Γνωριμία με ένα σύγχρονο γέροντα - Γέροντας Παΐσιος

Γνωριμία με ένα σύγχρονο γέροντα

Ο Γέροντας Παΐσιος

Εισαγωγή:

Ο άνθρωπος που αγαπά τον Θεό με όλη του τη δύναμη, παίρνει πλούσια τη Χάρη του και γίνεται κατοικητήριο του Αγ. Πνεύματος. Η ζωή του τότε γεμίζει από θαυμαστά περιστατικά και ο άνθρωπος εξαγιάζεται.

 

Βιογραφικά στοιχεία:

Δίνονται αρκετά στοιχεία από τη ζωή του γέροντα Παΐσιου και ο κατηχητής επιλέγει ποια θα αναφέρει στα παιδιά. Έμφαση να δοθεί στα περιστατικά που ακολουθούν:

 

Περιστατικό 1 και 2 Α+Β

Έμφαση

Þ   Η ζωή του Γέροντα ήταν γεμάτη από εμφανή θαύματα. Είχε άμεση επικοινωνία με το Χριστό και την Παναγία λόγω της μεγάλης του ταπείνωσης και πίστης. Έχοντας λοιπόν δυνατή πίστη ζεις κάτω από τη θαυμαστή ενέργεια του Αγ. Πνεύματος.

 

Περιστατικό 3 και 4

Έμφαση

Þ   Με την πίστη και την έντονη προσευχή του ο Γέροντας έκανε θαύματα γιατί το Αγ. Πνεύμα ενεργούσε μέσω αυτού. Ακόμη με το δικό του παράδειγμα, πολλοί μεταμορφώνονταν, άλλαζαν τρόπο ζωής.

 


 

Βιογραφικά στοιχεία του γέροντα Παϊσίου

Ο Γέρων Παΐσιος, κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου του 1924, ανήμερα της Αγίας Άννης, από γονείς ευσεβείς. Τον πατέρα του τον έλεγαν Πρόδρομο και ήταν πρόεδρος των Φαράσων. Τον χαρακτήριζε η αγάπη και η αφοσίωση προς τον Άγιο Αρσένιο, τον Χατζηεφέντη, και ο πατριωτισμός, χάρη του οποίου κινδύνεψε πολλές φορές η ζωή του από τους άγριους Τσέτες, τη μόνιμη απειλή των Φαράσων. Είχε επίσης, όπως ήδη είπαμε, πολλή ευλάβεια στον Άγιο Αρσένιο και όποιο θαύμα του έβλεπε ή άκουγε το έγραφε σε ένα τετράδιο, για να το έχει να βοηθιέται και αυτός και τα παιδιά του. Η μητέρα του Γέροντα ονομαζόταν Ευλαμπία. Ο Γέροντας είχε κι εννέα αδέλφια κατά σάρκα.

Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια βδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης βάφτισε όλα τα παιδιά που ήταν αβάφτιστα. Ο Πρόδρομος Εζνεπίδης πήγε το δικό του γιο (τον Γέροντα) στον Άγιο, για να τον βαφτίσει. Άρχισε το μυστήριο και όταν έφθασε η ώρα για να πουν ποιο θα είναι το όνομα του παιδιού, ο Πρόδρομος είπε, όπως είναι συνήθεια, το όνομα του παππού του παιδιού, δηλαδή Χρήστος. Ο πατήρ Αρσένιος όμως δεν δέχτηκε το όνομα, διότι ήθελε σ’ αυτό το συγκεκριμένο παιδί να δώσει το δικό του όνομα. Γι’ αυτό είπε στους γονείς: «Εσείς, καλά, θέλετε να αφήσετε άνθρωπο στο πόδι του παππού, εγώ δεν θέλω να αφήσω καλόγερο στο πόδι μου»; Γυρίζει τότε προς τη νονά και της λέει: «Αρσένιο, να πεις!» ο Άγιος Αρσένιος, με το προορατικό χάρισμα, που ήταν προικισμένος από τον Θεό, προέβλεψε την κλήση του Γέροντα, ο οποίος εκ κοιλίας μητρός- όπως αποδείχτηκε- ήταν ετοιμασμένος ως σκεύος εκλογής του Αγίου Πνεύματος.

