Ο Άγιος Μάμας

Ο Άγιος Μάμας

Α. Σημαντικά σημεία της διήγησης:

1.  Η παιδική ηλικία: 1.1. Ο θάνατος των γονιών του

                                     1.2. Η ανατροφή του από την Αμμία – Χαρακτήρας

                                     1.3. Η δράση του στο σχολείο

 

2. Το πρώτο του μαρτύριο: 2.1. Ταβασανιστήρια του από τον αυτοκράτορα

                                           2.2. Η στάση που κρατούσε ο Άγιος κατά τη διάρκεια

                                                      των βασανιστηρίων

                                             2.3. Τα θαύματα που τον προφύλαξαν

 

3. Η ασκητική ζωή του: 3.1. Η ασκητικότητά του

                                      3.2. Τα αγρίμια του δάσους

 

4. Η σύλληψη και το μαρτύριο: 4.1. Η φιλοξενία στους στρατιώτες

                                                  4.2. Το μαρτύριο του Αγίου

                                                  4.3. Η στάση του Αγίου κατά την ώρα του

                                                             μαρτυρίου

 

Β. Εμβάθυνση:

  • Αναφορά στα σημεία που έκαναν εντύπωση στα παιδιά
  • Εστίαση σε δύο κεντρικά σημεία:

α. Η αγάπη και η εμπιστοσύνη που έδειχνε ο άγιος στο Θεό

Τα σημεία της διήγησης απ’ όπου φαίνεται  η αγάπη και η εμπιστοσύνη του αγίου προς το Θεό:

  • ØΤου άρεσε η μελέτη του Ευαγγελίου
  • ØΗ δράση του στο σχολείο
  • ØΗ προσευχή στη ζωή του: όταν πέθανε η Αμμία (οδήγησέ με κατά το θέλημά σου……=> Εμπιστοσύνη στο Θεό ότι θα προνοήσει & Ζητούσε την πρόνοιά Του.)
  • ØΟμολογία μπροστά στον αυτοκράτορα
  • ØΟ Θεός ήταν για τον άγιο πιο πάνω απ’ όλες τις δελεαστικές υποσχέσεις του αυτοκράτορα
  • ØΟ Θεός ήταν πιο πάνω κι απ’ τη ζωή του

=> υπέμενε αγόγγυστα τα βασανιστήρια

=> τα ομολογεί κι ο ίδιος

  • ØΠροσευχή & δοξολογία προς το Θεό κατά την ώρα του μαρτυρίου και μετέπειτα
  • ØΈδειχνε την ευγνωμοσύνη του στο Θεό

 

β. Η πρόνοια του Θεού στη ζωή του αγίου

Τα σημεία απ’ όπου φαίνεται η πρόνοιά Του:

  • ØΗ υιοθεσία του από την Αμμία
  • ØΤα θαύματα κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων
  • ØΤα ζώα του δάσους που έτρεφαν τον άγιο

 

 

Γ. Επέκταση:

  1. 1.Τι σημαίνει η φράση: «Ο Θεός προνοεί για μας»;
  2. 2.Γιατί ο Θεός προνοεί;
  3. 3.Πώς φαίνεται η πρόνοιά Του στη δική μας ζωή;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΓΙΟΣ ΜΑΜΑΣ

Ένας Μάρτυς, υιός Μαρτύρων

 

Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΕΟΡΤΑΖΕΤΑΙ

ΤΗΝ 2α ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

 

«Μάμας ο μέγας ούτος….». Έτσι αρχίζει το εγκωμιαστικό Συναξάρι του από τους πρώτους κιόλας χριστιανικούς αιώνες. Και ήταν και είναι μέγας στην Βασιλεία του Θεού, γιατί ολόκληρος αφέθηκε στον Κύριο και ποτέ δεν τον αρνήθηκε, αλλά θυσιάστηκε πρόθυμα «για του Χριστού την πίστη την αγία».

Είναι θαυμαστός και αξιομίμητος ο βίος του Αγίου Μάμαντος, που έζησε όλα κι όλα δεκαπέντε χρόνια στον μάταιο τούτον κόσμο, με οδηγό και στήριγμά του την ολόψυχη και αδιάκοπη αγάπη, με την ακλόνητη πίστη στον Χριστό, κοντά στον οποίο χαίρεται τώρα και απολαμβάνει τα αιώνια αγαθά. Αξίζει λοιπόν για όλους μας, να σταθούμε και να δούμε τον Βίο και την Πολιτεία του Αγίου Μάμαντος που καταγόταν από την πόλη Γάγγρα της Παφλαγονίας, στη Μικρά Ασία.

