Κορίνθου προς τους αδελφούς των Ιεροσολύμων, πριν φτάσει ο ίδιος  εκεί. Στη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη ο Παύλος υπέστη και ατιμωτική προσβολή από κάποιο μέλος της Εκκλησίας. Από εκεί έγραψε και την «Προς Ρωμαίους Επιστολή».

 

Το ταξίδι στα Ιεροσόλυμα

(Πράξεις 21,1-16)

 

Κατόπιν σκόπευε να πάει με πλοίο στη Συρία, Επειδή όμως οι Ιουδαίοι σχεδίαζαν να τον σκοτώσουν, αποφάσισε να επιστρέψει περνώντας ξανά από τη Μακεδονία. Στο ταξίδι αυτό τον συνόδευαν ο Σώπατρος από τη Βέροια, ο Αρίσταρχος και ο Σεκούνδος από τη Θεσσαλονίκη, ο Γάϊος από τη Δέρβη, ο Τιμόθεος από τα Λύστρα, ο Τυχικός και ο Τρόφιμος από την Ασία.  Έμειναν λίγες μέρες στους Φιλίππους και στη συνέχεια πήγαν στην Τρωάδα. Εκεί ο Παύλος ανέστησε κάποιον Εύτυχο, ο οποίος έπεσε από το τρίτο πάτωμα και σκοτώθηκε.

Με πλοίο αποπλεύσανε για την Άσσο, από κει πήγαν στη Μυτιλήνη, στη Χίο και στη Σάμο. Κατόπιν έφτασαν στη Μίλητο όπου έμειναν για λίγες μέρες. Εκεί ο Παύλος κάλεσε να έρθουν κοντά του οι πρεσβύτεροι της Εκκλησίας της Εφέσου. Αφού τους έδωσε πολύτιμες συμβουλές για το έργο τους, τους αποχαιρέτησε με συγκίνηση.

Ξανά με πλοίο πέρασαν από την Κω, τη Ρόδο και από κει στα Πάταρα. Με άλλο πλοίο πήγαν απέναντι στη Φοινίκη και αράξανε στην Τύρο για λίγες μέρες. Από κει πήγαν στην Πτολεμαΐδα και από κει στην Καισάρεια της Παλαιστίνης το 56 μΧ., όπου τον φιλοξένησε ο διάκονος Φίλιππος. Εκεί κάποιος Άγαβος, Ιουδαίος προφήτης, του φανέρωσε ότι στα Ιεροσόλυμα τον περίμεναν μεγάλες δοκιμασίες. Ο Παύλος όμως, παρά τις παρακλήσεις των συνοδών του και των άλλων χριστιανών, έμεινε αμετάπειστος και αποφάσισε  να πάει στα Ιεροσόλυμα.

 

Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ Η ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ

(Πράξεις 21,27-26,32)

Η σύλληψη και η φυλάκιση του Παύλου στα Ιεροσόλυμα

(Πράξεις 21,27-22,29)

 

Ο Παύλος μαζί με το Λουκά και τους άλλους συνοδούς του έφτασαν στα Ιεροσόλυμα, όπου τους υποδέχτηκαν με αγάπη κι εγκαρδιότητα. Η χαρά όλων έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όταν άκουσαν όσα θαυμαστά έγιναν στα έθνη με τη βοήθεια του Θεού.

Τις ημέρες εκείνες όμως είχαν έρθει στα Ιεροσόλυμα για τη γιορτή της Πεντηκοστής Ιουδαίοι από διάφορα μέρη του κόσμου. Ανάμεσα τους ήταν και φανατικοί εχθροί του Παύλου από την Έφεσο, την Κόρινθο κι αλλού.

Η αρχή των συμβάντων έγινε με την εμφάνιση του Παύλου στο Ναό των Ιεροσολύμων η οποία ξεσήκωσε σφοδρές αντιδράσεις από τη μεριά των αντιπάλων του. Αυτοί λοιπόν άρχισαν ν' απευθύνουν ανύπαρκτες κατηγορίες εναντίον του Παύλου. Έλεγαν ότι δε σεβόταν το εβραϊκό έθνος και το Μωσαϊκό Νόμο κι άλλα πολλά ψέματα. Μ' αυτές τις συκοφαντίες παρέσυραν τον όχλο εναντίον του Παύλου, με αποτέλεσμα να τον συλλάβουν. Όλοι μαζί του επιτέθηκαν και τον ξυλοκόπησαν. Είχαν σκοπό να τον σκοτώσουν επί τόπου.

Την κρίσιμη εκείνη ώρα ειδοποιήθηκε κι έφτασε ο Ρωμαίος Χιλίαρχος Κλαύδιος Λυσίας με τη φρουρά του. Με κόπο κατόρθωσε ν' αρπάξει τον Παύλο από τα φονικά χέρια των Ιουδαίων. Αφού τον έδεσε με δυο χοντρές αλυσίδες, τον ρώτησε ποιος είναι και τι είχε κάνει. Ο Χιλίαρχος επειδή λόγω της οχλοβοής δεν μπορούσε να σχηματίσει γνώμη για τον Παύλο, διέταξε να τον οδηγήσουν στο στρατόπεδο. Το στρίμωγμα του όχλου ήταν τόσο, ώστε οι στρατιώτες αναγκάστηκαν να τον σηκώσουν στα χέρια, ενώ ο όχλος φώναζε «θάνατος, θάνατος».

   Καθώς πήγαιναν να τον βάλουν μέσα στο στρατόπεδο ο Παύλος παρακάλεσε το Χιλίαρχο να του επιτρέψει να μιλήσει στο πλήθος. Το αίτημά του έγινε δεκτό οπότε ο Απόστολος απέκρουσε τις κατηγορίες και φέρθηκε στους εχθρούς του με μεγαλοψυχία κι αγάπη. Αναφέρθηκε στην καταγωγή του, στον Γαμαλιήλ, στην αφοσίωσή του προς την πατρώα θρησκεία, τη μεταστροφή του και την εντολή του Χριστού να κηρύξει το ευαγγέλιο. Όμως οι Ιουδαίοι αρνούνταν να ακούσουν περισσότερα και δε δέχτηκαν την ευκαιρία που τους έδωσε Ο Παύλος, να μετανοήσουν και να σωθούν. Ο όχλος ζητούσε επίμονα τη θανάτωσή του, οπότε ο διοικητής μετέφερε τον Παύλο στο στρατόπεδο όπου ήταν ασφαλής και διέταξε να τον μαστιγώσουν ανακρίνοντάς τον και την επόμενη ημέρα να μεταφερθεί προ του Μεγάλου Συνεδρίου για να απολογηθεί.

   Ο Παύλος βρέθηκε τότε στην ανάγκη να επικαλεστεί την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, όπως είχε κάνει και στους Φιλίππους. Ο Χιλίαρχος, όταν το άκουσε αυτό, φοβήθηκε, γιατί δεν επιτρεπόταν να κακοποιούν Ρωμαίους πολίτες. Γι' αυτό τον έκλεισε στη φυλακή και κάλεσε τα μέλη του εβραϊκού συνεδρίου, να τον δικάσουν. Από τότε άρχισε η φυλάκιση του Παύλου, πού κράτησε πάνω από τέσσερα χρόνια.

 

Ο Παύλος μπροστά στο Μεγάλο Συνέδριο

(Πράξεις 22,30-23,11)

Την άλλη ήμερα πήγαν τον Παύλο στο Συνέδριο, του οποίου Πρόεδρος ήταν ο αρχιερέας Ανανίας. Τη δίκη, που άρχισε, την παρακολούθησε και ο ίδιος ο Χιλίαρχος.

Ο Παύλος στην απολογία του μπροστά στο Συνέδριο, επανέλαβε όσα είχε πει στο πλήθος την προηγούμενη ημέρα. Είπε ακόμη ότι δικαζόταν, επειδή πίστευε κι έλπιζε στην ανάσταση των νεκρών.

Τα μέλη του συνεδρίου Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι, διαφώνησαν μεταξύ τους και άρχισαν να φιλονικούν. Αιτία ήταν η ανάσταση, την οποία δέχονταν οι Φαρισαίοι και που δεν τη δέχονταν οι Σαδδουκαίοι. Ήταν τόσο μεγάλη η αναστάτωση στο Συνέδριο, που ο Χιλίαρχος, για να σώσει τον Παύλο που κινδύνευε, διέταξε τους στρατιώτες να τον μεταφέρουν ξανά στο δεσμωτήριο. Τη νύχτα που ακολούθησε ο Κύριος του φανέρωσε με όραμα ότι δε θα πάθαινε κανένα κακό και ότι θα κήρυττε το Ευαγγέλιο στη Ρώμη. Ο Παύλος αισθανόταν πια να τον πλημμυρίζουν νέες δυνάμεις, αφού ο Κύριος θα ήταν μαζί του.