Ο μικρός Αρσένιος (ο Γέροντας) ζούσε έχοντας μεγάλη αγάπη στο Χριστό και στην Παναγία μας και είχε πολύ μεγάλο πόθο να γίνει μοναχός. Οι γονείς του, του έλεγαν ότι μόνο όταν βάλει γένια θα τον αφήσουν να πάει να γίνει μοναχός και αστειευόμενοι πρόσθεταν ότι ο τρόπος για να βγουν γρήγορα τα γένια, ήταν να χτενίζει τα μάγουλά του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ματώνει τα μάγουλα του ο μικρός Αρσένιος από το συνεχές χτένισμα! Πολύ επίσης του άρεσε να πηγαίνει στο δάσος όπου, κρατώντας ένα ξύλινο σταυρό, που είχε φτιάξει μόνος του, προσευχόταν.

Το 1945 ο Αρσένιος κατατάχτηκε στο στρατό. Εκεί διακρίθηκε για το ήθος και τη γενναιότητά του. Πάντα ζητούσε να πηγαίνει στην πρώτη γραμμή και στις πιο επικίνδυνες θέσεις, προτιμώντας έτσι να βρίσκεται εκείνος σε κίνδυνο και όχι κάποιος άλλος. Πολλές φορές σ’ αυτούς που ήταν παντρεμένοι και είχαν παιδιά έλεγε να περνούν στα μετόπισθεν παίρνοντας εκείνος τη θέση τους. Έλεγε χαρακτηριστικά «εσείς έχετε γυναίκα και παιδιά που σας περιμένουν, ενώ εγώ είμαι ελεύθερος». (Αν και, όπως έλεγε ο Γέροντας, οικογενειάρχες με πολλές υποχρεώσεις μάλωναν μεταξύ τους ποιος θα πρωτοπάει στην πρώτη γραμμή).

Πάρα πολλές φορές κινδύνεψε να σκοτωθεί ο ίδιος, για να γλυτώσει κάποιος άλλος συστρατιώτης του. Το μεγαλύτερο διάστημα της θητείας του υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Πήρε το απολυτήριό του από το στρατό το 1949 με διαγωγή «εξαίρετο».

Μετά το τέλος της θητείας του έφυγε για το Άγιο Όρος, γιατί είχε αποφασίσει να μονάσει εκεί. Το 1954 έγινε η τελετή της «ρασοευχής» και πήρε το όνομα Αβέρκιος. Ο νεαρός Αβέρκιος επέδειξε μεγάλο ζήλο στην υπακοή. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλες τις «παγκοινιές», που γίνονταν, προσπαθούσε να μείνει μόνος και, χωρίς να τον αντιλαμβάνονται οι άλλοι, να εύχεται (προσεύχεται). Όταν π.χ., μάζευαν ελιές, πάντα εκείνος πήγαινε εκατό μέτρα μακρύτερα κι εκεί δούλευε πάντα εντατικά, ενώ ήταν συγχρόνως σε περισυλλογή.

Μελετούσε πολύ τους βίους των Αγίων μας, το Γεροντικό και τον Αββά Ισαάκ, τον οποίο ποτέ δεν αποχωριζόταν και στον ύπνο του ακόμα τον είχε κάτω από το μαξιλάρι του.

Όταν ο νεαρός Αβέρκιος τέλειωνε το διακόνημά του, δεν πήγαινε να ξεκουραστεί στο κελί του, αλλά βοηθούσε τους άλλους αδελφούς, για να τελειώσουν γρηγορότερα τις δικές τους δουλειές, γιατί δεν μπορούσε να αισθάνεται ότι αυτός απολάμβανε την ησυχία του κελιού του, ενώ κάποιοι άλλοι αδελφοί «παιδευόντουσαν» μέχρι αργά. Πάντα όμως πρόσεχε να βοηθά τους αδύνατους κι όχι αυτούς, που όπως έλεγε, είχαν σαν τυπικό συνέχεια ν’ ανοίγουν ανώφελες δουλειές. Αγαπούσε πολύ όλους τους πατέρες, χωρίς να κάνει διακρίσεις, και σε όλους υπάκουε και ταπείνωνε τον εαυτό του, βάζοντας τον κάτω από όλους.