Ο λαός μας αγαπά και τιμά ιδιαίτερα τον Άη – Μάμα, όπως τον αποκαλεί, σε πολλά μέρη της χώρας και πιο πολύ στα ανατολικά. Στην Κύπρο μάλιστα υπάρχουν εξήντα ναοί προς τιμή του και ένα ολόκληρο χωριό φέρει το όνομά του. Ανατολίτης είναι λοιπόν ο Άγιος Μάμας, και καθώς είπαμε γεννήθηκε στα βόρεια της Μ. Ασίας, κοντά στον Πόντο, το έτος 260 μ.Χ. όταν στη Ρώμη ήταν αυτοκράτορας ο χριστομάχος Αυρηλιανός. Ο πατέρας του λεγόταν Θεόδοτος και η μητέρα του Ρουφίνα και ήταν και οι δύο τους πιστοί Χριστιανοί. Βοσκός ο πατέρας του, λένε οι Άγιοι βιογράφοι του, ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Από το Συναξάρι του όμως μαθαίνουμε ότι οι γονείς του ήταν αριστοκράτες, πατρίκιοι. Και πνευματικά ήταν πατρίκιοι, αφού πίστευαν ολόκαρδα στον Χριστό και κήρυτταν όσο μπορούσαν το Ευαγγέλιο. Το έργο τους γόνιμο και αποτελεσματικό έφερνε πολλούς στο δρόμο της σωτηρίας. Η δράση τους όμως αυτή γρήγορα έγινε γνωστή και είχε σαν αποτέλεσμα να τους καλέσει σε απολογία ο σκληρός Έπαρχος Αλέξανδρος.

Εκείνοι δεν δίστασαν να ομολογήσουν την αλήθεια και να κηρύξουν για άλλη μια φορά την πίστη τους. Ο Αλέξανδρος θύμωσε αλλά συγκρατήθηκε, γιατί όπως είπαμε ήταν οικογένεια πατρικίων. Έτσι αναγκάστηκε να τους στείλει στον ηγεμόνα της Καισαρείας, τον Φαύστο, ακόμα πιο σκληρό και πιο ασεβή διώκτη των Χριστιανών.

Η διαταγή του ηγεμόνα ήταν να τους κλείσουν και τους δύο στη φυλακή, μολονότι η Ρουφίνα ήταν ήδη έγκυος και περίμενε να γεννήσει. Ο Θεόδοτος μέσα στο δεσμωτήριο σκέφτηκε ότι τον περίμεναν φριχτά βασανιστήρια. Γι’ αυτό και προσευχήθηκε θερμά.

-Κύριε, είπε, βρίσκομαι σε χέρια απίστων και είμαι άνθρωπος αδύναμος. Σε παρακαλώ στήριξε με. Δεν θέλω ποτέ να σε αρνηθώ. Αν εσύ, που είσαι παντογνώστης, βλέπεις τέτοιο κίνδυνο για μένα, τότε θερμά σε παρακαλώ, πάρε από τώρα την ψυχή μου και προστάτεψε την Ρουφίνα και το παιδί, που θα γεννηθεί. Σε παρακαλώ Κύριε…

Άκουσε την προσευχή του ο Πολυέλεος Θεός, που ακούει πάντα όλες τις προσευχές και έστειλε την ίδια νύχτα τους αγγέλους και πήραν την ψυχή του Θεοδότου. Την άλλη μέρα γέννησε η Ρουφίνα τον μονάκριβο γιο της, αλλά δεν θα ζήσει πολύ για να χαρεί την χαρά της μάνας. Εξαντλημένη και ταλαιπωρημένη μέσα στη φυλακή θα παραδώσει την ψυχή της στον Κύριο την ώρα που προσευχόταν για το νεογέννητο παιδί της. Έτσι ο Άγιος βρέθηκε από την πρώτη μέρα της ζωής του μόνος και αβοήθητος, ανάμεσα στα νεκρά σώματα των γονέων του και με μόνο προστάτη τον Θεό!

Μια καλή χριστιανή της περιοχής, που την έλεγαν Αμμία, πήρε και υιοθέτησε το νεογέννητο βρέφος, ενώ τα λείψανα των δύο Μαρτύρων τα έθαψε στον κήπο της.