 

Η μεταγωγή του Παύλου στην Καισάρεια

(Πράξεις 23,12-26,32)

 

Οι φανατικοί εχθροί του Παύλου με όρκους αποφάσισαν να τον δολοφονήσουν. Ζήτησαν μάλιστα από τους αρχιερείς να τον ξαναφέρουν σε δίκη. Είχαν σκοπό να τον δολοφονήσουν στο δρόμο. Η πρόνοια όμως του Θεού ματαίωσε τα εγκληματικά τους σχέδια. Ο Χιλίαρχος πληροφορήθηκε τη συνωμοσία από τον ανεψιό του Παύλου. Τότε για να τον προστατέψει, τον έστειλε με μεγάλη στρατιωτική φρουρά στο Ρωμαίο ανθύπατο της Καισαρείας, Αντώνιο Φήλικα. Εκεί κρατήθηκε ο Παύλος με την εντολή όμως να του παρασχεθεί άνεση και άδεια να βλέπει τους δικούς του ανθρώπους. Έτσι ο Θεός έσωσε τον Παύλο από τα μαχαίρια των εχθρών του.

   Ύστερα από λίγες μέρες ο αρχιερέας Ανανίας, μαζί με συνοδεία και κάποιον δικηγόρο Τέρτυλλο πήγαν στον Φήλικα και διέβαλαν τον Παύλο. Ο Παύλος αντέκρουσε τις κατηγορίες των Ιουδαίων.

Πολλές φορές ο Φήλικας μαζί με τη γυναίκα του Δρουσίλλα καλούσε τον Παύλο για να ακούσει από αυτόν για την χριστιανική διδασκαλία. Και τούτο, γιατί ο τυραννικός και φιλάργυρος ανθύπατος Φήλικας έλπιζε να πάρει χρήματα, για να ελευθερώσει τον Παύλο.

   Στις φυλακές της Καισαρείας ο Παύλος πέρασε δυο μονότονα χρόνια, από το 57 ως το 59 μ.Χ.. Το 60 μ.Χ. όμως ο αυ­τοκράτορας της Ρώμης τον αντικατέστησε με άλλο ανθύπατο, τον Πόρκιο Φήστο.

Οι άρχοντες των Ιουδαίων προσπάθησαν να πείσουν το νέο ανθύπατο Φήστο, να τους αποστείλει τον Παύλο στα Ιεροσόλυμα, δήθεν για να τον δικάσουν αυτοί. Σκοπός τους ήταν να τον πάρουν από τα χέρια των Ρωμαίων και να τον σκοτώσουν στο δρόμο, καθώς είχαν σχεδιάσει κι άλλοτε. Ο Φήστος τους κάλεσε ν' αποστείλουν εκπροσώπους στη νέα δίκη του Παύλου που θα γινόταν στην Καισάρεια.

Στη δίκη αυτή πού έγινε στην Καισάρεια, φάνηκε η αθωότητα του Παύλου. Αλλά ο Φήστος προκειμένου να γίνει αρεστός στους Ιουδαίους, ζήτησε από τον Παύλο αν ήθελε  να πάει στα Ιεροσόλυμα και να δικαστεί από το Μέγα Συνέδριο. Τότε ο Παύλος διαμαρτυρήθηκε και απαίτησε, καθώς είχε δικαίωμα, να δικαστεί ως Ρωμαίος πολίτης που ήταν, στη Ρώμη από τον αυτοκράτορα.

   Ο Φήστος το δέχτηκε αυτό με δυσφορία. Ζήτησε μάλιστα και την έγκριση του υποτελούς στους Ρωμαίους Βασιλιά των Ιουδαίων, Ηρώδη Αγρίππα.

Ο Παύλος απολογήθηκε μπροστά στον Αγρίππα και του παρουσίασε με συντομία τη χριστιανική διδασκαλία. Η απολογία του ήταν τόσο πειστική ώστε ο Αγρίππας πείστηκε για την αθωότητα του Παύλου και μάλιστα του είπε ότι «λίγο ακόμη Παύλε και θα με πείσεις να γίνω Χριστιανός». 

Ο Φήστος με τον Αγρίππα αποφάσισαν να πάει ο Παύλος στη Ρώμη. Έτσι θα γινόταν πραγματικότητα αυτό που του είχε φανερώσει με όραμα ο Κύριος.

 

Η ΜΕΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ ΣΤΗ ΡΩΜΗ

(Πράξεις 27,1-28,31)

Το περιπετειώδες ταξίδι του Παύλου στη Ρώμη

(Πράξεις 27,1-28,15)

 

Το φθινόπωρο του 60 μ.Χ. ο Παύλος μαζί με άλλους κρατούμενους και τους αγαπητούς του συνεργάτες Αρίσταρχο το Μακεδόνα και το Λουκά επιβιβάστηκαν από το Αδραμύττιο σε πλοίο για τη Ρώμη.

Με πολλές δυσκολίες εξαιτίας του αντίθετου ανέμου, πέρασαν από τη Σιδώνα και έφτασαν στα Μύρα της Λυκίας. Εκεί οι ταξιδιώτες επιβιβάστηκαν σ' άλλο φορτηγό και μεγαλύτερο πλοίο, που μετέφερε σιτάρι στη Ρώμη. Από την πολλή τρικυμία όμως, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, παρασύρθηκαν στη νότια πλευρά της Κρήτης. Κατέληξαν σ' έναν τόπο, που λεγόταν «Καλοί λιμένες», κοντά στην αρχαία πόλη Λασαία. Ήταν Νοέμβριος μήνας. Ο Παύλος τους συμβούλεψε να ξεχειμωνιάσουν εκεί. Αλλά ο κυβερνήτης του πλοίου μαζί με τον ιδιοκτήτη του αποφάσισαν να πλεύσουν για άλλο ασφαλέστερο λιμάνι, το Φοίνικα. Εκεί σκέφτονταν να περάσουν το χειμώνα. Αλλιώς όμως τους τα έφερε ο ισχυρός αέρας, που τον έλεγαν «Ευροκλύδωνα». Παρέσυρε το πλοίο και τ' άφησε ακυβέρνητο στην τύχη των κυμάτων.

   Δεκατέσσερα ημερόνυχτα το πλοίο πάλευε με τα κύματα, χωρίς να φαίνονται ούτε ήλιος, ούτε αστέρια, ούτε σημάδια στεριάς. Οι ταξιδιώτες είχαν εξαντληθεί από τις ταλαιπωρίες και την πείνα, γιατί από τα κύματα δεν είχαν όρεξη να φάνε. Ο Παύλος, με το κύρος που είχε, ματαίωσε την απόπειρα των ναυτών ν' αφήσουν το πλοίο αβοήθητο. Στο μεταξύ για να αλαφρώσει το πλοίο έριξαν όλο το εμπόρευμα στη θάλασσα. Ο Παύλος, καθώς τον είχε πληροφορήσει Άγγελος Κυρίου, τους διαβεβαίωνε πώς θα σώζονταν όλοι τους.

 

Όταν ξημέρωσε αντιλήφτηκαν ότι πλησίαζαν σε κάποια στεριά. Τελικά το πλοίο έπεσε σ’ έναν ύφαλο από άμμο και κόλλησε με την πλώρη στο βυθό. Από την μανία των κυμάτων άρχισε να διαλύεται. Οι στρατιώτες αποφάσισαν να σκοτώσουν όλους τους κρατούμενους, επειδή φοβούνταν μήπως δραπέτευαν όταν θα έφταναν στην ξηρά. Ο αξιωματικός όμως επειδή συμπαθούσε τον Παύλο τους εμπόδισε να εκτελέσουν την απόφασή τους.  Οι επιβάτες, 276 άτομα, με κάθε τρόπο σώθηκαν όλοι τους ναυαγοί πια στην παραλία ενός νησιού. Ήταν η Μελίτη, η σημερινή Μάλτα. Με νεότερες έρευνες το νησί ταυτίζεται με την Κεφαλονιά.