 

Ε. Οι ασθένειες του Γέροντα

Τα σοβαρά προβλήματα της υγείας του Γέροντα είχαν αρχίσει από το 1966. Ο Γέροντας, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, έπασχε από νόσημα του αναπνευστικού συστήματος, το οποίο τον κούραζε πολύ, λόγω των συχνών πυρετών, του έντονου βήχα και της πολλής απόχρεμψης. Οι γιατροί στους οποίους απευθύνθηκε διέγνωσαν, εσφαλμένα όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, την ύπαρξη φυματίωσης. Αναγκάστηκε έτσι ο Γέροντας να παίρνει «με τη χούφτα», όπως ο ίδιος έλεγε, τα αντιφυματικά φάρμακα, για ενάμισι χρόνο, τα οποία όμως τον έκαναν να κουράζεται πολύ, από τις σοβαρές παρενέργειες που του προκαλούσαν.

 

Στ. Η τελευταία ασθένεια του Γέροντα

Από το 1988 περίπου άρχισε ο Γέροντας να έχει πρόσθετα προβλήματα με το έντερό του. Είχε αρχικά, πολύ συχνά διάρροια, η οποία δεν σταματούσε μ’ ότι κι αν έκανε. Οι γιατροί του έκαναν διάφορες συστάσεις, να τρώει ρύζι «λαπά» για λίγο καιρό, να πίνει τσάι ευρωπαϊκό κλπ. η διάρροια όμως δεν σταματούσε. Τότε ο Γέροντας άρχισε να υποψιάζεται ότι έπρεπε να τον πειράζει κάτι που το χρησιμοποιούσε καθημερινά και ότι ενδεχομένως αυτό ήταν το νερό. Αποφάσισε λοιπόν μια μέρα να πάει να ελέγξει την πηγή, από την οποία έπαιρνε νερό με το λάστιχο (το κελί του Γέροντα δεν είχε δικό του νερό και προσπαθούσε από δω και από εκεί να εξοικονομήσει το λίγο νερό που ήθελε για τον εαυτό του και τους προσκυνητές. Τελευταία όμως του είχε δώσει μια μικρή πηγή ο π. Χρύσανθος). Όταν πήγε στην πηγή, διαπίστωσε ότι δεν ήταν καθαρή. Όταν καθάρισε ο Γέροντας την πηγή, σταμάτησε μετά από λίγες μέρες η διάρροια.

Μετά από λίγο καιρό άρχισε να έχει μικρή αιμορραγία από το έντερο, η οποία σταδιακά αυξανόταν και γινόταν όλο και πιο συχνή. Παρ’ όλες τις υποδείξεις γνωστών του γιατρών ο Γέροντας δεν ήθελε να βγει «έξω» για εξετάσεις. Οι γιατροί που πήγαιναν να τον δουν, επειδή δεν άφηνε να τον εξετάσουν, υπέθεταν διάφορα. Άλλος έλεγε ότι είχε αιμορροΐδες, άλλος κολίτιδα, άλλος όγκο, άλλος ότι είχε πολύποδα κλπ. Όλοι του έδιναν συμβουλές διαφορετικές, που όμως ο Γέροντας δεν εκτελούσε και επειδή έβλεπε ότι οι γνώμες των γιατρών διέφεραν, αλλά και επειδή είχε κακή εμπειρία των παρενεργειών των φαρμάκων.

Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1993 ήταν πολύ δύσκολη περίοδος για τον Γέροντα. Νήστευε αυστηρά και έτσι εξαντλήθηκαν σύντομα οι δυνάμεις του. Όλη τη νύχτα δεν μπορούσε να ξεκουραστεί λόγω του έντονου πόνου και των συχνών αιμορραγικών κενώσεων. Την ημέρα ερχόντουσαν οι προσκυνητές και παρ’ όλο που τους έλεγε ότι είναι πολύ άρρωστος, πολλοί επέμεναν να τον δουν. Παρ’ όλη την εξάντληση που είχε, η οποία έφθανε μέχρι λιποθυμίας, υποχωρούσε και δεν σταματούσε να μαζεύει τον πόνο των άλλων ξεχνώντας την κατάσταση της δικής του υγείας.