Ο μικρός μόλις άρχισε να μιλά, φώναζε την Αμμία σαν μητέρα του, με την επίκληση «μάμα», γι αυτό και εκείνη τον βάφτισε με το όνομα «Μάμας». Υπάρχει επίσης μια παράδοση ότι ο Άγιος είχε μείνει άφωνος μέχρι τα πέντε του χρόνια και όταν πρωτομίλησε είπε την λέξη «μάμα» και γι αυτό ονομάστηκε Μάμας.

Η ευσεβής Αμμία τον έστειλε στο σχολείο για να μορφωθεί και ο μικρός μαθητής έγινε ο καλύτερος από όλους στη μάθηση και την εργατικότητα. Παράλληλα η θετή του μητέρα φρόντιζε και για την χριστιανική του μόρφωση και ο Μάμας έδειχνε μια ιδιαίτερη κλήση προς τα ιερά γράμματα και την μελέτη του Ευαγγελίου. Στο σχολείο δίδασκε και τα άλλα παιδιά. Ο ηγεμόνας ήθελε να του κάνει κακό για τη δράση του στο σχολείο, αλλά δεν μπορούσε γιατί η Αμμία καταγόταν από πλούσια οικογένεια.

Σε ηλικία δεκαπέντε ετών ο Μάμας συγκλονίζεται από τον θάνατο της Αμμίας, που την κληρονόμησε. Δεν έχασε όμως το θάρρος του και την πίστη του. Γονάτισε μπροστά στον Εσταυρωμένο και προσευχήθηκε:

-Χριστέ μου, είπε, δεν έχω κανένα δικό μου άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο. Είμαι μόνος και αδύναμος. Εσύ προστάτευσε με σε όλα. Σε σένα παραδίνω την ζωή που μου χάρισες. Οδήγησέ με όπως εσύ θέλεις, κατά το πανάγιο και σωτήριο θέλημά σου…

Την εποχή εκείνη ηγεμόνας της περιοχής, μετά τον Φαύστο, είχε γίνει ο φοβερός ειδωλολάτρης Δημόκριτος, ο οποίος αφού έμαθε ότι ο Μάμας ήταν χριστιανός και παρακινούσε και άλλους να γίνουν χριστιανοί, τον κάλεσε να παρουσιασθεί ενώπιόν του.

-Είναι αλήθεια ότι είσαι Χριστιανός και δεν θυσιάζεις στους θεούς μας; τον ρώτησε.

-Ναι είμαι Χριστιανός και θα προσπαθώ πάντα να κάνω και τους άλλους χριστιανούς, με τη βοήθεια του Κυρίου μου, ήταν η απάντηση.

Ο Δημόκριτος θύμωσε και διέταξε τους δήμιους να τον αναγκάσουν να θυσιάσει στο βωμό του θεού Σεράπιδος, που υπήρχε στην πόλη. Ο Μάμας δεν φοβήθηκε τις απειλές του ηγεμόνα και επικαλέσθηκε το δικαίωμα που είχε σαν πατρίκιος (αριστοκράτης) να δικασθεί μόνο από τον αυτοκράτορα. Έτσι ο Δημόκριτος αναγκάστηκε να τον στείλει υπό συνοδεία και μαζί με γραπτή αναφορά στον αυτοκράτορα.

Ο Αυρηλιανός, παρά τον άγριο χαρακτήρα του, προσπάθησε στην αρχή να τον καλοπιάσει και να τον δελεάσει με υποσχέσεις, γιατί ο Άγιος ήταν πολύ νέος. Ο Μάμας όμως απάντησε αγέρωχα:

-Δεν πρόκειται να θυσιάσω στα άψυχα είδωλα, που λατρεύετε εσείς, είπε. Και απορώ αληθινά, πώς δεν καταλαβαίνετε ότι είναι ανόητο να τιμάτε τα ξόανα αυτά. Άδικα λοιπόν με καλοπιάνεις με τα λόγια και με φοβερίζεις αν δεν υπακούσω. Μάθε λοιπόν, Αυρηλιανέ, ότι δεν θα υπακούσω και δεν θα θυσιάσω στους ψευτοθεούς σου. Και δεν φοβάμαι τα βασανιστήρια σου, γιατί είναι τιμή μεγάλη και αληθινό κέρδος να πεθάνω για το Χριστό. Είναι η μεγαλύτερη ευεργεσία για μένα!