   Οι αγαθοί κάτοικοι του νησιού περιποιήθηκαν τους ναυαγούς κι άναψαν μεγάλη φωτιά, για να τους ζεστάνουν. Αλλά όταν ο Παύλος δοκίμασε να ρίξει λίγα φρύγανα στη φωτιά, τον δάγκωσε μια οχιά, χωρίς να πάθει τίποτε με τη βοήθεια του Θεού. Οι κάτοικοι τον νόμισαν για θεό, καθώς είχε γίνει κι άλλοτε στα Λύστρα.

Εκεί κοντά ήταν το σπίτι του άρχοντα του νησιού που λεγόταν Πόπλιος. Αυτός τους φιλοξένησε με καλοσύνη. Τότε συνέβαινε να είναι άρρωστος ο πατέρας του Πόπλιου. Ο Παύλος αφού προσευχήθηκε, ακούμπησε πάνω του τα χέρια του και τον γιάτρεψε. Ύστερα από αυτό έρχονταν όλοι οι άρρωστοι του νησιού και θεραπεύονταν. Ο Παύλος όλα αυτά τα περιστατικά τα θεώρησε ως ευκαιρία, για να τους διδάξει το θέλημα του Θεού.

   Ύστερα από τρεις μήνες οι ναυαγοί μ’ ένα αλεξανδρινό πλοίο που πέρασε από εκεί, έφυγαν για τη Ρώμη. Έμειναν τρεις μέρες στις Συρακούσες, περιέπλευσαν τη Σικελία και έφτασαν στο Ρήγιο. Από εκεί το πλοίο κατέληξε στους Ποτιόλους. Έμειναν εκεί κοντά στους Χριστιανούς εφτά μέρες και κατόπιν το 61 μ.Χ. μετά από τόσες ταλαιπωρίες ο Παύλος έφτασε στην Ρώμη, όπου οι Χριστιανοί τον υποδέχτηκαν με πολύ σεβασμό. Χωρίς να τον ξέρουν είχαν συνδεθεί μαζί του με τη θεόπνευστη Επιστολή, πού τους είχε αποστείλει από την Κόρινθο.

 

Ο Παύλος στη Ρώμη

(Πράξεις 28,16-31)

 

Στη Ρώμη επέτρεψαν στον Παύλο να μένει σε ιδιωτικό σπίτι κοντά στις φυλακές μαζί με το στρατιώτη, που θα τον φρουρούσε. Σ' αυτό βοήθησαν οι καλές συστάσεις του εκατόνταρχου Ιουλίου, που είχε συνοδεύσει τον Παύλο στο ταξίδι, καθώς και η αναφορά του ανθύπατου της Παλαιστίνης Φήστου. Έτσι με τα ελαφρά αυτά δεσμά, καθώς τα ονομάζει ο ίδιος, πέρασε δυο χρόνια στη Ρώμη. Το αυτοκρατορικό δικαστήριο καθυστέρησε πολύ ν' ασχοληθεί μαζί του.

   Ο Θεός ανάδειξε το δεσμωτήριο του Παύλου στη Ρώμη σε άμβωνα του Ευαγγελίου. Εκεί τον επισκέφτηκαν οι Ιουδαίοι της Ρώμης για να ακούσουν από τον Παύλο για τη χριστιανική διδασκαλία. Άλλοι από τους Ιουδαίους πίστεψαν σ’ αυτά που τους έλεγε και άλλοι διαφωνούσαν.

Εκεί τον επισκέπτονταν οι εκλεκτοί συνεργάτες του Λουκάς, Τιμόθεος, Μάρκος, Αρίσταρχος και άλλοι πολλοί Χριστιανοί. Ακόμη τον επισκέπτονταν άνθρωποι από τ' ανάκτορα του Νέρωνα, στρατιωτικοί,

ελεύθεροι, δούλοι κ.ά. Έτσι στο φτωχικό εκείνο σπίτι, πού έμενε ο μεγάλος δέσμιος, πολλοί γνώρισαν τη Χάρη του Θεού και βρήκαν τη σωτηρία. Σ' όλους αυτούς ο σεβάσμιος Απόστολος κήρυττε για τη βασιλεία του Θεού και δίδασκε για τον Κύριο Ιησού Χριστό.

Σε αυτό το σημείο τελειώνει την εξιστόρηση του, στις «Πράξεις των Αποστόλων», ο αυτόπτης μάρτυρας και Ευαγγελιστής Λουκάς, χωρίς να μας πληροφορεί για την έκβαση της φυλακίσεως του Αποστόλου. Μένουν έτσι τα γεγονότα που περιγράφονται στις Ποιμαντικές επιστολές ώστε να εξαχθούν τα συμπεράσματα για το βίο του Παύλου από το τέλος των Πράξεων και μετά.

 

Ο ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΗ ΡΩΜΗ

ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΗΣ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ

 

Όσο διάστημα ο Παύλος ήταν φυλακισμένος, σκεφτόταν τις τόσες Εκκλησίες, που με τη χάρη του Θεού είχε ιδρύσει. Επειδή όμως του ήταν αδύνατο να τους επισκεφτεί, αποφάσισε να επικοινωνήσει μαζί τους με «Επιστολές».

Έτσι το δεσμωτήριο της Ρώμης έγινε τόπος θεόπνευστης συγγραφής. Με το φωτισμό του Θεού εκεί γράφτηκαν οι Επιστολές: 1) Προς Κολασσαείς, 2) προς Εφεσίους, 3) Προς Φιλιππησίους και 4) Προς Φιλήμονα.

Αυτές λέγονται και Επιστολές της αιχμαλωσίας. Στη χρυσή αλυσίδα των άλλων Επιστολών του αποστόλου Παύλου προστέθηκαν κι αυτές, για να διδάσκουν όλες, δεκατέσσερις συνολικά, το λόγο του Θεού στις αναρίθμητες γενιές των ανθρώπων.

 

Η ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

 

Ύστερα από δυο χρόνια το αυτοκρατορικό δικαστήριο ασχολήθηκε με τον Παύλο. Ακόμη ο Χριστιανισμός δεν ήταν απαγορευμένη θρησκεία. Καί πιο πολύ δεν τόλμησε κανείς, να καταθέσει κάτι εναντίον του. Αλλά και η αναφορά του ανθύπατου Φήστου ήταν ευνοϊκή. Όλα αυτά έκαμαν να λάμψει η αλήθεια, ν' αθωώσουν τον Παύλο και να τον αποφυλακίσουν.

Έτσι τέλειωσε η φυλάκιση του Παύλου, που κράτησε περίπου μια πενταε­τία. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ο μεγάλος Απόστολος υπόμεινε αμέτρητες ταλαιπωρίες για την Εκκλησία και το Ευαγγέλιο του Χριστού.

 

Η Δ’ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ

Οι Πράξεις των Αποστόλων δε μας γράφουν, που πήγε ο Παύλος ύστερα από την αποφυλάκισή του. Από αυτά όμως που γράφει ο ίδιος στις Επιστολές του και από τις πληροφορίες αρχαίων εκκλησιαστικών συγγραφέων, συμπεραίνουμε ότι έκαμε και τέταρτη περιοδεία το 61 μΧ.. Τότε όμως δεν ήταν πια νέος. Τα χρόνια και κυρίως οι πολλές ταλαιπωρίες τον είχαν γεράσει. Η καρδιά του όμως είχε την ίδια ζωντάνια κι ας βρισκόταν στο ηλιοβασίλεμα της ζωής του.

   Έτσι, η επιθυμία του Παύλου να επισκεφτεί και να κηρύξει στην Ισπανία (Ρωμ. 15:24-28) ήταν πλέον δυνατό να πραγματοποιηθεί. Έτσι, ο Παύλος και οι συνεργάτες του περιόδευσαν στο νότιο τμήμα της Ισπανίας, καθώς και στο νότιο τμήμα της Γαλατίας (Γαλλίας) και μετά επέστρεψαν στη Ρώμη.

   Μετά την επιστροφή του από την Ισπανία, ο Παύλος δεν παρέμεινε για πολύ στη Ρώμη. Ήθελε να επισκεφτεί ξανά τα Ιεροσόλυμα. Ο ίδιος και οι συνεργάτες του πληροφορήθηκαν ότι η κατάσταση στην Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ δεν ήταν καλή, αλλά επικρατούσε αναρχία μετά τον ξαφνικό θάνατο του Επιτρόπου Φήστου.