Η κατάσταση της υγείας του Γέροντα επιδεινωνόταν όσο προχωρούσαν οι μήνες. Παρ’ όλο το μαρτύριο που περνούσε, ήταν ήρεμος και το μόνο που πρόφεραν τα χείλη του ήταν «γλυκιά μου Παναγιά». Στις 11:00 π.μ. ημέρα Τρίτη, τη 12η Ιουλίου, παρέδωσε ο Γέροντας την οσία ψυχή του ήρεμα και ταπεινά στον Κύριο, τον Οποίο τόσο αγάπησε και υπηρέτησε από τη νεαρή του ηλικία. Ο Γέροντας κοιμήθηκε και ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.

 

Παραδείγματα από τη ζωή του Γέροντα Παΐσιου

  1. 1.

Όταν ο Γέροντας βρισκόταν ακόμη στο κελί του Τιμίου Σταυρού, μια βραδιά, καθώς έλεγε την ευχή, είδε ξαφνικά να αφαιρείται η οροφή του κελιού του και επάνω, ολοκάθαρα, έβλεπε τον Κύριο. Το πρόσωπό του είχε τόση λαμπρότητα που δυσκολευόταν να το κοιτάξει και απορούσε, πως βρέθηκαν κάποτε μερικοί που μπόρεσαν να φτύσουν αυτό το πρόσωπο.

Μετά την θεωρία αυτή ο Γέροντας έδωσε οδηγίες στις αδελφές, που αγιογραφούσαν στο Ι. Ησυχαστήριο του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου, ώστε να αγιογραφήσουν πιστά τον Κύριο, όσο ήταν δυνατόν κατ’ άνθρωπον κι εκείνος τις καθοδηγούσε μάλιστα κατά την αγιογράφηση της εικόνας Του.

Ο Γέροντας μάλιστα έλεγε ότι το πρόσωπο του Κυρίου και της Παναγιάς μας έχει το χρώμα του όψιμου σιταριού.

 

 

 

Ο Γέροντας από νωρίς είχε ανοίξει, ο ίδιος, τον τάφο του, στο κελί του «Παναγούδα», και στο νου του πάντα είχε την ημέρα της εξόδου του από αυτήν εδώ τη μάταιη ζωή.

Ο ίδιος, λόγω της βαθειάς ταπεινοφροσύνης που τον διέκρινε, αισθανόταν πάντα ανέτοιμος γι’ αυτό το μεγάλο ταξίδι. Ένα όραμα όμως, που είδε, τον χαροποίησε.

Ενώ προσευχόταν, είδε ότι βρισκόταν σ’ ένα μέρος, που έμοιαζε με αεροδρόμιο, και από εκεί αναχωρούσαν για το ταξίδι προς τον ουρανό. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι εκεί, καθώς και κάποιοι που ήταν διορισμένοι για να ελέγχουν ποιοι είχαν διαβατήριο και εισιτήριο για να περάσουν και άλλους τους άφηναν να περάσουν, ενώ άλλους δεν τους άφηναν. Όταν ο Γέροντας έφθασε μπροστά τους και ήρθε η σειρά του, δεν είχε τα απαραίτητα χαρτιά. Τότε εμφανίστηκε η Παναγία, ντυμένη σαν βασίλισσα στα χρυσά. Η μορφή της ήταν σε όλα ίδια μ’ εκείνη της θαυματουργού εικόνας της Παναγίας της Ιεροσολυμίτισσας. Τότε εκείνη είπε στους ελεγκτές:

- Αυτός είναι δούλος δικός μου. Αφήστε τον να περάσει, τα χαρτιά του τα έχω εγώ ετοιμάσει.

Και τα έβγαλε μέσα από το Μαφόριό Της και αφού τα έδειξε, τα ξανατοποθέτησε πάλι εκεί. Έτσι άφησαν τον Γέροντα να περάσει.