Ο αυτοκράτορας θαύμαζε και απορούσε με το θάρρος και τα λόγια του νεαρού Μάμα. Ταυτόχρονα όμως αγρίεψε για την απάθεια του δεκαπεντάχρονου Χριστιανού και διέταξε να τον δείρουν σκληρά. Η διαταγή του άρχισε να εκτελείται αμέσως. Το νεαρό σώμα του Μάρτυρος τιναζόταν από τους πόνους και έτρεχαν αίματα από τις πληγές, αλλά ο Μάμας δεν παραπονιόταν. Υπέμενε καρτερικά τα βασανιστήριά του.

-Πες έστω και με τα λόγια ότι θυσιάζεις στους θεούς μου, είπε ο Αυρηλιανός, και θα σε ελευθερώσω αμέσως.

-Ποτέ, ποτέ, ήταν η απάντηση. Ούτε με τα λόγια, ούτε με τα έργα. Δεν θα αρνηθώ ποτέ τον Βασιλέα μου Χριστό, όσο κι αν με βασανίσεις. Κάθε πληγή που μου κάνεις στο κορμί μου, τόσο πιο πολύ με ενώνεις με τον Κύριο μου!

Πεισμάτωσε πιο πολύ και ο αυτοκράτορας και διέταξε να γυμνώσουν τελείως τον Μάρτυρα και να τον καίνε με φλόγες σε όλο του το κορμί. Οι δήμιοι εκτέλεσαν και πάλι αμέσως τη διαταγή, αλλά η χάρις του Θεού προστάτευε το σώμα του Αγίου και οι φλόγες το άφηναν άθικτο.

Το θαύμα αυτό έδωσε νέο κουράγιο στον Μάμα και περισσότερο θυμό στον δαιμονισμένο Αυρηλιανό, που ούρλιαξε και είπε να χτυπούν τον Άγιο με ξύλα και πέτρες. Μάταια όμως και αυτά τα βασανιστήρια. Ο Μάμας αντί να λυγίσει, δόξαζε το Θεό, για τη βοήθεια που του έδινε και ήταν μια σκηνή με μοναδικό μεγαλείο. Γιατί ένα αμούστακο παιδί, που το έδερναν αλύπητα δέκα γεροδεμένοι άντρες, χωρίς εκείνο να αντιστέκεται και να κλαίει, είχε την ψυχική δύναμη, που δίνει η αληθινή πίστη να ψέλνει, και να υμνεί τον Κύριο Ιησού Χριστό, με δυνατή φωνή! Ω, των θυμασίων σου, Χριστέ μου!

Η τελευταία εντολή του αυτοκράτορα ήταν να δέσουν στον λαιμό του Μάρτυρα μια μεγάλη σιδερένια μπάλα και να τον ρίξουν βαθειά στη θάλασσα. Στον δρόμο που πήγαιναν όμως, Άγγελος Κυρίου, τους σταμάτησε και απελευθέρωσε τον Μάρτυρα από τα χέρια των στρατιωτών που τον συνόδευαν. Ύστερα ο Άγγελος του είπε να ανεβεί στο ψηλό βουνό της Καισαρείας και να μείνει εκεί. Ο Μάμας υπάκουσε με χαρά και το πνεύμα του ένοιωθε την αγαλλίαση που δίνει πάντα ο λόγος του Θεού.

Έφτιαξε λοιπόν μια μικρή καλύβα, σε μια βραχοσπηλιά και εκεί έμενε και προσευχόταν και δόξαζε τον Θεό, που τόσο πολύ τον προστάτευε. Και εκεί μέσα στην ησυχία, την προσευχή και την αγιότητα έρχονταν τα αγρίμια του βουνού και έκαναν συντροφιά στον Άγιο και με αγγελική απλότητα τα άρμεγε και με το γάλα τους έκανε τυρί, που ήταν η τροφή του, μαζί με τα χόρτα. Με αυτά ζούσε και όσο τυρί του περίσσευε το μοίραζε στους φτωχούς όταν κατέβαινε στην Καισάρεια. Γι’ αυτόν τον λόγο και οι βοσκοί έχουν για προστάτη τους τον Άγιο Μάμα και οι αγιογράφοι τον εικονίζουν πάντα με ένα μικρό ελαφάκι στην αγκαλιά.