Έτσι οι υποσχέσεις που έδωσε ο Παύλος προς τους παραλήπτες των επιστολών του ότι σύντομα θα τους επισκεφτεί (Φιλιπ. 2,19-24. Φιλήμ. 22. Εβρ. 13,23), δηλώνουν ότι επιθυμούσε να μεταβεί και πάλι στην Ανατολή για να συνάντησει τα αγαπημένα του πρόσωπα, να στηρίξει τις Εκκλησίες που είχε ιδρύσει και να επιλύσει τα προβλήματά τους. Γι’ αυτό αποφάσισε να επισκεφτεί και πάλι πολλές από τις αγαπημένες του Εκκλησίες.

   Η Κρήτη, καθώς φαίνεται, ήταν ο πρώτος σταθμός του Παύλου στην τέταρτη Περιοδεία του. Οι πρώτοι ιεραπόστολοι του νησιού ήταν Κρήτες, πού είχαν δει το θαύμα της Πεντηκοστής. Οι λιγοστοί Χριστιανοί όμως, πού βρίσκονταν εκεί, δε γνώριζαν πολλά για το Χριστιανισμό. Ο Παύλος κήρυξε το Χριστιανισμό στην Κρήτη μαζί με

το συνεργάτη του Τίτο. Αυτόν άφησε μάλιστα ως επίσκοπο Κρήτης, για να συμπληρώσει και να συνεχίσει το έργο του.

   Ύστερα, ο Παύλος, αφού πέρασε από την Κόρινθο, πήγε στη Μικρά Ασία και επισκέφτηκε τη Μίλητο, την Έφεσο, την Τρωάδα κι άλλες πόλεις. Παντού οι Χριστιανοί, ύστερα από τόσα χρόνια, τον υποδέχονταν με απερίγραπτη χαρά. Αλλά και του Παύλου η ικανοποίηση ήταν πολύ μεγάλη, πού ξαναέβλεπε τους αγαπημένους του Χριστιανούς. Αντιλαμβανόταν όμως ότι βρισκόταν στη δύση της ζωής του. Γι’ αυτό όριζε τους συνεργάτες του για συνεχιστές του έργου του. Αυτό έκαμε, όταν ακούμπησε τα πληγωμένα χέρια του πάνω στο κεφάλι του άξιου μαθητή του Τιμόθεου και τον ανάδειξε επίσκοπο Εφέσου.

   Κατόπιν συνέχισε την περιοδεία του στη Μακεδονία. Πέρασε ξανά από τους Φιλίππους, τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια. Κατόπιν επισκέφθηκε την Νικόπολη της Ηπείρου και έφτασε μέχρι το Ιλλυρικό. Μετά από πολλές κακουχίες κατέληξε πάλι στη Ρώμη το 64 μ.Χ..

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΗ ΡΩΜΗ  ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ

 

Ο Απόστολος Παύλος στη Ρώμη συναντήθηκε με τον Απόστολο Πέτρο. Η θέση των Χριστιανών όμως στη Ρώμη ήταν πολύ δύσκολη. Το 64 μ.Χ. άγριος διωγμός είχε αρχίσει από το επίσημο Ρωμαϊκό Κράτος. Ο αυτοκράτορας Νέρωνας, φαινόμενο κακουργίας και φαυλότητας, είχε κάψει το μεγαλύτερο μέρος της Ρώμης. Ήθελε να ξαναχτίσει εκεί τ' ανάκτορα του και μια νέα πόλη με τ' όνομά του «τη Νερωνόπολη». Σαν είδε όμως ότι θ' αντιμετώπιζε την οργή του λαού, με αυλικούς του διέδωσε το ψέμα ότι τάχα Χριστιανοί ήταν οι αίτιοι της πυρκαγιάς. Συγχρόνως διαδίδονταν για τους Χριστιανούς διάφορες συκοφαντίες. Έτσι ο όχλος στράφηκε με φονική μανία εναντίον τους. Οι αθώοι Χριστιανοί άρχισαν να ποτίζουν με το αγνό αίμα τους την αχόρταγη μανία του ρωμαϊκού όχλου. Τότε συνέλαβαν ξανά τον Παύλο και τον φυλάκισαν σε μια φρικτή φυλακή.

Πάντως του επιτράπηκε να δέχεται επισκέψεις φίλων και συνεργατών του, όπως π.χ. του Ονησιφόρου (Β' Τιμ. 1,16-18), του Ευβούλου, του Λίνου, του Πούδη, της Κλαυδίας και άλλων (Β' Τιμ. 4,21), αλλά και του Λουκά και του Τυχικού (Β' Τιμ. 4,11-12).

   Από τη φυλακή αυτή έγραψε τη Β' προς Τιμόθεον επιστολή (Β' Τιμ. 4,21), η οποία αποτελεί το κύκνειο άσμα του. Η αγωνιώδης έκκληση του Παύλου προς τον Τιμόθεο, που βρισκόταν στην Έφεσο (Β' Τιμ. 4,9-21), ώστε να πάει στη Ρώμη και να τον συναντήσει, δείχνει πως ο Απόστολος δεν μαρτύρησε αμέσως μετά τη σύλληψή του στη Ρώμη, αλλά αφού πρώτα πέρασε μερικούς μήνες στη φυλακή, και μετά από κανονική δίκη ως Ρωμαίος πολίτης.

   Ο Παύλος υστέρα από δυο δίκες καταδικάστηκε σε θάνατο και αποκεφαλίστηκε μαζί με τον Πέτρο. Το 64 ή 67 μ.Χ. ύστερα από ολόθερμη προσευχή στον Κύριο, άφηνε την τελευταία του πνοή ο Απόστολος των Εθνών. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Παύλος αποκεφαλίστηκε χωρίς προηγουμένως να βασανιστεί, καθώς ο νόμος απαγόρευε τους βασανισμούς για τους Ρωμαίους πολίτες. Με τον τρόπο αυτό, έληξε η πολυτάραχη αποστολική πορεία του Παύλου, μιας κατά γενική ομολογία, από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στην ιστορία της Εκκλησίας.

   Δίκαια ο Παύλος ονομάστηκε ο πρώτος μετά τον Ένα και Απόστολος των Εθνών, λόγω των τεσσάρων μεγάλων αποστολικών περιοδειών του. Η σημασία του έργου του ήταν μοναδική για την παγκόσμια ιστορία. Είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ελλάδος. Συνέγραψε 14 επιστολές προς τις Εκκλησίες τις οποίες εκείνος ίδρυσε. Έγραψε δύο επιστολές προς τους Θεσσαλονικείς, δυο προς τους Κορινθίους, δυο προς τον Τιμόθεο και από μια προς τους Φιλιππησίους, Εφεσίους, Κολοσσαείς, Ρωμαίους, Γαλάτας, Εβραίους, Φιλήμονα και Τίτο.

Η Εκκλησία μας τιμάει τον κορυφαίο Απόστολο Παύλο μαζί με τον Πέτρο στις 29 Ιουνίου.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ

ΚΑΙ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ

 

Ο Απόστολος Παύλος υπήρξε ο Απόστολος των Εθνών. Είναι αυτός που απ’ όλους τους άλλους αποστόλους κόπιασε περισσότερο για τη διάδοση του Ευαγγελίου σε όλη την οικουμένη. Χωρίς τον Παύλο, η εντολή που είχε δώσει ο Κύριος στους μαθητές του «πορευθέντες μαθησεύσατε πάντα τα έθνη…», δε θα έβρισκε την πλήρη εφαρμογή της. Υπήρξε ο μοναδικός και σπουδαιότερος παιδαγωγός της οικουμένης, το εκλεκτό όργανο της Θείας Πρόνοιας που, καθότι υπήρξε, άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας και παιδείας, μεταλαμπάδευσε το φως του Ευαγγελίου από την Ανατολή στη Δύση.

   Το κύριο στοιχείο που κάνει τον Παύλο Απόστολο των Εθνών και είναι κυρίαρχο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του, είναι η πίστη του στο Χριστό και η αγωνιστικότητά του να κηρύξει το έργο της σωτηρίας σε όλο τον κόσμο.