Ο Γέροντας άλλη φορά μας είπε:

-Η Παναγία μας πολύ μοιάζει με την εικόνα της Παναγίας της Ιεροσολυμίτισσας, είναι εντελώς ίδια! Την έχω δει αρκετές φορές και δεν γνωρίζω άλλη εικόνα, που να της μοιάζει τόσο πολύ.

 

 

Άλλη μια φορά, ενώ ο Γέροντας ευχόταν κατά τη συνήθειά του κάνοντας κομποσκοίνι, είχε θεία επίσκεψη. Ενώ βρισκόταν στο κελί του και ευχόταν, ξαφνικά άκουσε στο διάδρομο κάτι σαν περπατήματα. Πήγε στην πόρτα του κελιού του και κοίταξε στο διάδρομο που βλέπει προς την εκκλησία. Αντίκρισε τότε την Παναγία μας, η οποία περπατούσε σαν Βασίλισσα, όπως ο Γέροντας έλεγε, και όλα επάνω της είχαν ανείπωτη βασιλική αρχοντιά. Όταν εκείνη έφτασε μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας, έστριψε και κατευθύνθηκε προς τα μέσα. Πίσω της ακολουθούσε ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Αφού μπήκαν και οι δύο στο εκκλησάκι, χάθηκαν αφήνοντας εκεί μέσα ένα γαλαζόλευκο φως (το Άκτιστο Φως), το οποίο έμεινε για λίγη ώρα και μετά σιγά - σιγά διαλύθηκε. Η ψυχή του Γέροντα πλημμύρισε τότε από ευγνωμοσύνη και ταπεινοφροσύνη. Έκλαιγε που η Παναγία μας τον επισκέφθηκε, αν και ο ίδιος αισθανόταν και έλεγε ότι ήταν ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος στον κόσμο.

 

 

3

Ο πατήρ Χ., ο πνευματικός από το Αγρίνιο, μαζί με τον κ. Δημήτρη Μ. επισκέφτηκαν τον Γέροντα. Ο πατήρ Χ. από ευλάβεια, ζήτησε από το Γέροντα να του δώσει κάτι δικό του για ευλογία. Ο Γέροντας του έδωσε το ράσο του. Τότε ζήτησε κι ο κ. Δημήτρης να του δώσει κάτι ο Γέροντας κι εκείνος του έδωσε μια μάλλινη, εσωτερική φανέλα, που φορούσε.

Η γυναίκα του κ. Δημήτρη είχε ένα πρόβλημα με την υγεία της. Είχε εμφανιστεί σε όλο της το σώμα εξάνθημα, μεγάλα σπυριά σαν στραγάλια κι είχε αφόρητη φαγούρα και πόνους. Η στενοχώρια που ένιωθε γι’ αυτή την κατάσταση δεν περιγράφεται.

Ο κ. Δημήτρης την είχε πάει σε πολλούς γιατρούς, κανένας όμως δεν μπόρεσε να βρει την αιτία από την οποία είχε προκληθεί η ασθένεια, με συνέπεια να μην μπορούν να της δώσουν την ανάλογη θεραπεία. Η κατάσταση χειροτέρευε και ο κ. Δημήτρης λυπόταν πάρα πολύ για την αγαπημένη του σύζυγο, που υπέφερε τόσο πολύ και δεν μπορούσε να την βοηθήσει.

Μια μέρα που η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και η άρρωστη ξυνόταν απεγνωσμένα, ο κ. Δημήτρης θυμήθηκε τη φανέλα που του είχε δώσει ο Γέροντας. Πήγε, την πήρε και την έδωσε στη γυναίκα του για να τη φορέσει.

Η ευλαβής σύζυγος του τη φόρεσε και κατά περίεργο τρόπο άρχισε να νυστάζει. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και την έπιασε ένας πολύ βαθύς ύπνος. Ξύπνησε μετά από αρκετές ώρες και διαπίστωσε η ίδια και ο σύζυγός της, ότι δεν είχε πλέον ίχνος από τα σπυριά εκείνα, ούτε φαγούρα. Όλα είχαν εξαφανιστεί. Και δεν ενοχλήθηκε πλέον από αυτήν την ασθένεια.