Πολύ γρήγορα η φήμη για τον Άγιο κυκλοφόρησε στην περιοχή και ο διοικητής της Καισάρειας έστειλε στρατιώτες να τον βρουν και να τον φέρουν στην πόλη. Ο Μάμας φωτιζόμενος από τη χάρη του Θεού βγήκε ο ίδιος να τους προϋπαντήσει και εκείνοι όταν τον είδαν ρώτησαν:

-Μήπως γνωρίζεις, πού βρίσκεται ο ασκητής Μάμας;

-Μείνετε να αναπαυθείτε λίγο και θα σας δείξω τον άνθρωπο, που ζητάτε, τους είπε.

Εκείνοι κατέβηκαν από τα άλογά τους και δέχθηκαν την λιτή φιλοξενία του, με ό,τι βρισκόταν στην καλύβα του. Την ίδια ώρα όμως άρχισαν να έρχονται, κατά τη συνήθεια τους, και τα άγρια ζώα για να τα αρμέξει ο Άγιος. Οι στρατιώτες όμως φοβήθηκαν και ζήτησαν τη βοήθεια του νεαρού Μάμα. Είχαν καταλάβει ότι αυτός ήταν ο ασκητής που ζητούσαν και λυπήθηκαν γιατί τον είχαν συμπαθήσει.

-Μη φοβάστε καθόλου, τους είπε. Με τη χάρη του Χριστού τα ζώα δεν θα σας πειράξουν. Και μάθετε ακόμα ότι εγώ είμαι εκείνος, που ζητάτε να βρείτε. Πηγαίνετε όμως στην πόλη κι όταν τελειώσω το άρμεγμα θα ‘ρθω να σας βρω εκεί.

Η παράδοση λέει ότι ήθελε να καθυστερήσει λίγο ο άγιος για να αποχαιρετήσει τα ζώα του. Καθώς προχωρούσαν, οι στρατιώτες μπροστά και ο άγιος Μάμας πίσω, είδε ένα άγριο λιοντάρι να κυνηγά ένα αρνάκι. Ο Άγιος Μάμας του θύμωσε, πήρε το αρνί στην αγκαλιά του και ανέβηκε στην πλάτη του λιονταριού για να πάνε στο ηγεμόνα.

Σε λίγο συνάντησε τους στρατιώτες στην άκρη της πόλεως κι εκείνοι τον οδήγησαν στο διοικητή τους που τον έλεγαν Αλέξανδρο.

-Εσύ είσαι ο περιβόητος μάγος Μάμας; τον ρώτησε.

-Όχι, εγώ είμαι ο δούλος του Χριστού Μάμας και μόνο στον Χριστό πιστεύω και με το δικό του έλεος ζω πάνω στο βουνό.

-Και πώς ημερώνεις τα άγρια ζώα και τα κάνεις ό,τι θέλεις;

-Τα ζώα σέβονται τον Θεό και υποτάσσονται στο θέλημα του το άγιο και ας μην έχουν μυαλό. Εσείς, που έχετε νου και βλέπετε τόσα θαύματα στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, γιατί δεν πιστεύετε και δεν τον δοξάζετε;

Θύμωσε πολύ ο Αλέξανδρος και διέταξε τους στρατιώτες να τον κρεμάσουν και να σκίσουν τις σάρκες του Μάμα. Το μαρτύριο αυτό ήταν φοβερό, αλλά ο Άγιος το υπέμενε με καρτερία. Οι πόνοι ήταν αβάσταχτοι. Τότε ακούστηκε από τον ουρανό μια φωνή, που ενίσχυσε τον Μάμα την κρίσιμη εκείνη ώρα. Και την φωνή αυτή την άκουσαν και πολλοί Χριστιανοί, που παρακολουθούσαν τα βασανιστήρια.

Από την άλλη μεριά ο τύραννος, που έβλεπε τον Μάμα να μένει ακλόνητος στην πίστη του και να μη λυγίζει, διέταξε να τον ρίξουν στην φυλακή, μήπως και αλλάξει γνώμη. Εκεί όμως ο Άγιος, κλεισμένος μαζί με άλλους σαράντα χριστιανούς, θα προσευχηθεί θερμά στον Θεό και θαυματουργικά θα λυθούν τα βαριά δεσμά τους, θα ανοίξουν οι πόρτες της φυλακής και θα φύγουν χωρίς κανείς να τους εμποδίσει. Εκείνος όμως θα μείνει μόνος και Άγγελος Κυρίου θα του συμπαραστέκεται και θα τον ενισχύει.