Υπολογίζεται πως, κατά τη διάρκεια των αποστολικών περιοδειών του, διήνυσε περισσότερα από τέσσερις χιλιάδες χιλιόμετρα - περίπου 1000 στην Α' περιοδεία, 1400 στη Β' και 1700 στη Γ' περιοδεία, χωρίς να υπολογίζεται η Δ' αποστολική περιοδεία. Ο Παύλος έκανε τις περιοδείες κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Όπως λέει και ο ίδιος, «Με χτύπησαν με αγριότητα, φυλακίστηκα, κινδύνεψα πολλές φορές να θανατωθώ. Πέντε φορές μαστιγώθηκα από Ιουδαίους με τα τριάντα εννιά μαστιγώματα. Τρεις φορές με τιμώρησαν με ραβδισμούς, μία φορά με λιθοβόλησαν, τρεις φορές ναυάγησα, ένα μερόνυχτο έμεινα ναυαγός στο πέλαγος. Έκανα πολλές κοπιαστικές οδοιπορίες, διάβηκα επικίνδυνα ποτάμια, κινδύνεψα από ληστές, κινδύνεψα από τους ομογενείς μου Ιουδαίους, κινδύνεψα από τους εθνικούς. Πέρασα κινδύνους σε πόλεις, κινδύνους σε ερημιές, κινδύνους στη θάλασσα κινδύνεψα από ανθρώπους που υποκρίνονταν τους αδερφούς. Ξαγρύπνησα πολλές φορές, πείνασα, δίψασα, πολλές φορές μου έλειψε εντελώς το φαγητό, ξεπάγιαζα και δεν είχα ρούχα να φορέσω. Εκτός από τα άλλα είχα και την καθημερινή πίεση των εχθρών μου και τη φροντίδα για όλες τις εκκλησίες» (Β’ Κορ.11,23-28). Πέρασε τη ζωή του πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη και από χώρα σε χώρα. Κατά τη διάρκεια της αποστολικής του ζωής δεν έμεινε σε κανένα μέρος παραπάνω από τρία χρόνια.

   Το μεγάλο όμως βήμα για να γίνει Απόστολος των εθνών, ο Παύλος το έκανε με το ξεπέρασμα του Μωσαϊκού Νόμου. Για να το καταφέρει αυτό έδωσε μεγάλες μάχες στην Αποστολική Σύνοδο με βασικό αντίπαλο τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο (Πράξ.15,1-12 και Γαλ.2,9), αλλά και στην Αντιόχεια ενάντια στον Απόστολο Πέτρο (Γαλ. 2,11-14). Σε όλες αυτές τις μάχες, κατάφερε να βγει νικητής έχοντας ως συμπαραστάτη τον Ιησού Χριστό.

   Το κήρυγμα του Παύλου στα έθνη ήταν επιτυχημένο, διότι,

α) αγάπησε το Χριστό με όλη του την καρδιά - η αγάπη του για το Χριστό ήταν τόση, ώστε διακήρυσσε, «Χριστώ συνεσταυρώνομαι, ζω δε ουκέτι εγώ ζεί δε εν εμοί Χριστός»)

β) ταύτισε τον εαυτό του με τους ακροατές του και με τα προβλήματά τους - ταυτίστηκε με τα προβλήματα του πάσχοντος ανθρώπου, με όλες τις εθνικότητες και κοινωνικές τάξεις, φτάνει μονάχα να μπορούσε να τους οδηγήσει στη σωτηρία

γ) μιλούσε στους ακροατές του στη μητρική τους γλώσσα και προσάρμοζε το κήρυγμά του ανάλογα με τις γνώσεις και τις ικανότητες του ακροατηρίου του - βασική αρχή του Παύλου στην προσπάθειά του να διδάξει το Ευαγγέλιο σε όλη την οικουμένη ήταν η προσαρμογή του κηρύγματός του στις πνευματικές ικανότητες του ακροατηρίου στο οποίο μιλούσε κάθε φορά. Διαφορετικά μιλούσε στους Εβραίους που γνώριζαν το Μωσαϊκό Νόμο και διαφορετικά στους Έλληνες. Βασικός του σκοπός ήταν μέσα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των λαών να βρεθεί το σημείο επαφής, ώστε να αναφερθεί στο Χριστό και στο σωτηριολογικό του έργο

δ) είχε πάντοτε συνεργάτες σε όλες του τις περιοδείες - παράγοντα πολύ σημαντικό για την επιτυχία του έργου του. Τους έστελνε πολλές φορές να κηρύττουν στις εκκλησίες που ίδρυε ο ίδιος και μάλιστα τους έκανε επισκόπους και διαδόχους στο έργο του. Ο Τιμόθεος και ο Τίτος έγιναν επίσκοποι στην Έφεσο και στην Κρήτη αντίστοιχα και ήταν πάντα δίπλα τους, στηρίζοντας το έργο τους με τις επιστολές που τους έστελνε. Ο Λουκάς και ο Μάρκος έγραψαν τα γνωστά σε όλους μας ιερά Ευαγγέλια. Ο Λουκάς με τις «Πράξεις Αποστόλων» μας έδωσε αρκετές πληροφορίες για τη ζωή της πρώτης εκκλησίας, για το κήρυγμα του Κυρίου και των αποστόλων

ε) οργάνωσε τις κατά τόπους Εκκλησίες - σε όποια μέρη κήρυττε, από τα πρόσωπα που τον πίστευαν, διάλεγε και χειροτονούσε διακόνους και πρεσβυτέρους. Στήριζε τις Εκκλησίες που ίδρυε με πολλούς και ποικίλους τρόπους. Συνήθως έστελνε τους συνεργάτες του και με τη βοήθεια τους προσπαθούσε να επιλύσει τα όποια προβλήματα παρουσιάζονταν. Πολλές φορές πήγαινε και ο ίδιος στις Εκκλησίες και βοηθούσε στη διευθέτηση των προβλημάτων που είχαν.

 

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ

   Ο Απόστολος Παύλος θεωρείται ως ο πρώτος Χριστιανός θεολόγος. Ο μόνος από την πρώτη γενιά του Χριστιανισμού που είχε αναπτύξει δική του συγκροτημένη αν και όχι ολοκληρωμένη θεολογική άποψη πάνω σε θεωρητικά (θεολογικά) και πρακτικά (ηθικά) θέματα. Γι' αυτό και αποτέλεσαν για την μεταγενέστερη Εκκλησία παράδειγμα οι επιστολές του ώστε να θεωρείται ο «πρώτος» μετά τον «ένα» (Χριστό).

   Το απολυτρωτικό έργο του Θεού μέσα στον κόσμο είναι έργο δύσκολο. Το σχέδιο του Θεού είναι η ανάπλαση της ανθρωπότητας και η επαναφορά της στην προπτωτική κατάσταση. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η Ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού και το Άγιο Πνεύμα είναι η ζωοποιός και η δημιουργική δύναμη, που δημιουργεί μέσα από το χάος της ανθρωπότητας έναν καινούργιο κόσμο ένα σωτήριο οργανισμό, την Εκκλησία, που ως σώμα Χριστού μπορεί να περιλάβει και να αναπλάσει όλο τον κόσμο ένα παγκόσμιο σχολείο όπου θα εκπαιδευόταν ολόκληρη η ανθρωπότητα.

Σ’ αυτό το χρονικό σημείο της ιστορίας κάλεσε ο Θεός τους Αποστόλους να διαδώσουν τη διδασκαλία του και ένας από τους πρωτεργάτες ήταν ο Παύλος. Η λυτρωμένη ανθρωπότητα μέσα από την εκκλησία αποτελεί και το κέντρο της θεολογίας του Παύλου.

   Ο Παύλος δανείστηκε όρους και εκφράσεις του ελληνιστικού κόσμου για να διατυπώσει τη διδασκαλία του. Οι όροι που επεσήμαναν οι μελετητές πως μοιάζουν ελληνιστικοί, αναφέρονται είτε σε θεολογικά θέματα,

Υιός του Θεού, Κύριος, Πλήρωμα της Θεότητας, Εικόνα Θεού, Σωτήρ κ.λπ.

είτε σε ανθρωπολογικά ζητήματα,

Σώμα, Ψυχή, Νους, Συνείδηση, Καρδιά, Σαρξ, Πνεύμα κ.λπ.

   Στη διδασκαλία του Παύλου οι όροι αυτοί διατήρησαν την προηγούμενη έννοιά τους καθώς ο Παύλος μιλούσε την Ελληνική γλώσσα και ανήκε στη διασπορά. Επιπλέον ο Παύλος έδρασε σε μια περιοχή, όπου οι Μυστηριακές Θρησκείες, ο Γνωστικισμός και οι φιλοσοφίες των Στωικών, των Επικούριων κ.λπ. ανθούσαν.

Όλα αυτά διατυπώνουν την υπόθεση μιας σημαντικής ελληνιστικής επιρροής, την οποία προσέλαβε ο Παύλος κατά τις περιοδείες του ως απαραίτητη για τη διάδοση του Χριστιανικού μηνύματος στα έθνη.