 

 

 

 

 

 

4.

Ήμασταν 6 περίπου πατέρες και καθόμασταν μαζί με το Γέροντα έξω από το κελί του, από τη μπροστινή πλευρά, κάτω στο γρασίδι και μας έλεγε διάφορα. Εκείνη λοιπόν την ώρα έφτασε εκεί ένας νεαρός αναρχικός με μαλλιά μακριά, με φουλάρι στο λαιμό και με έναν τρόπο κάπως αναιδή ρωτά:

-Που είναι αυτός ο Παΐσιος;

Τότε ο Γέροντας σηκώθηκε και πλησιάζοντας τον του λέει:

-Τι τον θέλεις, ρε παιδί;

-Τον θέλω του απαντά εκείνος.

Ο νεαρός στην αριστερή τσέπη, στο πουκάμισο του, είχε ένα πακέτο τσιγάρα. Το πιάνει ο Γέροντας και του λέει:

-Τι έχεις εδώ μέσα, το Τετραβάγγελο;

-Όχι, τσιγάρα, του απαντά και βγάζοντας το του προσφέρει και του λέει:

-Θέλεις κανένα;

Τότε του λέει ο Γέροντας:

-Όχι.

Επειδή εμείς όλοι κοιτούσαμε τον Γέροντα και γελούσαμε, κατάλαβε  ο νεαρός ότι αυτός ήταν ο Γέροντας και αφού μας ρώτησε και το επιβεβαίωσε, γυρνά και τον ρωτά:

-Θέλω να μου πεις πως με λένε.

Και ο Γέροντας ξύνοντας, δήθεν από αμηχανία, το κεφάλι του, λέει:

-Πώς σε λένε…. Σε λένε…. Σε λένε…. Πώς τα λένε μωρέ αυτά που έχουν εκεί στην Αθήνα και σταματάνε κι αφήνουν αυτοκίνητα και περνάνε…. (Εννοούσε τους σηματοδότες). Πεταγόμαστε τότε εμείς και του λέμε:

-Το «Σταμάτη» και το «Γρηγόρη», λέτε, Γέροντα;

-Α ναι, απ’ αυτό σε λένε.

Αυτόν τον έλεγαν Γρηγόρη και όταν το άκουσε, τα ‘χασε και αμέσως ζήτησε από τον Γέροντα να τον δει ιδιαιτέρως. Έτσι απομακρύνθηκαν λίγο, τα είπαν κι έφυγε ο νεαρός.

Μετά από έξι μήνες ήρθε ξανά στο Άγιο Όρος και τον συνάντησα έξω από την Ιερά Μονή του Κουτλουμουσίου. Δεν θύμιζε όμως τίποτα από τον παλιό εκείνο αναρχικό. Είχε μια ολοφάνερη αλλοίωση που με έφερε σε δίλημμα και απορούσα, αν ήταν αυτός. Τότε τον ρώτησα:

-Συγγνώμη, μήπως πριν έξι μήνες είχατε ξαναέρθει κι είχατε πάει στο Γέροντα; Γιατί μου θυμίζετε κάποιον.

Μου λέει:

-Αυτός, πάτερ, που σας θυμίζω μήπως ήταν ένας που μιλούσε με αναίδεια, στο Γέροντα;

-Ε ναι κάπως έτσι του λέω.

-Ε, εγώ το ζώον ήμουν πάτερ!

Επικοινωνία

Διεύθυνση Μεγάλου Ναού: Δανάης 1, Έγκωμη,
2408, Λευκωσία
Διεύθυνση Μικρού Ναού: Αγίου Νικολάου 1, Έγκωμη, 2408, Λευκωσία
Τηλέφωνο: 22355300
Fax: 22590969
Email: agiosnikolaosengomis

@gmail.com

Announcement

Church of Saint Nicolaos in Engomi is open daily from 8:30 am to 12:00 noon, from 5:00 to 8:00 pm and the hours of Liturgical services. For more information contact us on: agiosnikolaosengomis@gmail.com