Στο διάστημα αυτό οι δήμιοι, με εντολή του Αλέξανδρου, καίνε ένα φοβερό καμίνι και εκεί θα ρίξουν τον Μάμα για να καεί. Εκείνος πάλι δεν αρνείται τον Χριστό και βγαίνει από το καμίνι σώος και αβλαβής, χωρίς να πάθει το παραμικρό. Η θεία χάρις τον σκεπάζει και τον προστατεύει κι εκείνος ψέλνει συνεχώς και προσεύχεται και δοξάζει τον Κύριο:

-Δόξα εν υψίστοις Θεώ…

Το νέο και μεγάλο αυτό θαύμα δεν συνετίζει τον Αλέξανδρο, που γίνεται θηρίο από τον θυμό του και κατηγορεί τον Μάμα σαν μάγο και δίνει εντολή να τον ρίξουν στα άγρια και πεινασμένα θηρία, που τα είχαν μέσα στα κλουβιά. Στην αρχή τα θηρία όρμησαν με μανία να κατασπαράξουν τον Μάμα, αλλά μόλις φθάνουν κοντά του, σκύβουν και τον προσκυνούν, γονατίζουν μπροστά στα πόδια του και κουνούν χαρούμενα την ουρά τους. Τότε ο άπιστος διοικητής απελπίστηκε και ντροπιασμένος έδωσε την διαταγή να τον βγάλει ένας στρατιώτης από την πόλη και να τον σκοτώσει.

Με τα χέρια δεμένα, αλλά χαρούμενος και προσευχόμενος βάδιζε ο Άγιος μαζί με τον στρατιώτη. Βγήκαν από την πόλη και όταν έφθασαν σε μια ερημιά ο στρατιώτης κάρφωσε με δύναμη το ακόντιό του στην κοιλιά του Μάμα. Ύστερα το τράβηξε κι έφυγε σίγουρος για το τέλος του Μάρτυρος, που είχε δεχθεί το θανάσιμο χτύπημα. Εκείνος κράτησε με τα χέρια του τα ίδια του τα σπλάχνα και προχώρησε αρκετά μέτρα για να μπει σε μια σπηλιά, που βρισκόταν εκεί κοντά. Γονάτισε ο αξιομακάριστος και προσευχήθηκε θερμά και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο των Δυνάμεων. Ήταν η δεύτερη μέρα του μηνός Σεπτεμβρίου. Γι’ αυτό και η Αγία Εκκλησία μας κάθε χρόνο την ίδια μέρα τιμά την μνήμη του, με ύμνους και μεγαλυνάρια, όπως τα ακόλουθα:

 

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Ήχος Γ΄

(Προσόμοιον «Θείας πίστεως»)

«Θεῖον βλάστημα, Μαρτυρῶν πελῶν, ἠκολούθησας, ἀσχέτω ποθῶ, τοῖς ἐνθεοις ἀληθῶς τούτων ἰχνεσι• καί τοῦ Σωτῆρος κηρυξας τό ὄνομα, ἐθαυμαστωθης σοφέ δί' ἀθλήσεως. Μάμα ἔνδοξε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρησασθε ἠμιν τό μέγα ἔλεος»

ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ Ήχος Γ΄

(Προσόμοιον: «Η Παρθένος σήμερα»)

Ἐν τῇ ράβδῳ Ἅγιε, τῇ ἐκ Θεοῦ σοι δοθείσῃ, τὸν λαόν σου ποίμανον, ἐπὶ νομὰς ζωηφόρους· θήρας δέ, τοὺς ἀοράτους καὶ ἀνημέρους, σύντριψον, ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν σὲ ὑμνούντων, ὅτι πάντες οἱ ἐν κινδύνοις, προστάτην Μάμα, θερμόν σε κεκτήμεθα.

Επικοινωνία

Διεύθυνση Μεγάλου Ναού: Δανάης 1, Έγκωμη,
2408, Λευκωσία
Διεύθυνση Μικρού Ναού: Αγίου Νικολάου 1, Έγκωμη, 2408, Λευκωσία
Τηλέφωνο: 22355300
Fax: 22590969
Email: agiosnikolaosengomis

@gmail.com

Announcement

Church of Saint Nicolaos in Engomi is open daily from 8:30 am to 12:00 noon, from 5:00 to 8:00 pm and the hours of Liturgical services. For more information contact us on: agiosnikolaosengomis@gmail.com