   Ο Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί χωρία, γεγονότα και όρους από την Παλαιά Διαθήκη, τα οποία μεταφέρει στη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε. Οι προφητείες και οι προσδοκίες της Παλαιάς Διαθήκης εκπληρώνονται στο πρόσωπο του Χριστού και την εγκαθίδρυση της Εκκλησίας. Για τον Παύλο οι διάφορες φάσεις της ζωής του Χριστού, και ειδικά ο θάνατος του, η ταφή, και η Ανάστασή του, λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τις Γραφές.

   Ο Παύλος έδωσε μια παγκοσμιότητα στη Χριστιανική θρησκεία, άγνωστη στον Ιουδαϊσμό, και αρκετές θέσεις του μέσα στις επιστολές έρχονται σε αντίθεση προς το πνεύμα του Νόμου και της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και των ιουδαϊκών αποκαλύψεων. Στις ιουδαϊκές αποκαλύψεις δεν υπάρχει διδασκαλία περί της συμμετοχής του Μεσσία στη δημιουργία, μια ιδέα, που βρίσκουμε συχνά στον Παύλο (Α' Κορ. 8,6. Κολ. 1,16), ούτε βρίσκονται ίχνη εξιλαστήριου και αντιπροσωπευτικού θανάτου του Μεσσία.

   Η πεποίθησή του ότι ο Χριστιανισμός είναι μια νέα θρησκεία, τον κράτησε μακριά από το γράμμα του "Νόμου" αλλά και από το μυθολογικό πλαίσιο των ελληνιστικών θρησκειών.

Για το λόγο αυτό, η σωτηρία του Παύλου είναι πρακτικής μορφής, και απαιτεί πίστη. Η Παύλεια Σωτηρία είναι απαλλαγή από την αμαρτία και επιτυγχάνεται με το βάπτισμα (Τίτ. 3,5), τη χάρη του Θεού (Εφεσ. 2,5) και με την πίστη του ανθρώπου (Εφεσ. 2,8).

   Στη θεολογία του Παύλου ο Σωτήρας του κόσμου είναι ο αγαθός και καλοπροαίρετος Δημιουργός και όχι ο απολυταρχικός Καίσαρας.

Η κένωση και η ταπείνωση του Χριστού ταυτίζει τον θείο κόσμο με τους καταδυναστευμένους και καταπιεσμένους. Η "εξουσία" του Χριστού δεν μοιάζει με την εξουσία του Καίσαρα αφού είναι διάκονος και βασιλεύει με τη διακονία της αγάπης.

Η επάνοδος του Χριστού εκτός άλλων θα αποτελέσει και την τελική νίκη κατά των εχθρών της ανθρωπότητας ένας από τους οποίους είναι και ο θάνατος που σε όλη την ιουδαϊκή Αποκαλυπτική φιλολογία είναι ταυτόσημος προς την καταπίεση, τα βάσανα και την απόγνωση του λαού του Θεού από τους διάφορους κατακτητές.

   Όσο για τους όρους πνεύμα, ψυχή, σαρξ, ο Παύλος έδειχνε να εξαρτάται από την Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Ο Παύλος χρησιμοποιεί τον όρο "πνεύμα" για να δηλώσει το ανθρώπινο πνεύμα, αυτό που ο Έλληνας θα ονόμαζε "ψυχή".

Όμως στον Παύλο ο "ψυχικός" άνθρωπος είναι ο άνθρωπος χωρίς το Πνεύμα Θεού, ο άνθρωπος της λογικής και της φυσικής θρησκείας, σε αντίθεση με τον "πνευματικό" άνθρωπο.

   Ο Παύλος πιστεύει ότι για να λεχθεί κάτι γνήσιο και ορθό πέρα από τους ευαγγελικούς λόγους και πάνω από τις ανθρώπινες νοητικές δυνάμεις, είναι απαραίτητη η προσωπική μετοχή στον Χριστό. Οι διαβεβαιώσεις "ζώ δε ούκέτι έγώ, ζή δέ έν έμοί Χριστός" και "δοκώ δέ κάγώ πνεύμα Θεού έχειν" δείχνουν την πεποίθηση της Εκκλησίας ότι μόνο βιώνοντας την αλήθεια μπορεί κανείς να μιλήσει γι αυτήν.

   Ο Παύλος προσπαθούσε μέσα από τη διδασκαλία του να δείξει ότι η Βασιλεία του Θεού δεν είναι κοσμική βασιλεία, όπως την κατανοούσαν οι Εβραίοι και οι Ρωμαίοι, ότι η μακαριότητα είναι κάτι άλλο και δεν έχει σχέση με τρίτο ή πέμπτο όροφο του ουρανού, ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από το μηδέν και ο άνθρωπος είναι κατ' εικόνα Θεού και δεν είναι ο άνθρωπος "γένος" του Θεού, όπως το εννοούσαν οι στωικοί.

   Παρά τη γνωριμία του με την ελληνική παιδεία, οι ρίζες της ζωής και της σκέψεως του Παύλου παραμένουν πάντοτε εβραϊκές. Αν αντιπαραβάλλουμε τη σκέψη του με εκείνη ενός άλλου ελληνιστή Ιουδαίου, του Φίλωνα, θα δούμε πως ο τελευταίος, ενώ παραμένει ένας ευσεβής και πιστός Ιουδαίος, προβαίνει στην ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης με σχήματα πλατωνικά και μετα-πλατωνικά, τα οποία αποδέχεται ως απόλυτη αλήθεια.

Ο Παύλος δεν ακολουθεί τον ίδιο δρόμο. Η όλη θρησκευτική του τοποθέτηση είναι βασικά εβραϊκή, αφού εκεί βρίσκονται πραγματικά οι ρίζες του. Από την άποψη αυτή ότι και αν γνωρίζει ή χρησιμοποιεί από τον μη ιουδαϊκό κόσμο, δεν είναι ικανό να αλλοιώσει ουσιαστικά τη θρησκευτική νοοτροπία του.

   Ένα γεγονός και μόνο είναι αυτό που φαίνεται να αλλοιώνει πραγματικά τη σκέψη του, η συνάντησή του με τον Ιησού Χριστό, που δεν είναι μόνο "μωρία" για τους Έλληνες, αλλά και "σκάνδαλο" για τους Ιουδαίους. Ο Παύλος δίνει τόσο στις εβραϊκές όσο και στις ελληνικές κατηγορίες και λέξεις νέο περιεχόμενο και σημασία, εμπνευσμένα από το γεγονός του Χριστού και την εμπειρία της Εκκλησίας. Η θεώρηση του κόσμου και της ιστορίας γίνεται πλέον από τη σκοπιά του αναστημένου Χριστού και τον οδηγεί σε μια αναθεώρηση της ελληνικής "σοφίας".

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΩΣ ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΟΙΜΕΝΟΣ

 

Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας εξυμνούν τον Απόστολο Παύλο για το ιεραποστολικό του έργο και τη μοναδική του διδασκαλία. Οι Άγιοι Πατέρες Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πού συνέγραψαν τα δύο Περί Ιερωσύνης έργα, προβάλλουν ιδιαίτερα τον Παύλο ως πρότυπο ποιμένος. Αυτό οφείλεται στο ότι ζωγράφισε την εικόνα του ποιμένα άριστα στις Ποιμαντικές ιδιαίτερα επιστολές του, τις «Προς Τιμόθεον» και την «Προς Τίτον».

   Ως πρότυπο ποιμένος υποδεικνύει το μεγαλείο, αλλά και τις ευθύνες της Ιεροσύνης. Οι ποιμένες της Εκκλησίας χρησιμοποιώντας τις επιστολές του μεγάλου Αποστόλου, μπορούν να ρυθμίσουν τη ζωή της Εκκλησίας, να της προσδώσουν πνευματικό κάλλος, να θεραπεύσουν τα διάφορα νοσήματα και να διατηρήσουν την πνευματική υγεία των πιστών. 

   Εκτός από τις ποιμαντικές του επιστολές μας άφησε πολλές άλλες, με τις οποίες ωφέλησε τις νεοσύστατες Εκκλησίες που είχαν σοβαρά ποιμαντικά προβλήματα αλλά και τους πιστούς όλων των εποχών. Οι επιστολές του είναι κατάλληλες όχι μόνο για την κατοχύρωση της ακρίβειας των δογμάτων αλλά και για τον ορθό βίο των χριστιανών. Μέσα από αυτές τους επαναφέρει στην ειρήνη, στην ενότητα και στη γνήσια ευαγγελική διδασκαλία. Έτσι, με την ποιμαντική του μέριμνα υπέρ των μαθητών και των νεοσύστατων Εκκλησιών, εξασφάλιζε και προήγαγε ότι είχε πετύχει με το αποστολικό του κήρυγμα. Η ποιμαντική του μέριμνα δεν εξαντλείται με τον αγώνα του για τα γενικότερα προβλήματα των Εκκλησιών. Ο Απόστολος ενδιαφέρεται και πονάει για τον κάθε Χριστιανό προσωπικά και μάλιστα γι’ αυτούς που έχουν κάποια πνευματική ανάγκη.

   Ο Απόστολος Παύλος, περισσότερο απ’ όλους τους άλλους ιερούς συγγραφείς της Καινής Διαθήκης χρησιμοποιεί όρους παιδαγωγικούς, όπως αγωγή, παιδαγωγός, διδαχή, διδασκαλία, παιδεύω. Χρησιμοποίησε και αθλητική ορολογία για να συγκρίνει τον αγώνα των αθλητών με τον πνευματικό αγώνα και την εγκράτεια των χριστιανών. Εκτός από διδάσκαλος και Απόστολος των εθνών, ήταν και γνήσιος πνευματικός πατέρας, ήταν μια χαρισματική φυσιογνωμία, στην οποία είχε ανατεθεί το δύσκολο και κοπιώδες έργο της πνευματικής καθοδήγησης των ανθρώπων.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΡΟΣ ΜΙΜΗΣΗ

   Ένα από τα βασικότερα γνωρίσματα της διδασκαλίας του Απόστολου Παύλου είναι το κάλεσμα των πιστών να τον μιμηθούν, όπως αυτός μιμείται το Χριστό: «Μιμηταί μου γίνεσθε καθώς και γώ Χριστού», γράφει στους Κορινθίους (Α’ Κορ. 4,16). Στους Θεσσαλονικείς έδωσε δείγματα μιμήσεως και γι’αυτό τους προτρέπει να γίνουν πρότυπα προς μίμηση. Στους Εφεσίους συμβουλεύει να γίνουν μιμητές του Θεού και να περπατούν με αγάπη.

   Οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος αποτελούν έναν κρίκο της χρυσής αλυσίδας της μιμήσεως του Αποστόλου Παύλου. Και η μίμηση από τους Ιεραπόστολους των Σλάβων επεκτείνεται σε πολλούς τομείς της ζωής και της δράσεως τους. Ο Μεθόδιος μιμήθηκε τον Παύλο στην περιφρόνηση των κινδύνων, ιδίως στα ταξίδια και τις περιπλανήσεις που έκανε. Ο Κύριλλος με αφετηρία την αρχή ότι κάθε λαός έχει το δικαίωμα να λατρεύει το Θεό στη μητρική του γλώσσα, επιστράτευσε μια εκτενέστατη περικοπή από την Α' προς Κορινθίους Επιστολή. Οι Ιεραπόστολοι των Σλάβων, συμπλήρωσαν και εκπλήρωσαν το έργο του Αποστόλου Παύλου στα έθνη.

   Ο Απόστολος Παύλος μας καλεί να τον μιμηθούμε και να τον βοηθήσουμε όλοι στη διάδοση του Ευαγγελίου στον κόσμο. Μας διδάσκει, ότι όλοι μπορούμε να γίνουμε απόστολοι του Χριστού. Δεν χρειάζεται να πάμε όλοι στην Αφρική ή στην Ασία για να κηρύξουμε το Χριστό. Υπάρχουν ιεραπόστολοι που έχουν το χάρισμα και μπορούν να μεταβούν στους τόπους αυτούς. Ο καθένας από μας μπορεί να συμβάλλει στο ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας, από τον τόπο της κατοικίας μας ή από τον τόπο της δουλειάς μας. Όταν παραστεί ανάγκη να κάνουμε λόγο για το Χριστό σε όσους, εξαιτίας των δύσκολων κοινωνικών συνθηκών, τον αγνοούν και θέλουν να τον γνωρίσουν.

 

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ

 

Πέρα από τις επιστολές του προς τις εκκλησίες των ελληνικών πόλεων Φιλίππων, Θεσσαλονίκης και Κορίνθου υπάρχουν ακόμη πολλά μνημεία και άπειρες και ακατάγραφες τοπικές παραδόσεις που συνδέονται με τον Απόστολο Παύλο.

   Στη Σαμοθράκη κτίστηκε προς τιμήν της επισκέψεως του Αποστόλου Παύλου παλαιοχριστιανική βασιλική, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται στο ανατολικό τμήμα του λιμανιού. Στους Φιλίππους στο ποταμό Ζυγάκτη υπάρχει σήμερα Βαπτιστήριο, που σύμφωνα με την παράδοση, ήταν το μέρος που η Λυδία βαπτίστηκε από τον Παύλο.  Το Οκτάγωνο των Φιλίππων, ένα από τα πιο σημαντικά παλαιοχριστιανικά μνημεία, ταυτίστηκε με ευκτήριο οίκο αφιερωμένο στον Απόστολο Παύλο. Η φυλακή στην οποία φυλακίστηκε ο Απόστολος ήταν μια ρωμαϊκή δεξαμενή, η οποία βρίσκεται βόρεια από την Βασιλική Α’. Εσωτερικά είναι διακοσμημένη με παραστάσεις από την ζωή του Αποστόλου, όπως η σύλληψη, η μαστίγωση από τους ραβδούχους, η βάπτιση του δεσμοφύλακα και της οικογένειάς του.

   Σύμφωνα με την προφορική παράδοση στο χωριό Ροδολίβος των Σερρών ο Παύλος καθώς πήγαινε από τους Φιλίππους στην Αμφίπολη, κήρυξε τον θείο λόγο και οι κάτοικοί του έραναν με ροδοπέταλα τον ερχομό του. Και ο λόφος όπου μίλησε πήρε το όνομά του. Έξω από την Απολλωνία σώζεται ο βράχος όπου πέρασε, στάθηκε και κήρυξε ο Παύλος.  Εκεί υπήρχε πηγή, τα νερά της οποίας θεωρήθηκαν ως αγίασμα του Αποστόλου. Ακόμη διασώζεται και το βήμα όπου κήρυξε στους Βεροιείς και το οποίο είναι διακοσμημένο με ψηφιδωτές παραστάσεις του Αποστόλου.

   Ο συνοικισμός του Αγίου Παύλου στη Θεσσαλονίκη συνδέεται με το πέρασμα του Αποστόλου Παύλου. Εκεί κοντά υπάρχει και η πηγή όπου σταμάτησε για να δροσιστεί και από τότε είναι γνωστή ως αγίασμα του Αποστόλου. Το ναΐδριο όπως και ο παλιός ναός που είναι εκεί κοντά, είναι αφιερωμένοι στο όνομά του. Στην ίδια περιοχή υπάρχουν και άλλες τοποθεσίες συνδεόμενες με τον Απόστολο Παύλο, όπως το νότιο παρεκκλήσι της Ιεράς Μονής Βλατάδων, που είναι αφιερωμένο στον Απόστολο σε ανάμνηση του περάσματός του από κει κατά τη φυγάδευσή του στη Βέροια. Λίγο πιο πέρα υπήρχε πηγή όπου δροσίστηκε και έμεινε γνωστή ως «αγίασμα».

   Στη Σιθωνία της Χαλκιδικής λέγεται ότι πέρασε από κει και χάραξε με το σπαθί του τα βράχια. Το βουνό Άγιος Παύλος κοντά στη Νικήτη, στο οποίο ο Απόστολος διψασμένος χτύπησε με το σπαθί του ένα βράχο, μέσα από τον οποίο ανάβλυζε άφθονο νερό που εξακολουθεί και σήμερα να τρέχει. Στην Άκανθο της Χαλκιδικής, η τοπική παράδοση αναφέρει ότι ο Παύλος συνελήφθη ως θρησκευτικός ανατροπέας και φυλακίστηκε σε ένα σπήλαιο. Κατά θαυμαστό τρόπο, η είσοδος του σπηλαίου άνοιξε και ο Απόστολος κατέφυγε στην Όλυνθο και από εκεί στη Θεσσαλονίκη. Στο σπήλαιο εκείνο ανάβλυζε νερό δροσερό, το οποίο έρεε ως άγιασμα του Αποστόλου. Στην Αγορά της Κορίνθου διασώζεται το βήμα, το σημείο στο οποίο οδηγήθηκε μπροστά στον Γαλλίωνα. Παραδόσεις και τοπωνύμια συνδεόμενα με τον Απόστολο Παύλο υπάρχουν σε όλο τον ελλαδικό χώρο, τα οποία μαρτυρούν ότι η ελληνική λαϊκή ψυχή κρατά στη μνήμη της ζωντανή την έλευση του Αποστόλου των εθνών.

 

 

Ύμνος της Αγάπης – Ερμηνεία

  1. 1.Τί να την κάνεις τη σοφία του κόσμου, την μόρφωση, τις επιστήμες, όταν δεν έχεις αγάπη, τότε είσαι ίδιος με άψυχο χαλκό. Η απουσία της αγάπης μέσα σου σε εξισώνει με άψυχο αντικείμενο. Για τον λόγο αυτό, είναι λάθος οι γονείς να ρίχνουν το βάρος μόνο στη μόρφωση των παιδιών και να αγνοούν την καλλιέργεια της πραγματικής αγάπης στις ψυχές τους.
  2. 2.Ακόμα και όταν έχεις φτάσει σε μεγάλα πνευματικά στάδια σε σημείο που να μετακινείς βουνά, όταν δεν έχεις αγάπη είσαι ένα τίποτα. Προσοχή, λοιπόν, σε όσους ανεβαίνουν πνευματικά, διότι η έπαρση και η αλαζονεία μπορεί να δημιουργήσουν πληγές μέσα μας και να χαθεί η ουσία της αγάπης. Ο εγωϊσμός και η υπερηφάνεια μπορεί να κόψουν τα πνευματικά δεσμά και να μας οδηγήσουν στην πλάνη και την απώλεια. 
  3. 3.
  4. 4.Η αλαζονεία, η υπερηφάνεια, η ζήλια δεν είναι συστατικά της αγάπης. Αντίθετα η μεγαλοψυχία, η ανεκτικότητα, η υπομονή είναι τα πρώτα θεμέλια της και αυτά πρέπει να παλέψουμε να κατακτήσουμε.
  5. 5.Φυσικά δεν πράττει η αγάπη το άσχημο, δε επιδιώκει το συμφέρον, επιβεβαιώσεις, ή καταθέσεις είτε υλικές-χρηματικές είτε συναισθηματικές. Η αγάπη δε θυμώνει, δεν οργίζεται, δεν είναι καχύποπτη κατά του αδερφού, ούτε λογαριάζει το κακό που έπαθε από τον άλλον. Φυσικά δεν κρατάει κακίες, δεν εκδικείται, αντίθετα συγχωρεί και υπομένει.
  6. 6.Λυπάται με το άδικο και χαίρεται όταν η αλήθεια ακτινοβολεί.
  7. 7.Η αγάπη συγχωρεί τα πάντα και φυσικά δεν διαπομπεύει ούτε οργίζεται. Σκεπάζει τα λάθη, τα άσχημα και τα κακά. Τα αγκαλιάζει και τα δέχεται με υπομονή, πίστη και ελπίδα. Οι δυνάμεις αυτές της αγάπης δε σταματούν πουθενά με τίποτα και για κανέναν λόγο. Ακτινοβολεί προς όλους χωρίς εξαιρέσεις.
  8. 8.Δεν πέφτει η αγάπη, δεν ρευστοποιείται το μέγεθος της. Ούτε μπαίνει σε καλούπια με ποσοστά και μεγέθη. Αντίθετα μένει και μετά τον θάνατο. Όλα θα παύσουν να υπάρχουν ακόμα και χαρίσματα γλωσσών, γνώσεων ή και προφητείες. Αυτή όμως θα στέκει με υπομονή με την αγκαλιά της ανοιχτή αιωνίως. Η ενσαρκωμένη αγάπη ανεβαίνει στον σταυρό και ανασταίνεται για να ακολουθήσουμε κι εμείς αυτή την υπέροχη σχέση.
  9. 9.Σε αυτή τη ζωή η γνώση έχει όρια και ένα μέρος και μέσο αυτής μας αποκαλύπτεται μέσω των θείων μυστηρίων της Εκκλησίας.
  10. 10.
  11. 11.Όπως όταν είσαι νήπιο μιλάς σαν νήπιο και όταν γίνεις άνδρας δεν μιλάς σαν νήπιο αλλά ώριμα, έτσι αναλογικά θα γίνει και στην άλλη ζωή: η αλλαγή, η μεταμόρφωση και η τελειότητα θα μετατραπούν με αρμονία σε τέτοιο βαθμό που θα το θεμελιώσουμε ομαλά. Αυτή είναι η ψυχοσωματική μετοχή στην αγάπη του Χριστού.
  12. 12.Εδώ θα έχουμε ερωτήσεις, μετά τον θάνατο θα πάρουμε απαντήσεις μέσα από το αντίκρισμα της εν Χριστώ αλήθειας. Τώρα βλέπουμε θαμπά με οριοθετημένες κτιστές λογικές. Τότε θα αντικρίσουμε την αλήθεια απροϋπόθετη χωρίς όρους και λογικές. Όπως όταν γνώρισε και ο Παύλος την αλήθεια με τη μεταστροφή του μέσω του Κυρίου μετά από μια προσωπική επαφή μαζί του. Όπως όταν ο εκ γενετής τυφλός αντικρίζει το φως του σαν μια μεγάλη έκπληξη και αποκάλυψη, έτσι θα νιώσουμε κι εμείς τη στιγμή της φανέρωσης του ακτίστου φωτός και της αιωνιότητας του Κυρίου.
  13. 13.Αυτά όμως θα συμβούν στη μέλλουσα ζωή. Στην παρούσα μένουν τρείς: Η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Μεγαλύτερη όμως από αυτές είναι η αγάπη . . .

 

Ένα μέρος αυτής της επιστολής και πιο συγκεκριμένα ένα τμήμα του 13ου κεφαλαίου, είναι και ο ‘’Ύμνος της Αγάπης’’.

Η Επιστολή που απέστειλε ο Απόστολος του Θεού, στην ουσία, ήταν απαντητική, διότι οι Κορίνθιοι, του είχαν αποστείλει επιστολή στην οποία τον ρωτούσαν για να τον συμβουλευτούν, σε θεολογικά θέματα, σχετικά με το μυστήριο του γάμου.

Σύμφωνα λοιπόν, με τον Απόστολο Παύλο και τον συγκεκριμένο Ύμνο, το δώρο ή μάλλον καλύτερα το χάρισμα της Αγάπης, ξεπερνά κάθε άλλη αρετή.

Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι:

- Η Αγάπη είναι η επιθυμία για την καλοσύνη και την ευτυχία.

- Η Αγάπη αποτελεί, ένα ειλικρινές κατόρθωμα του εαυτού μας, αφού από αυτήν αντλούμαι δύναμη για να ξεπεράσουμε τον εγωισμό μας.

Εν ολίγης, σύμφωνα πάντα με τα όσα αναφέρει ο Απόστολος Παύλος στην Επιστολή του, αν δεν έχεις Αγάπη, δεν είσαι και δεν έχεις απολύτως τίποτα!

Το να ζεις σύμφωνα με τα διδάγματα και τις επιταγές του Ευαγγελίου και να μην έχεις Αγάπη, τότε είναι μάταιο.

Πώς θέλεις να ονομάζεσαι Χριστιανός και να μην έχεις Αγάπη μέσα σου; Αφού λες ότι πιστεύεις στον Χριστό... Ποιός είναι ο Χριστός;; Ο Χριστός είναι η Αγάπη!

Άλλωστε ο ίδιος ο Ευαγγελιστής του, είπε: «Ο Θεός Αγάπη εστί».

Ό Ύμνος της Αγάπης έχει τέτοια σημαντική και εξαίρετη θέση ανάμεσα στα εκκλησιαστικά κείμενα που ονομάζεται και ‘’Ύμνος των Ύμνων της Καινής Διαθήκης’’.

Επικοινωνία

Διεύθυνση Μεγάλου Ναού: Δανάης 1, Έγκωμη,
2408, Λευκωσία
Διεύθυνση Μικρού Ναού: Αγίου Νικολάου 1, Έγκωμη, 2408, Λευκωσία
Τηλέφωνο: 22355300
Fax: 22590969
Email: agiosnikolaosengomis

@gmail.com

Announcement

Church of Saint Nicolaos in Engomi is open daily from 8:30 am to 12:00 noon, from 5:00 to 8:00 pm and the hours of Liturgical services. For more information contact us on: agiosnikolaosengomis@gmail.com